Το χαμόγελο αυτό σού ανήκει. Θα σε πολιορκώ με τη στάχτη του. Κάποτε θα το ανταποδώσεις κατεβάζοντας τα μάτια ντροπαλά. Τότε θα γείρω στον ίδιο μου τον ώμο, όπου βρίσκω ανάπαυση όλον αυτόν τον παρατεταμένο χειμώνα. Πίσω μου θα σταθεί αμήχανο το τελευταίο δέντρο του κόσμου: Ένα λιγνό, αφτιασίδωτο κορίτσι, με τα δάχτυλα γεμάτα χαρακιές και τα φουντωτά μαλλιά του σκονισμένα. Τολμάς να σηκώσεις τα βλέφαρα; Η μικρή Δέντρο θα ενηλικιωθεί μ’ ένα στεναγμό μελαγχολίας, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Όλοι αποκτούν την ηλικία τους μ’ ένα αιφνίδιο φούσκωμα του στήθους πριν ή μετά την πλήρωση του χρόνου.
Δεν τολμάς πάλι; Γνωρίζω την περιπλάνησή σου στη δόξα, την υστερία που σε καταπονεί. Τα ευτελέστερα των αιτημάτων σου μου είναι εντελώς οικεία σαν πείσματα μοναχογιού, σαν αταξίες θείου βρέφους. Χαμογελώ μ’ ένα δύο δάκρυα που δεν μπορούν να εξευμενίσουν τη Μοίρα αλλά μπορούν να δώσουν στην κοκεταρία μου τα στρας ενός μικρού μυστηρίου. Ύστερα σου γυρίζω την πλάτη και περπατώ προς την άκρη της γης με την ουρά τής ντεμοντέ τουαλέτας μου να σέρνει πίσω της φύλλα και κλαριά. Είμαι καλύτερη από τους πόθους σου και αγριότερη του πνεύματός σου. Δεν υπάρχει μέρα εργάσιμη που θα μπορούσες να μου φιλήσεις το χέρι.
Δήμητρα Χριστοδούλου, από τη συλλογή Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Δέντρο ως περίπλοκη ανάμνηση, σελ. 57, Εκδόσεις Πατάκη, 2010
.
.