RSS

Daily Archives: 24/06/2014

Henry James, Το στρίψιμο της βίδας

 Δεν έχω ξαναδεί το Μπλάυ από τη μέρα που έφυγα, και φαντάζομαι πως στα πιο ηλικιωμένα και πιο έμπειρα μάτια μου, θα φαινόταν τώρα αρκετά μαζεμένο. Αλλά όσο η μικρή οδηγός μου, με τα χρυσά μαλλιά της και το μεγάλο φουστανάκι της, χοροπηδούσε μπροστά μου στρίβοντας γωνίες και στραμπούλιζε διαδρόμους, οραματιζόμουν έναν πύργο παραμυθένιο, κατοικία μιας ροδόχρωμης νεράιδας, ένα μέρος που για να διασκεδάζει η νεαρή φαντασία, θα έπαιρνε το χρώμα του από βιβλία με ιστορίες κι από παραμύθια. Μήπως δεν ήταν παρά ένα βιβλίο με παραμύθια, και καθώς διάβαζα με πήρε ο ύπνος και ονειρευόμουν; Όχι: ήταν ένα μεγάλο, άσχημο, παλαιό αλλά βασιλικό σπίτι, που ενσωμάτωνε κάτι λίγα απομεινάρια ενός ακόμη πιο παλαιού σπιτιού, μισο-ανακαινισμένο και μισο-χρησιμοποιημένο – και μέσα σ’ αυτό είχα τη φαντασίωση πως ήμασταν έρημοι, σχεδόν όσο μια χούφτα επιβάτες μέσα σ’ ένα μεγάλο καράβι, έρμαιο της θάλασσας. Και το πιο παράξενο, εγώ κρατούσα το τιμόνι. (σελ. 29)

.

.

.


Έγινε ξαφνικά, ένα δειλινό, καταμεσής της αγαπημένης ώρας μου: είχα βάλει τα παιδιά να πλαγιάσουν και βγήκα για τον περίπατό μου. Μια από τις ιδέες μου –που δεν διστάζω καθόλου να τη γράψω– σ’ αυτούς τους περιπάτους, ήταν πως θα ’ταν συναρπαστικό, σαν μέσα σ’ ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, να ανταμώσω κάποιον ξαφνικά. Κάποιος να εμφανιζόταν μπροστά μου, στη στροφή κάποιου δρομάκου, να σταθεί, να μου χαμογελάσει και να επιδοκιμάσει. Τίποτε περισσότερο δεν ζητούσα– ζητούσα μονάχα να είναι εν γνώσει, και ο μόνος τρόπος για να είμαι βέβαιη πως είναι εν γνώσει, θα ήταν να το δω να καθρεφτίζεται πάνω στο ωραίο του πρόσωπο. Αυτό ακριβώς είχα στο νου μου – όταν, την πρώτη φορά που έλαχε, στο τέλος μιας μακρόσυρτης μέρας του Ιουνίου, σταμάτησα απότομα καθώς βγήκα από ένα σύδεντρο και αντίκρισα το σπίτι. Αυτό που με σταμάτησε επί τόπου –και με έναν κλονισμό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα ταίριαζε για οποιαδήποτε οπτασία– ήταν το συναίσθημα πως η φαντασία μου έγινε, αστραπιαία, πραγματικότητα. Στεκόταν εκεί! – αλλά ψηλά, πέρα από το γρασίδι και στην κορφή του πύργου, σ’ αυτόν που με είχε πάει, εκείνο το πρώτο πρωινό η Φλωρούλα. (…)

Αυτή η εμφάνιση, μέσα στο φωτεινό δειλινό, μου προξένησε, θυμάμαι, δύο χωριστά ξαφνιάσματα, συγκλονίζοντάς με: το ξάφνιασμα από την πρώτη και το ξάφνιασμα από τη δεύτερη έκπληξή μου. Η δεύτερη ήταν μια βίαιη αντίληψη του λάθους της πρώτης: o άνθρωπος που διασταύρωσε τη ματιά μου δεν ήταν το πρόσωπο που είχα βιαστεί να υποθέσω. Έτσι, έχω πάθει μια οπτική σύγχυση, και ύστερα από τόσα χρόνια δεν μπορώ να ελπίζω πως είμαι σε θέση να δώσω μια ζωντανή περιγραφή της. Ένας άγνωστος άντρας σε ένα ερημικό μέρος, είναι επιτρεπτέο αντικείμενο φόβου για μια κοπέλα που ανατράφηκε περιορισμένη: αυτός που αντίκριζα, έμοιαζε τόσο λίγο –όπως με βεβαίωσαν λίγα δευτερόλεπτα ακόμη– με οποιονδήποτε άλλον που γνώριζα όσο και με την εικόνα που είχα βάλει στο νου μου. Δεν τον είχα δει στην οδό Χάρλευ – πουθενά δεν τον είχα δει. Ξέχωρα, το μέρος, κατά τον πιο παράξενο τρόπο που υπάρχει στον κόσμο, είχε γίνει την ίδια στιγμή, και από το γεγονός και μόνο της εμφάνισής του, μια ακατοίκητη μοναξιά. Για μένα τουλάχιστον, και το δηλώνω, αφού το συζήτησα με τον εαυτό μου όσο ποτέ, ξανάρχισε στο ακέραιο, το συναίσθημα εκείνης της στιγμής. Ήταν, όσο το συνειδητοποιούσα –ό,τι κι αν συνειδητοποιούσα– σαν να είχε νεκρωθεί όλο το άλλο περιβάλλον (…)

.

.

.

.

Μας χώριζε μεγάλη απόσταση για να φωνάξουμε ο ένας στον άλλον, αλλά ήταν κάποια στιγμή, που σε μικρότερη απόσταση, μια πρόκληση αναμεταξύ μας, σπάζοντας τη σιωπή, θα ήταν η σωστή έκβαση για το αμοιβαίο επίμονο κοίταγμά μας. Στεκόταν σε μία από τις γωνίες του πύργου, την πιο μακρινή από το σπίτι, ολόισιος όπως μου φάνηκε, και με τα δυο του χέρια πάνω στο πεζούλι. Έτσι τον είδα, όπως βλέπω τώρα τα γράμματα που γράφω σε αυτήν τη σελίδα. Έπειτα, ακριβώς ύστερα από ένα λεπτό, σαν να συμπληρώνει το θέαμα, άλλαξε θέση, αργοπερνώντας στην αντίθετη γωνιά, κοιτάζοντάς με εντατικά όλο το διάστημα. Ναι, είχα το εντονότερο συναίσθημα, πως σ’ αυτό το διάστημα δεν αποτράβηξε ούτε στιγμή τη ματιά του από πάνω μου, και βλέπω ακόμη τούτη τη στιγμή το χέρι του να περνάει από τη μια έπαλξη στην κατοπινή. Σταμάτησε στην άλλη γωνία, αλλά λιγότερη ώρα, κι ακόμη όταν γύρισε να φύγει εξακολουθούσε να έχει τη ματιά του στυλωμένη πάνω μου. Έφυγε, κι αυτό ήταν όλο. (σελ. 42-44 αποσπασματικά)

Ήταν κρίμα που ήμουν υποχρεωμένη να εξετάσω ξανά τη βεβαιότητα της στιγμής, και να επαναλάβω πως είχα αντιληφθεί, σαν μιαν αποκάλυψη, ότι η αδιανόητη επικοινωνία που είχα πιάσει αυτόφορα, ήταν, και για τα δύο μέρη, ζήτημα συνήθειας. Ήταν κρίμα που χρειάστηκε να ξαναπώ με τρεμουλιαστή φωνή για ποιους λόγους, μέσα στην αναστάτωσή μου, δεν είχα καν αμφισβητήσει πως η μικρή είδε την επισκέπτριά μας, ολόιδια όπως έβλεπα μπροστά μου την κυρία Γκρόουζ, και πως θέλησε να με κάνει να υποθέσω πως δεν την είδε, και ταυτόχρονα, δίχως να φανεί, να μαντέψει αν την είδα εγώ! Ήταν κρίμα που χρειάστηκε να περιγράψω άλλη μία φορά τη μικρή φασαρία που είχε κάνει επιδεικτικά για να ξεγελάσει την προσοχή μου – οι πιο έντονες κινήσεις της, η μεγαλύτερη ζωηρότητα στο παιχνίδι της, το τραγούδι της, η φλυαρία της, η πρότασή της να παίξουμε κυνηγητό.

Ωστόσο, αν δεν είχα επιδοθεί σ’ αυτή την ανασκόπηση, για να αποδειχθεί το άσκοπό της, θα έχανα τα δύο τρία αμυδρά στοιχεία παρηγοριάς που μου απόμεναν. Δεν θα μπορούσα, λόγου χάρη, να διαβεβαιώσω κατηγορηματικά τη φίλη μου, πως ήμουν βέβαιη κι αυτό ήταν τόσο το καλύτερο πώς εγώ τουλάχιστον δεν είχα προδώσει τον εαυτό μου. Δεν θα είχα παρακινηθεί, από επιτακτική ανάγκη, από απόγνωση –κι εγώ δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω– να επικαλεσθώ τη βοήθεια της νοημοσύνης, με αποτέλεσμα να στριμώξω τη συνάδελφό μου στον τοίχο. Την πίεσα να μιλήσει, και μου είχε πει πολλά, λίγο λίγο, με το τσιγκέλι, αλλά πέρα από όσα είπε, ένας μικρός κινητός ίσκιος εξακολουθούσε να περνάει πάνω στο μέτωπό μου σαν το φτερό της νυχτερίδας. Και θυμάμαι, σ’ εκείνη την περίσταση –γιατί το κοιμισμένο σπιτικό, καθώς και η συμπύκνωση του κινδύνου και η επαγρύπνησή μας φαίνονταν να βοηθούν σ’ αυτό– πως ένιωσα τη σημασία που είχε να δώσω το τελευταίο τράβηγμα για το άνοιγμα της κουρτίνας. (σελ. 83-84)

Απορούσα πώς δεν μάντευαν οι μικροί μαθητές μου πως έβαζα παράξενα πράγματα στο νου μου γι’ αυτούς. Και το γεγονός πως αυτά τα πράγματα τους έκαναν περισσότερο ενδιαφέροντες, δεν βοηθούσε στο να μένουν απληροφόρητοι. Έτρεμα μην καταλάβουν πώς έτσι γίνονταν τόσο υπερβολικά πιο ενδιαφέροντες. Πάντως, και στη χειρότερη περίπτωση, όπως το έβαζα τόσο συχνά στο νου μου, οποιοδήποτε θόλωμα της αθωότητάς τους –άμεμπτοι και προκαταδικασμένοι καθώς ήσαν– δεν μπορούσε παρά να είναι ένας λόγος περισσότερος για να ριψοκινδυνεύσω. Ήταν στιγμές, που από μια ακατανίκητη παρόρμηση, τα έπιανα και τα έσφιγγα πάνω στην καρδιά μου κι αμέσως έπειτα έλεγα με το νου μου «Τι να σκέφτονται γι’ αυτό; Μήπως με προδίδει υπερβολικά;»∙ θα ήταν εύκολο να μπλέξω μέσα σε μια σκοτεινή, άγρια ζούγκλα, σχετικά με το ως ποιο βαθμό επιτρεπόταν να προδοθώ. Αλλά το σωστό που έχω να πω για τις ώρες γαλήνης που μπορούσα ακόμη να χαρώ, είναι πως η γοητεία των δύο παιδιών ήταν ένα πλάνεμα αποτελεσματικό, ακόμη και κάτω από τον ίσκιο του ενδεχομένου πως ήταν μελετημένο. Επειδή, αν έτυχε να αντιληφθώ πως μπορούσα να προκαλέσω υποψίες με τα μικρά ξεσπάσματα της αγάπης μου γι’ αυτά, έτσι κι εγώ, θυμάμαι, πως αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να δω κάτι το ύποπτο, στη φανερή ένταση των δικών τους εκδηλώσεων (σελ. 90-91)

Tι σημασία έχει τώρα εκείνος, αγόρι μου;– τι σημασία μπορεί να έχει πια; Eίσαι δικός μου –πέταξα για να το ακούσει το κτήνος που παραμόνευε– μα εκείνος σ’ έχει χάσει για πάντα! και ύστερα, για επίδειξη του έργου μου: –Εκεί, εκεί! είπα του Μάιλς. Μα είχε κιόλας πεταχτεί από την αγκαλιά μου, ψάχνοντας, κοιτάζοντας ολόγυρα με γουρλωμένα μάτια, και βλέποντας μονάχα τη γαλήνια μέρα. Κάτω από το χτύπημα του τι έχασε, γι’ αυτό που ήμουν τόσο περήφανη, έμπηξε μια στριγκλιά σαν να γκρεμιζόταν σε άβυσσο, κι έτσι που τον άδραξα, ήταν σαν να τον έπιασα την ώρα που έπεφτε. Τον έπιασα, ναι, τον κρατούσα: είναι εύκολο να φανταστείτε με πόσο παράφορο πάθος – μα ύστερα από ένα λεπτό άρχισα να νιώθω τι ήταν πραγματικά αυτό που κρατούσα. Ήμασταν μονάχοι με τη γαλήνια μέρα, και η καρδούλα του, στερεμένη, είχε σταματήσει.(σελ. 202-203)

Henry James, Το στρίψιμο της βίδας, μτφρ.: Κοσμάς Πολίτης, Εκδόσεις Άγρα.

«Δουλεύουμε στα σκοτεινά –κάνουμε ό,τι μπορούμε– δίνουμε ό,τι έχουμε. Η αμφιβολία μας είναι το πάθος μας και το πάθος μας ο σκοπός μας. Όλα τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης»

Henry James, από το επίμετρο του βιβλίου, μτφρ.: Eύα Καλπουρτζή

Σημείωση: Έχω την εντύπωση πως “Το στρίψιμο της βίδας” συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας για τον απλό λόγο ότι το θέμα του υπερβαίνει τον εαυτό του: Ο ιδιοφυής James “κατασκευάζει” συνειδητά και με ακρίβεια μιαν ασυνείδητη δομή, ικανή να ακουμπήσει σε οποιοδήποτε θέμα παζαρεύει τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος στη δουλειά κάθε συγγραφέα. Εάν η αφήγηση αφήνει “ερωτήματα” είναι γιατί η αφήγηση απαντά στο ερώτημα που η ίδια θέτει στον εαυτό της, την απάντηση του οποίου γνωρίζει χωρίς να γνωρίζει συνειδητά πως εν τέλει τη γνωρίζει. Αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο της μεγάλης λογοτεχνίας ανεξαρτήτως θεματικής, αλλά άμεσα εξαρτημένης από την ιδιοφυία του συγγραφέα του έργου. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι αφελές να υποστηρίξει κανείς πως η γοητεία της νουβέλας οφείλεται στην παιδαριώδη ιστορία φαντασμάτων μίας καθ’ όλα τα φαινόμενα ψυχωτικής γκουβερνάντας ή στο “μυστήριο” του πρώτου επιπέδου της ιστορίας, του προσχήματος δηλαδή.


.

 

 

Κωστής Παπακόγκος, Η έβδομη λιαχτίδα


Ανάμεσα στ’ αγάλματα του πάρκου
ένα χλωρό άλογο στ’ απόβροχο
έβγαζε απ’ τα ρουθούνια ομίχλη

Κωστής Παπακόγκος, Η έβδομη λιαχτίδα, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2014

Artwork: Sarolta Ban.