Daily Archives: 05/02/2013
Τάσος Λειβαδίτης, Απόσπασμα από τη συλλογή 25η ραψωδία της Οδύσσειας
.
“Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο,
μή πως τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα Ζεύς”
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, ὁ δ᾿ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ.
ὅρκια δ᾿ αὖ κατόπισθε μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔθηκεν
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
Ομήρου Οδύσσεια, ω
Αηδίες — ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν.
Τάσος Λειβαδίτης, απόσπασμα από τη συλλογή 25η ραψωδία της Οδύσσειας, Τόμος 1 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 348
Φωτό: Jiri Jenicek
Βάσκο Πόπα, Μετά το παιχνίδι
Τέλος τα χέρια κάνουν να πιάσουν το στομάχι
Μη σκάσει το στομάχι από τα γέλια
Όπου άφαντο το στομάχι
Το ’να το χέρι υψώνεται με χίλια ζόρια
Από το μέτωπο τον κρύο ιδρώτα να σκουπίσει
Πάει και το μέτωπο
Το άλλο το χέρι τραβάει για την καρδιά
Να μην ξετιναχτεί η καρδιά απ’ τα στήθια
Πάει κι η καρδιά
Πέφτουν τα χέρια και τα δύο
Πέφτουνε ράθυμα στα γόνατα
Παν και τα γόνατα
Πάνω στη μια παλάμη τώρα βρέχει
Από τη δεύτερη χορτάρι μεγαλώνει
Μην τα ρωτάς
1954
Βάσκο Πόπα, Ποιήματα, Μτφρ.: Έλλη Σκοπετέα, Τα παιχνίδια (Μετά το παιχνίδι), σελ. 32, (Από τη συλλογή
Ο αγρυπνόκαμπος), Εκδόσεις Κέδρος, 1979
Φωτό: Michico Kon
——————————————————————————————————————————————————–
Στέλλα Δούμου, Βαλίτσα
Eίχε ταξιδέψει τόσο, που η ζωή του εντέλει συνέβη μέσα στο εμβαδόν μιας βαλίτσας.
Τα βράδια, η ζωή του έβγαινε απ’ αυτόν το στενό ταχτοποιημένο περιβάλλον κι έψαχνε στα σκουπίδια να βρει κάτι να φάει. Κι εκεί έβρισκε μικρά ποιήματα που του έγλειφαν τα χέρια.
Και κάποτε πρόδωσε το δρόμο, φορώντας καρφιά, αντί για παπούτσια.
Και το ποίημα και η φωτό είναι από τον τοίχο της Στέλλας Δούμου στο facebook.
Ανδρέας Στάικος, Βηθσαβέ



—Θα ξεκινήσω εγώ, είπε η Βησθαβέ, και με χέρι σταθερό βύθισε την κάννη του όπλου στο στενότατο άνοιγμα των εξαίσιων οπισθίων της. Με θολωμένο μάτι από την ηδονή, με κοίταζε κατάματα, εκβάλλοντας καπνούς από το στόμα της. “Κεραυνός, κεραυνός”, ψιθύριζε ασθμαίνοντα. “Πλημμυρίζω, πνίγομαι, πλημμυρίζω”, παραληρούσε. Το παγωμένο σίδερο εντός της τής προκαλούσε σπασμούς σπάνιας έντασης. Και μέσα στον αλλόφρονα σπαραγμό της ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της σκανδάλης. Κάτι σαν ωκεάνιο κύμα κινήθηκε, μία παλίρροια. Και σωριάστηκε στο κρεβάτι μου. Αναστέναξα από ευτυχία. Το όπλο δεν είχε εκπυρσοκροτήσει μέσα της. Η θεά μου ήταν ζωντανή.
Σε λίγες στιγμές η Βηθσαβέ άρχισε να σαλεύει. Σηκώθηκε αργά, με δάκρυα στα μάτια και τράβηξε το πιστόλι από τη σαγηνευτική θήκη των οπισθίων της.
—Τώρα, κύριε Επαμεινώνδα, η σειρά σας, μου είπε με τρεμάμενη από την ηδονή φωνή. ( …)
Ηδονή και αγωνία σφιχταγκαλιασμένες, πριν ηχήσει το μέταλλο της σκανδάλης, λίγο πριν εκπυρσοκροτήσει το όπλο, πριν εκραγούν τα σωθικά μου! Κι εγώ μέσα σε μια δίνη πόνου, δακρύων και έρωτα, έβλεπα όπως σε όνειρο, έβλεπα ό,τι ακόμη δεν είχε συμβεί, έβλεπα ό, τι δεν θα μπορούσα να δω αν συνέβαινε, έβλεπα πέραν του χρόνου, έβλεπα τη Βηθσαβέ, έβλεπα τη Βηθσθαβέ να σπαράζει πάνω στο άψυχο σώμα μου, έβλεπα τη Βηθσαβέ ανάμεσα σε ένα πλήθος ανδρών και γυναικών, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους να δακρύζουν ήρεμα και διακριτικά ανάμεσα σ’ ένα πλήθος μαυροντυμένων ανδρών και γυναικών που με συνόδευαν στην τελευταία μου κατοικία, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα, τη Βηθσαβέ…
Ανδρέας Στάικος, Βηθσαβέ, σελ. 85, 86, 156, 157, 158, 159, 160, εκδόσεις Άγρα, 2012
Σημείωση: πρόκειται για ένα καλογραμμένο ερωτογράφημα του Ανδρέα Στάικου, που πέραν των άλλων (όπως πολύ εύστοχα σημείωσε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στην παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό), σε μορφολογικό επίπεδο, όσον αφορά δηλαδή τη δόμηση του βιβλίου, συναντούμε ένα ενδιαφέρον πέρασμα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, την αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προς το τέλος του. Ο παντογνώστης αφηγητής ταυτίζεται στο τέλος με τον συγγραφέα της ιστορίας (όχι απαραίτητα με τον συγγραφέα του βιβλίου) και, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, οι αποστάσεις μηδενίζονται.
Κατά την άποψή μου, αυτή η μετάλλαξη του προσώπου έχει ενδιαφέρον, διότι πρόκειται για τη χρονική στιγμή όπου ήρωας μέσα από τη σεξουαλική πράξη θα συναντήσει το θάνατο. Τη στιγμή επίσης του θανάτου ο ίδιος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση πλέον, θα γίνει πάλι παρατηρητής των πραγμάτων και του εαυτού του, παίρνοντας απόσταση και παρατηρώντας το ίδιο του το σώμα και τα τεκταινόμενα. Στην ουσία πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κυκλικό σχήμα, το οποίο δίνεται με διαφορετική μορφή. Εάν νοηματοδοτηθεί, πίσω από αυτό το συγγραφικό εύρημα, υπάρχει το εξής μήνυμα σε όλο το βιβλίο: εγώ ο ζωντανός-νεκρός, ο θεατής του θανάτου μου.
(H γραφή bold της παρούσας ανάρτησης του κειμένου του Ανδρέα Στάικου αντιστοιχεί στη γραφή italics της έκδοσης).
————————————————————————————————————————————