Γι’ αυτό εσύ θα δείξεις –άσε που θα το βρουν αυτοί, αν τελικά δεν με αγγίξεις πεθαμένο– εκείνο το χαρτάκι που ’ναι καρφιτσωμένο στην αριστερή την κάλτσα μου. Τη βλέπεις. Μην απορήσεις που φοράω μόνο μία, αν και γουλί και τσίτσιδος. Άφησα μια κάλτσα μόνο εξ ανάγκης, τρέμοντας από φόβο μήπως κάνας αέρας ή τίποτε άλλο που δεν περνάει τώρα απ’ το μυαλό μου κάνει ζημιά σε τούτο το ευλογοφανές πειστήριο, πως είσαι αθώος ως τα μπούνια δηλαδή: «Πατέρα, απέτυχα ως καλλιτέχνης. Συγχώρεσέ με. Σ’ αγαπώ». Γάντι κολλάει, γάντι στην περίπτωση. Δε συμφωνείς κι εσύ;
Ποιος το σινάφι μου το παίρνει σοβαρά; Μισότρελο, αλαφιασμένο, γραφικό, ιδεολόγοι, ονειροπόλοι, κουλτούρα να φύγουμε και πράγματα άνοστα, βαριά και τα λοιπά και τα λοιπά και δε βαριέσαι… όσα δε φθάνει η άσημη διαπλεκόμενη αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Και ιδού το κρεμαστάρι ! Όλα επιτρέπονται άλλωστε σε μας, αυτοκαταστροφή κυρίως. Είναι τόπος κοινός, κατ’ επανάληψη, κυρίως, κατειλημμένος. Για ρίξε μια ματιά στους διάσημους μπεκρήδες και αυτόχειρες. Άσε που ο θάνατός μας είναι και πόθος ευσεβής για όσους μας φθονούν ή δεν μας φθάνουν ή τους χαλά την πιάτσα η ζωή μας. Εδώ και χρόνια την κοιμίζουν με ωραία παραμύθια και ξεστομίζουν φιλάργυρα, όλο χλιδή οράματα, το πέτο ύστερα κοσμούν με εύσημο υπέρβασης κι ο λαουτζίκος βοσκάει λόγια αιχμηρά και σκουριασμένα, που τρέχουν στη συνέχεια αυτοί σαν αρωγοί φερέγγυοι, για να τα σπρώξουν στο λαρύγγι. Οι φιλάνθρωποι. Τέτοια σκατά κι απόσκατα, πατέρα !
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011
Πίνακας: Cuong Ngugen
.