.
Τα πιο αργοπορημένα παιδιά μαζεύουν τα πράγματά τους να γυρίσουν σπίτι, γιατί το πάρτυ τέλειωσε. Αυτό είναι το τελευταίο τραμ. Τα κοκαλιάρικα καφετιά άλογα το ξέρουν αυτό και κουνάν τα κουδουνάκια τους στην καθάρια νύχτα, σαν ορμήνεμα. Ο εισπράκτορας μιλάει με τον οδηγό˙ και οι δύο γνέφουν συχνά με το κεφάλι μέσα στο πρασινωπό φως του φαναριού. Κανένας εκεί κοντά. Είναι σαν να αφουγκραζόμαστε, εγώ στο πιο ψηλό σκαλοπάτι κι αυτή στο πιο χαμηλό. Ανεβαίνει στο σκαλοπάτι μου πολλές φορές και ξανακατεβαίνει, ανάμεσα στις φράσεις μας, και μια ή δυο φορές μένει δίπλα μου ξεχνώντας να κατέβει, κι ύστερα κατεβαίνει… Ας είναι˙ ας είναι… Και τώρα δεν προβάλλει τις ομορφιές της – το ωραίο της φόρεμα και τη ζώνη και τις μακριές της μαύρες κάλτσες – γιατί τώρα (σοφία των παιδιών) μοιάζει να ξέρουμε πως η κατάληξη αυτή θα μας ευχαριστήσει περισσότερο από οποιαδήποτε κατάληξη και αν είχαμε σοφιστεί.
Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (3) σελ. 9, μτφρ. : Δημήτρης Χουλιαράκης, Εκδόσεις Το ροδακιό, 1994
Πίνακας: Gustav Klimpt
.
.