RSS

Daily Archives: 02/06/2014

Μιχάλης Γεννάρης, Πρίγκιπες και δολοφόνοι

Ήταν απ’ τα νιάτα της νταρντανογυναίκα και γλωσσού. Τη βλέπει ο παπα-Φώτης και της φωνάζει από ψηλά να πετάξει τα κοφίνια, να τρέξει να σωθεί γιατί έρχεται κοσμοχαλασιά, μέγα κύμα και κακό, τσουνάμι Φιλιππίνων.Δεν προλαβαίνει η κακομοίρα και την παρασέρνουν τα νερά. Πεντακόσια μέτρα μέσα στην ενδοχώρα έφτασε η θάλασσα απ’ το σεισμό της Σαντορίνης. Βρήκε τις μανταρινιές και τις αλάτισε. Τις έκαψε, κύριε εισπράκτορα.Τη Μουράδαινα την εντόπισαν δυο εβδομάδες μετά κάτι τρεχαντήρια στην Πάτμο. Στους καφενέδες η πνιγμένη. Σωσμένη και ανέπαφος. Ξεφλούδιζε μανταρινάκια. Όπως την πήραν τα νερά σκάλωσε σε μια σανίδα και διεσώθη. Φοβόταν όμως να επιστρέψει, θα τη σακάτευαν τα γονικά της. Τελικώς τους έπεισε ο παπάς και τη δεχτήκανε, τάχατες πως είναι γραμμένο της να μονάσει ένεκα μεγάλης ευσεβείας, αλλιώς θα πνιγόταν, δεν θα αγκυροβολούσε στο νησί του Ευαγγελιστή, και στο φινάλε την έφερε πίσω μια μαούνα του ναυτικού.Λίγο μετά παντρεύτηκε. Δύο παιδιά η Μουράδαινα, κύριε εισπράκτορα. Τον Μιχελή που είχε ουζάδικο στο Μπρίσμαν και τον Γαβριήλ, εγκάτοικο Δαφνίου.Έμοιασε του πατρός του αυτό το αγόρι. Απροσάρμοστο. Δούλευε εργοδηγός στη ΔΕΗ ο άντρας της Μουράδαινας. Τα καλοκαίρια Θεσσαλονίκη. Έστελνε τη Μουράδαινα με τα παιδιά Αστυπαλιά.

Το είχε άχτι η γυναίκα να πάει κι αυτή μια φορά στην Έκθεση Θεσσαλονίκης, να φορέσει ενώπιον κόσμου το μεταξωτό με το λουλουδάκι, που της είχε στείλει η ξαδέρφη της από τη Βαλτιμόρη.Τα κατάφερε, Σεπτέμβρη του εξήντα έξι. Σφυρίζει του ταξιτζή, λέει στα κουτουρού: «Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης» και νταν, σκορπίζει χαρτονόμισμα, πλούσιοι τότε οι Αστυπαλίτες, δε λυπούνταν τα μεταφορικά, κι έτσι ανέβηκε Θεσσαλονίκη η Μουράδαινα μαζί με τ’ αγόρια της. Δίχως να έχει πει τίποτε τ’ αντρός της. Στολίστηκε μεταξωτό, ωραιότατο φόρεμα με βολάν και απλικέ λουλουδάκι. Έντυσε τα παιδιά καρό κουστουμάκια και γραβατούλες μούρλια. Να κάνουνε καλή εντύπωση τα Μουραδάκια εις τους προϊσταμένους. Πήρανε μια κούτα γλυκά κι ανηφορίσανε. Χρόνια περίμενε η Μουράδαινα να προαχθεί ο σύζυγος. Τώρα γλυκοχάραζε η τύχη.

 Daniel Sprick 5Και φτάνει στο περίπτερο της Διεθνούς Εκθέσεως και βλέπει το σύζυγο να χαριεντίζεται με μία αεροσυνοδό. Πάει η Μουράδαινα, κύριε εισπράκτορα, και δίνει στον άντρα της το άτιμο τ’ ανάποδο χαστούκι, μπροστά στους προϊσταμένους και τον Υπουργό Βιομηχανίας: «Nα σε χαίρεται η Δημόσια Επιχείρησις Ηλεκτρισμού! Μαστροπέ!» Tον ξεφώνισε τον σύζυγο μπροστά στον Υπουργό. Τον ετελείωσε. Εκείνος, στήλη άλατος. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, κλαίγαν τα Μουραδάκια για την κατάντια του πατρός. Κατεβαίνει Αθήνα η Μουράδαινα. Περιμένει μια ολάκερη βδομάδα τον μοιχό. Δυο βδομάδες. Τρεις βδομάδες. Τέσσερεις. Δε διάβαζε εφημερίδες η Αστυπαλίτισσα. Είχε προλάβει ο Μουράς και την έκανε απ’ τον Λευκό Πύργο. Αυτοχειριάστηκε ο αμαρτωλός. Είχε τάσεις αυτοκαταστροφικές. Έδωσε μια και πήδησε κάτω στο Θερμαϊκό. Μπλουμ. Αυτή την οικογένεια την τραβούσε το νερό. Διότι και ο γιος, ο Γαβριήλ Μουράς, στην μπανιέρα έπνιξε τη Μουράδαινα, κι ενώ έπαιρνε πολύ καλή σύνταξη η μάνα του. Τότες προσέχανε τους ανθρώπους τους στη ΔΕΗ. Τη μάνα σου, μπρε; Kάνει να σκοτώνουμε τη μανούλα; Ντροπή, παιδάκι μου, και κουνάει το καθυστερημένο το κεφάλι του.

Πάω στο τρελάδικο, κύριε εισπράκτορα, και του ξεφλουδίζω βραστά αυγά. Σφιχτά. Ελευθέρας διαλογής. Το κρύβανε τόσα χρόνια. Αγρίεψε το παιδί μοναχούλι. Του σάλεψε. Μ’ απειλούσε η Φεβρωνία: «Σα τη Μουράδαινα θα πας κι εσύ μ’ όλα τα τομάρια που κουβαλάς σπίτι σου!» Φεβρωνία Λιβεράλη! της έλεγα με έμφαση, εμείς τα σπίτια τα έχουμε ανοιχτά να μπαίνει λαός, κόσμος πολύς, να τον τρατάρουμε καφέδες κι αυγά βραστά και να συνομιλούμε. Το δικό σου μαυσωλείο άσ’ το κλειστό και επτασφράγιστο! To σαλονάκι τους οι Λιβεράληδες το είχαν κλειδωμένο. Διάβαζε ο Λαοκράτης Ριζοσπάστη στην κουζίνα της οδού Δελφών και δεν του επέτρεπε η άλλη να καθίσει σαν άνθρωπος στον καναπέ, για να μην της τσαλακώσει τα ριχτάρια. Είχε γεμίσει το σπίτι σεμεδάκια. 

Μιχάλης Γεννάρης, Πρίγκιπες και δολοφόνοι, σελ. 15-17, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2010

Πίνακες: Daniel Sprick

 

Φ. Ντοστογιέβσκη, Ο ηλίθιος

Loredana Catania Ναι, πρέπει τώρα να ξεκαθαρίσουν όλ’ αυτά, πρέπει να διαβάζουν όλοι τους καθαρά ο ένας στην ψυχή του άλλου, να μην υπάρχουν πια αυτές οι σκοτεινές και παθιασμένες απαρνήσεις, όπως απαρνήθηκε πριν από λίγο ο Ραγκόζιν, κι ας πραγματοποιηθούν όλ’ αυτά ελεύθερα και… φωτεινά. Μήπως τάχα δεν είναι ικανός για το φως ο Ραγκόζιν; Λέει πως δεν την αγαπάει έτσι, πώς δεν υπάρχει μέσα του συμπόνια, «δεν υπάρχει κανένας τέτοιος οίχτος». Η αλήθεια είναι πως πρόστεσε αργότερα ότι «ο δικός σου οίχτος είναι ίσως χειρότερος από τον έρωτά μου» – συκοφαντεί ωστόσο τον εαυτό του. Χμ… ο Ραγκόζιν σκυμμένος πάνω απ’ το βιβλίο – μην τάχα αυτός δεν είναι «οίχτος», δεν είναι η αρχή του «οίχτου»; Μήπως τάχα και μόνη η παρουσία αυτού του βιβλίου δεν αποδείχνει πώς έχει πλήρη συνείδηση των σχέσεών του μ’ αυτήν; Kαι η διήγησή του πριν από λίγο; Όχι αυτό είναι κάτι βαθύτερο από ένα απλό πάθος. Και μήπως μονάχα πάθος μπορεί να σου γεννάει το πρόσωπό της; Μα μπορεί τώρα πια αυτό το πρόσωπο να γεννήσει πάθος; Αυτό το πρόσωπο γεννάει πόνο, σου αρπάζει και σου σφίγγει όλη την ψυχή σου… και μια καυτερή, βασανιστική θύμηση πέρασε ξάφνου από την καρδιά του πρίγκιπα. Ναι, βασανιστική. Θυμήθηκε πόσο βασανιζόταν εδώ και λίγον καιρό ακόμα, όταν είχε αρχίσει να παρατηρεί σ’ αυτήν τα πρώτα συμπτώματα της τρέλας. Τότε τον είχε πιάσει σχεδόν απελπισία. Και πώς μπόρεσε να την αφήσει τότε, όταν του το ’σκασε και πήγε στον Ραγκόζιν; Θα ’πρεπε αυτός ο ίδιος να τρέξει ξοπίσω της κι όχι να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μα… είναι ποτέ δυνατό να μην παρατήρησε ως τα τώρα ο Ραγκόζιν σημάδια τρέλας σ’ αυτήν; Xμ… Ο Ραγκόζιν βλέπει σ’ όλα άλλες αιτίες, αιτίες που τις γεννάει ο ίδιος!

Φ. Ντοστογιέβσκη, Ο ηλίθιος, σελ. 345-346, μτφρ.: Άρης Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Γκοβόστη

Πίνακας: Loredana Catania

..