RSS

Monthly Archives: May 2014

Χάρης Μελιτάς, Boοmerang

.

Δεν παρεκκλίνουν
οι σφαίρες στον αέρα.
Επιστρέφονται.

Artwork: Julia Geiser


Χάρης Μελιτάς, από τη συλλογή «Ποτάμι κόκκινο», Eκδόσεις Μανδραγόρας, 2013.

 

Μαρία Κουλούρη, Θυσία

(Sir) Lawrence  Alma-Tadema

Κι ύστερα απ’ όλα αυτά
Βρήκε τόπο για την οργή του
Την έπλυνε
Τη στόλισε
Έπραξε τα δέοντα
Ευχήθηκε μακάρια ανάπαυση
Άδραξε το κέρατο ενός ζωντανού
Χάθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση
Καβαλάρης χωρίς νώτα
Διαπέρασε σύννεφα, ουρανούς, στρατόσφαιρες
Συνέτριψε φράγματα φωτός και ήχου
Αγκιστρώθηκε κάποτε στην έλλειψη του χρόνου
Έκτοτε νέα του δεν είχαμε
Παρ’ εκτός κάτι όνειρα βραδινά
Και φυσικά δυο τρεις αυταπάτες
Χαρτζιλίκι στη χούφτα για τις εκδρομές μας
Παρακαλώ, μετά την αναχώρησή μου
Ας αφεθεί το άνωθεν
Εις μνημείον πεσόντα αγέρωχα επί το έργον της ζωής του
Ως κατάθεση έναντι στεφάνου

Μαρία Κουλούρη, Θυσία, από το Μουσείο Άδειο, Εκδόσεις Μελάνι

Πίνακας: Sir Lawrence Alma-Tadema

.

.

 

Κριτική, Ιφιγένεια Σιαφάκα: Στέλλα Δούμου, Χαμηλές οκτάβες (περιοδικό O Φαρφουλάς, τ. 17, Άνοιξη-Kαλοκαίρι 2014)

 

Ακόμη και τ’ άστρα
υποκλίνονται
μπρος στο σκοτάδι
που ζωγραφίζει καθρέφτη

Ι. Σ.

Το βιβλίο Χαμηλές Οκτάβες της Στέλλας Δούμου-Γραφάκου απαρτίζεται από δύο ποιητικές συλλογές: την ομώνυμη συλλογή, η οποία απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός το 2012, και τη συλλογή Μέλισσες σφουγγαρίζουν τις κοιλάδες.
Μιλώντας γενικά, η Δούμου χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ, που στιγματίζει την ποίησή της και την καθιστά αναγνωρίσιμη. Τα ποιήματά της ξεκινούν από το ρεαλισμό, για να επεκταθούν στη σφαίρα του υπερρεαλισμού και του μαγικού ρεαλισμού.


Η θεματική της, πλούσια, αντλείται από το χώρο του μύθου (Oδυσσέας, Κίρκη, Ανδρομέδα, Πασιφάη, Μανδραγόρες, Κοκκινοσκουφίτσα, Πινόκιο) και εμπνέεται από πρόσωπα υπαρκτά (Λάζαρος, Άννα Μπολέϋν, Λόρκα, Έιμι Τζέιντ Γουάινχαουζ, Ακεψιμά και Αειθαλά)∙ τέλος, άλλοτε είναι η ίδια που δημιουργεί χαρακτήρες με ευφάνταστα ονόματα, όπως αυτός της Ερμίνας ντ’ Επέστροφα. Κυρίαρχο ρόλο κατέχει η φύση και τα στοιχεία της επίσης∙ ωστόση η γραφή οδηγεί σε μία ιδιότυπη και έντεχνη πραγμάτωσή τους, η οποία απέχει από την κοινότοπη και νατουραλιστική επεξεργασία τους. Στην ουσία ο κόσμος της φύσης, διά μέσου της γλώσσας, ενδυναμώνεται για να δημιουργήσει ένα δεύτερο τοπίο μέσα στο ίδιο το τοπίο, αναδεικνύοντας και καταξιώνοντας το ένα μέσα στο όλον και αντίστροφα. Βρισκόμαστε ενώπιον της αισθητικής και φιλοσοφικής συνάμα αντίληψης του κόσμου, όπου η ενότητα και η ομορφιά αιχμαλωτίζονται αποκλειστικά και μόνον διά μέσου των αισθήσεων. Αυτή ακριβώς η ευαισθησία διαπνέει ολόκληρο το ποιητικό σύμπαν της Δούμου, δημιουργώντας υπερρεαλιστικούς πίνακες και σκηνές μαγικού ρεαλισμού με αξιοσημείωτα χρώματα και θεματική.

Η χρήση της μεταφοράς είναι έντονη, τολμηρή και ανατρεπτική. Η ποιήτρια μετουσιώνει τον χυδαίο και ανάξιο λόγου κόσμο σε κόσμιο κόσμημα, χωρίς ωστόσο αυτό το επίπεδο της γλωσσικής υπέρβασης να αποτελεί ένα απλό λεκτικό πυροτέχνημα στο χάος των ελεύθερων συνειρμών προς χάριν εντυπωσιασμού. Η Δούμου είναι ακριβής, οι στίχοι της έχουν σαφή αρχιτεκτονική δόμηση∙ κατασκευάζει, δεν εντυπωσιάζει με ανούσιες λεκτικές περικοκλάδες, για να εκτονώσει το ψυχικό πλεόνασμα, το οποίο, σε άλλες υπερρεαλιστικές αποφάνσεις και χωρίς να βρίσκει αποκούμπι, αναδεύεται ως έρμαιο στη γλώσσα. Οι δεύτεροι ήχοι, οι ήχοι που συγκρατούν τη λέξη τέμνοντάς την με τις βουλές του ασυνειδήτου βρίσκονται εδώ, για να μας δώσουν, με μαθηματική ακρίβεια, το νήμα της αποκρυπτογράφησης των ποιημάτων. Αρκεί να τους ακούσουμε. Δεν πρόκειται για αυτόματη γραφή αλλά για την ανάσυρση εκείνης της μοναδικής ασυνείδητης στιγμής, που εδραιώνει την ταυτότητα της Ποίησης, με μία μοναδική λάμψη, που ακυρώνει το θάνατο εγγεγραμμένη στο θάνατο.


Ο τρόπος γραφής άλλοτε είναι περισσότερο περιγραφικός, δημιουργώντας μικρά πεζοποίηματα (που παρουσιάζονται οριζόντια), ενώ άλλοτε αγκιστρώνεται στη φόρμα της σύντομης και μεστής ποιητικής απόφανσης, για να βρεθούμε ενώπιον ποιημάτων που γράφονται κάθετα.
Ο ρυθμός ποικίλλει, εναρμονιζόμενος με την εκάστοτε συναισθηματική κατάσταση.
Πιο συγκεκριμένα, στη συλλογή Χαμηλές Οκτάβες οι ποιητικοί τόνοι είναι χαμηλοί, ίσα που ακούγονται. Το ποίημα αναρριχάται σχεδόν ψιθυριστά, σαν να κάνει μία συνειδητή προσπάθεια να μην ενοχλήσει με την παρουσία του (άραγε ποιον;), αλλά να σταθεί διακριτικό σε ολόκληρο το ενδολεκτικό τοπίο που πλάθεται με αυστηρό σχεδιασμό έως το τέλος του ∙ τέλος όμως πάντα δυνατό, που ακινητοποιεί τον αναγνώστη, επισφραγίζοντας τη συνολική εντύπωση, και που τον αναγκάζει, ίσως και σοκαρισμένο, να το ξαναδιαβάσει. Ο λεκτικός στόμφος απουσιάζει, υπό την έννοια ότι οι λέξεις που επιλέγονται για να στηθούν οι φράσεις είναι απλές, καθημερινές και τα τοπία στην πλειονότητά τους ρεαλιστικά ή συμβολικά, χωρίς όμως να απουσιάζουν και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα όμως της σύνθεσης δεν είναι απλό, καθώς το ποίημα, σε αυτήν την περίπτωση, γράφεται στα ενδιάμεσα των λέξεων:

Καμιά φορά έπλεκε/ δαντέλες αρχαιότητας/ το καταλάβαινα από τον τρόπο/ που τα μάτια του γίνονταν/ δυο μωβ πεταλούδες (Μικρή φωλιά περιθωρίου)

Οι δαντέλες αρχαιότητας δίνουν νόημα στο ενδιάμεσό τους, στην παύση που ο νους οφείλει να κάνει για να συνδυάσει την τρυφερότητα, το ρομαντισμό και την ευελιξία του νήματος της δαντέλας, με το παγωμένο μάρμαρο, που υπαινίσσεται η λέξη αρχαιότητα. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι εδώ και μάλιστα, αν βλέπαμε τοπολογικά τη φράση, ακριβώς εκεί όπου του πρέπει. Στο κενό.
Ίσως η ποίηση της Στέλλας Δούμου να μας καλεί και σε πολλαπλές αναγνώσεις, για να αντιληφθούμε τον τόπο στον οποίο βουτά η λέξη, για να ανασύρει κάτι πολύ πιο βαθύ, στο οποίο κανείς έχει τελικά να αναγνωρίσει την προβληματική του υπαρξισμού και την αγωνία που τη συνοδεύει. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στην Προσευχή


Θεέ της γραφής, φύλαγέ με από τα μικρά ζαχαρωτά σπιτάκια/ που μέσα τους θάβομαι ζωντανή γιατί/δεν τολμώ να σπάσω την πόρτα σοκολάτα/ (ή προτιμώ να τη φάω, όπως άλλωστε και το τελευταίο ποίημα που ξέχασα πως έγραψα)

Εάν ο αναγνώστης προσπεράσει αφελώς της λέξη ζαχαρωτά (ζα:haro:τά), λέξη-κλειδί, όπως και τους συνδυασμούς που προκύπτουν εν συνεχεία, δεν θα αντιληφθεί τη σημειολογία των στίχων, στoυς οποίους δίνεται με εξαιρετικό τρόπο η ενόρμηση θανάτου που πραγματώνει την ποίηση και γεννά το ποίημα παρθένο και αθώο. Αυτήν ακριβώς την ιστορία, που εδώ η Δούμου μάς δηλώνει με την επιθετική στοματική πράξη, θα τη διαπιστώσουμε και στο πρώτο ποίημα της συλλογής, όπου ασχολείται με την καταστροφική λειτουργία του στόματος, του βλέμματος και τη μετουσίωσή τους σε Ποίηση που γαληνεύει το ομιλούν υποκείμενο και το εξανθρωπίζει – το καθιστά Άνθρωπο σε θέση να παλέψει με τα φαντάσματα και τις σκιές των όσων του έδωσαν μια πρώτη και ψευδεπίγραφη ταυτότητα:

Το δύστροπο βέλος του εαυτού /ησυχάζει τις νύχτες τούτες/ και δεν φορώ/ κανένα δαχτυλίδι προδοσίας/ στα δάχτυλα/ που άρμεξαν/ τους μικρούς θεούς/ των φυλλωμάτων./ Και /Το ποίημα το ξέρει./ Και γεννιέται ατάραχο. (Nύχτα στον Ελαιώνα)


Φορώ: Φ:oro / Δαχτυλίδι : Δαχτυλ:idi/ φυλλωμάτων: φυλλ:oma:των (βλέμμα και σώμα)
Άρμεξαν: αρ:me:ξαν (στόμα, υγρό και καταβροχθισμένο υποκείμενο)
Δύστροπο: Δύστρ:opo (οπή, άνοιγμα), βέλος: β:elos (υγρό, θάνατος)


Οι παραπάνω αναφορές συνιστούν μόνον ελάχιστα παραδείγματα, για να προσεγγίσουμε το τι ακριβώς συμβαίνει σ’ ένα τόσο πρωτότυπο και μαγικό ποιητικό σύμπαν, το οποίο επιτυγχάνει όχι μόνον να μην είναι παραληρηματικό, αλλά αντιθέτως ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στο αθέατο του τρομακτικού αλλά και υπαρκτού ταυτόχρονα, μετουσιώνοντας ποιητικά και αναβαθμίζοντας την τραγική ανθρώπινη μοίρα∙ φέρνοντάς την δηλαδή στο φως –αυτό είναι άλλωστε το χρέος κάθε δημιουργήματος–, μέσα από αποκαλυπτικές και ιδιαίτερες εικόνες που λειτουργούν διττά: τραβούν το πέπλο της φρίκης αλλά με λεπτότητα. Θα έλεγα ότι η ποίηση της Δούμου είναι τραγικά όμορφη, όπως άλλωστε και η ίδια η ανθρώπινη φύση.

~ /~/~

Ο υπαρξισμός και τα σημαίνοντα της πρώτης συλλογής επιστρέφουν με πολύ πιο έντονο τρόπο και καθαρά υπερρεαλιστικές δομές στη δεύτερη ποιητική συλλογή του βιβλίου. Οι Μέλισσες σφουγγαρίζουν τις κοιλάδες αποτελούνται από μία σειρά ποιημάτων που εστιάζουν στην περιπέτεια της ποίησης και στο εγώ του ποιητή∙ σ΄ έναν εσωτερικό μονόλογο πλήρους συνειδήσεως, που καθιστά τον αναγνώστη μέτοχο της ποιητικής πράξης. Σε ολιγόστιχα ποιήματα, όπως αυτά που ακολουθούν, και με τα οποία ανοίγει και κλείνει η συλλογή αντίστοιχα, έχουμε μία λιτή και άμεση εξομολόγηση

Μάθε με, Λέξη, /να μην σπαρταρώ όταν με κόβεις. / Δικός σου, ο ποιητής

Αν θέλω να μ’ αγαπήσετε για ό,τι γράφω/πρέπει να τραβήξω περόνη μέσα μου.


Ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με το ποίημα και τον εαυτό του. Η φύση είναι παρούσα ως μόνη μάρτυρας του μαρτυρίου, τα συναισθήματα έντονα: θυμός, ειρωνεία, αυτοσαρκασμός. Τα εξωτερικά τοπία μετατρέπονται σε εσωτερικά κι ο ποιητής ταυτίζεται με το σύμπαν, για να εκφράσει το ποιητικό του σύμπαν.

Δεν έχεις εκτίσει ποινές ουρανού/ σαν μελανόμορφη βαρυποινίτισσα/ ούτ’ έλιωσε στο στόμα σου/ κανένας κεραυνός της προκοπής. Μόνο φοβέρες. (Ενδόμυχη βροχή)

Ανήλικη νύχτα άλλου πλανήτη μάλλον /αφού τρώγοντας άστρα ωμά/ βουλιάζει το στόμα και / αποχτούν φτέρωμα/ οι ξεχασμένες κλειδώσεις. (Aurelia)

Ωστόσο μια μακρινή ραφή/ από τους αγγελότοπους ίσαμε / τα μοχθηρά πύρινα λιβάδια/ σπάει σε τόπους τόπους/ σύμμικτη τυραννία εκλύεται –/κλείνει σαν στρείδι και/ ανοίγει σαν λωτός (Σύμμικτη τυραννία)


Η πένα της Δούμου στη δεύτερη συλλογή καρφώνει τo στίχο με πολύ μεγαλύτερη ορμή απ’ ό,τι στην προηγούμενη. Άλλωστε και ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής μαρτυρά ότι οι ήχοι και οι ρυθμοί ανέρχονται σε υψηλότερη κλίμακα. Τα ποιήματα ωστόσο δεν γίνονται σκληρά στην εκφορά τους, απλώς ο ποιητής σταυρώνεται, ευνουχίζεται και κατακερματίζεται για να υπάρξει αναγεννημένος:


Ανάδρομες λέξεις/ ψευδίζουν στο ημίφως. /Ο τελευταίος πυρετός/ μου ’φαγε τα πόδια/
στην οδοντωτή γραφή του ποιήματος./ Σε σκήτη νευρώνων εγκαταβιοί/ χλωροφύλλη ιλίγγου/ κι εκκρεμεί υπόγειο. (Αυτό που περπατούσε ε ί ν α ι)

Είπες: /«Κουμπί κι ασήμι/ σε μαύρη μπέρτα». / Τα είπες όλα εκτός/ φ ε γ γ ά ρ ι. / Κι αυτό ήταν ασυγχώρητο. /Ύστερα σε πήρε η νύχτα και/σε πέρασε στην αλυσίδα που κρεμάει τους ποιητές. / Και δεν τους ξαναβλέπεις πια παρά μόνον/ όταν στο στόμα έχει φυτρώσει ακέραιο το φεγγάρι/ όταν τα μάτια είναι θυμωμένες πλέον παπαρούνες/ κι έχουν στα πισινά τους την τρομερή του Κέρβερου τη δαγκωνιά. (Του σχήματος το ρίγος, Ι)

Συνοψίζοντας, οι Χαμηλές οκτάβες αποτελούν μαθητεία στην οντολογική ποιητική διάσταση, κοινό τόπο πολλών και σημαντικών ποιητών, που όμως κάθε φορά η ποίηση μας καλεί να τον επαναπροσδιορίσουμε και αναπόφευκτα να πάρουμε θέση. Η Δούμου χειρίζεται τη θεματική της με ιδιαίτερα εύστοχο και πρωτότυπο τρόπο, δημιουργεί το προσωπικό της σύμπαν, μας καλεί με αισθητική να το ανακαλύψουμε, ενώ ταυτόχρονα απαντά με «αγένεια» στο ασίγαστο αίτημα της ποίησης. Απροκάλυπτα και με προσταγή:

Γάζωσέ με Τώρα Μαύρε Χρόνε
σ’ έναν ύπνο σηπτικό.

Φωτογραφία: Natalie Panga

www.politeianet.gr/magazines/-periodika-o-farfoulas-teuchos-17-maios-anoixi-kalokairi-2014-233238

.

 

 

 

 

Αφροδίτη Λυμπέρη, Άνοιξη (e-περιοδικό Ποιείν)

Αναβάτης ατίθασης πεταλούδας
εκδρομέας του αγρού
δρασκελίζω στα πέταλά σου
παπαρούνα.
Από σένα παίρνω τους χυμούς
και το κόκκινό σου ρούχο κλέβω
-όχι για να ντύσω την γύμνια μου-
από συνήθεια παρανομώντας
με εαρινή διάθεση
εγώ, αρχηγός των φτερωτών πλασμάτων του υποκόσμου.
Μην με κατηγορήσεις, ω Κάρμεν του Μαγιού.
Πες πως σε πλάνεψε
ο ταυρομάχος αγέρας
σε κάποια βεγγέρα αθώων λουλουδιών
με τις σκάρτες υποσχέσεις του για πρόωρο καλοκαίρι.
Λυπήσου τον βιαστή σου, ανθισμένη Ερινύα
κι αυτός ο τρισκατάρατος
–καρπός μοναδικής ένωσης Χειμώνα και Αβύσσου–
θα σε αφήσει να τον μισήσεις
με αίσθημα
συμβατό
με την ηθική
παπαρούνας.

http://www.poiein.gr/archives/27061/index.html

Αφροδίτη Λυμπέρη, Άνοιξη, από τη συλλογή «Recviem ή η τέχνη της ρέμβης», εκδ. Θράκα 2013

Artwork: Julia Geiser

.

.

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ο ανώνυμος

Slide1

http://www.pella-museum.gr/explore/archaiological-site/dead-city-of-pelle/proistoriko-nekrotafeio

Yπάρχει μια γη με την κοιλιά φουσκωμένη.
Εγκυμονεί τους νεκρούς.
Παίρνουν σιγά σιγά τη στάση του εμβρύου.
Τέλος, τη στάση του βολβού.
Μια άλλη γη που γυρίζει σαν σβούρα
Στα πατώματα των ετών του φωτός.
Μια τρίτη, φθονερός πλανήτης,
Που φέρνει βόλτες μέσα στο κεφάλι σου.
Κι άλλες πολλές που στριφογυρίζουν
Κρεμασμένες στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

.


Μόνο εσύ παραμένεις ακίνητος.
Σε δυο σανίδες καρφωμένος.
Μιλούν για σένα συνεχώς στις οθόνες.
Μα ποιος πατέρας να σε λυπηθεί και ποια μάνα…
Εκεί, εκεί, σε τρώει η έγνοια,
Να περιμένεις ή να δώσεις μια
Και να πηδήσεις από τις σανίδες στο χάος…

Δήμητρα Χριστοδούλου, Ο ανώνυμος, σελ. 89, από τη συλλογή Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Εκδόσεις Πατάκη, 2012

Αrtwork: Joel-Peter Witkin

.

.

 

 

Ιωάννα Μουσελιμίδου, Μυστική διαδρομή

Jo Ann Callis

.

Ακολουθώ ασθμαίνοντας
τους διαδρόμους του ύπνου:
το ουροβόρο ψ στρίβει ολοένα
τις κυψέλες της λευκής κερήθρας
μακριά από τον πυρετό της μέρας.
Χείμαρροι εικόνων ρέουν
στους μαιάνδρους του σεντονιού.


Και να, ξανά και ξανά ένα ψ,
να ξαπλώνει ανάσκελα,
να ξεκλειδώνει τις κόγχες του,
να ξεριζώνει τις ώρες μου.

Ιωάννα Μουσελιμίδου, Μυστική διαδρομή, σελ. 41, από τη συλλογή Ανοίκειος νόστος, Εκδόσεις Ιωλκός 2011

Φωτό: Jo Ann Callis

.

.

 

Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Για όσους δε ξέρουν τέλος τι θα πει

 

κοίτα.
μη χτυπάς
τη νύχτα
πόρτες
άγνωστες
σ’ άγνωστους
δρόμους.


ψυχή
δε θα βρεθεί
για ν’ ανοίξει.


μόνος
μια ζωή
μόνος
θα περιδιαβαίνεις
στο τυχαίο.
μόνος
θα βρίσκεις
διέξοδο
της στιγμής
μόνος
θα τρως τα μούτρα σου
θα καταριέσαι
την μοίρα σου
θα σπαταλιέσαι
στο άδοξο.
μόνος
θα πεθάνεις


θα ξεχαστείς
έχει κι η λήθη
τη δική της
τρέλα.

μονάχα
μη παραμυθιαστείς
κι εσύ
όπως τόσοι και τόσοι
ποιητάδες
πως θα βρεις
μιαν αθανασία
να σε προσμένει.
αυτά είναι
για τα στιχάκια
και για κάτι
ξεχασμένα στους αιώνες
ποιήματα
που δε ξέραν
τέλος
τι θα πει.

Από την ανέκδοτη συλλογή Υπέρ αυτών

Artwork: Isaiah Stephens

.

.

 

 

Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα (Παρουσίαση συλλογής)

 

Κύμα Άλμα

Πλέχει στον κόσμο η ψυχή μου
όρτσα πρίμα η απαντοχή μου
δέκα φουρτούνες και μία κάλμα
πλέχει πανί κουρέλι
πάει ένα κύμα ένα άλμα
κι ούτε κάβους ούτε καβοδέτες θέλει
μόνο ελεύθερη να πλέχει
για την αγάπη του απέραντου
μ’ όψη παιδιού αμάραντου.

Πίνακας: Dick Whitson

.

.

.

.

 Panagiotidis

www.yiorgospanayiotidis.com/2014/05/art-bar.html

 

Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου (e-περιοδικό Θράκα)

 Θράκα

Το 1979 ο Robert Scholes στο έργο του “Fabulation and Metafiction” εισάγει τον όρο υπερμυθοπλασία (surfiction), για να μιλήσει για τα έργα που αποκλίνουν από τον ρεαλισμό και τονίζουν τον ρόλο του συγγραφέα και του αναγνώστη στην δημιουργία και την πρόσληψη της μυθοπλασίας. Για έργα που καταργούν κάθε σύμβαση της αφηγηματολογίας και αναζητούν μιαν ανεξάρτητη ύπαρξη.

Στο βιβλίο της η Ιφιγένειας Σιαφάκα, «Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες», ο ποιητικός λόγος και η σκόπιμη απόκλιση από την καθαρά αφηγηματική γραφή μας ταξιδεύουν στα μονοπάτια του μυστηριακού κόσμου της. .

Ο μαγικός ρεαλισμός με την εικονοποιΐα του και η χρήση πορφυρών χωρίων[1] (purple path) διαπλέκονται με την σταθερή και ιδιότυπη γραφή της, πλέκοντας το υφαντό των ιστοριών της. Η κοινωνική ζωή και δράση περιπλέκεται με το πάθος και την λαγνεία κι όλα αυτά μαζί μεταφέρουν τον υπαρξιακό- ψυχικό κόσμο στις πλεκτάνες του σαθρού και πεπερασμένου σύμπαντος[2].

Μια προσεχτική ανάλυση των δομικών επιλογών της συγγραφέως μπορεί να διευρύνει τον ορίζοντα πρόσληψης των αφηγημάτων, αναδεικνύοντας τα βαθύτερα νοήματα που με την πρώτη ματιά είναι αδύνατο ο αναγνώστης να αντιληφθεί.


Τα λογοπαίγνια και το παιχνίδι του αντικειμένου με τα σημαινόμενα (υπερβατικό σημαινόμενο)- όπως πχ στο απόσπασμα:

«…και τράβηξε ένα μανταλάκι που καλλιεργούσε στο χώμα
μια κουρτίνα με πολύχρωμα λουλούδια…»[3]

-ζωηρεύουν την ανάγνωση αποφεύγοντας τον κίνδυνο του ξερού και επιδεικτικού λόγου.
Εντυπωσιακοί είναι και οι εμβόλιμοι σαρκαστικοί και ειρωνικοί σχολιασμοί των αφηγητών των διαφόρων ιστοριών.

Στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αναμετρηθεί με το αναρχικό πεδίο των λέξεων και με το πηγάδι των πιο μύχιων αναζητήσεών του. Άλλωστε αύτη είναι η ουσία της λογοτεχνίας… μια ατέρμονη αναζήτηση απαντήσεων στα έμμονα ερωτήματά μας…


[1] Με την έννοια της υφολογικής έξαρσης, που κάνει το κείμενο να ξεχωρίζει από τα συμφραζόμενα του.
[2] «Γυρνάς τα έξω μέσα για να κρυφτείς στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο είναι ευρύχωρο για να χωράει το καρπουζοκέφαλο της Τζέρυ», σελ 94
[3] Σελ. 48

Πίνακας: Daniel Carranza

.

.

 

Ηλίας Τσέχος: Διαβάζοντας «To πλεκτό και άλλες πλεκτάνες», αφηΓηματα αναΔρομων πΛεξεων» της Ιφιγένειας Σιαφάκα (e-περιοδικό Στάχτες)

??????????

http://staxtes.com/2003/?p=3691

 Ένα δαιδαλώδες, στρυφνό, έξοδο, βιβλίο-παραμιλητό, ακατάπαυστα υμνωδίες ποιήσεων, γλώσσας οργισμένης στους ορόφους της, στάθμες πυκνών ικανοποιήσεων, αγριεμένα υπέρβαρα ύψη, κάτω από στέγες διόλου πιθανές, γάμοι στις κηδείες, θάνατοι στη ζωή, οι διάλογοι άι στο διάολο, υπέροχα ερείπια ψυχολογίας ίχνη. Το αστράπτον, από δυτικά ανατέλλοντος βιβλίο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και Το τραγούδι του λύγκα (μυθιστόρημα, 2011), μας προτρέπει να καταθέσουμε – πείτε το μας υποχρεώνει– ότι η συγγραφέας κουβαλά ταλέντο ολκής μυθιστοριογράφου στην ελληνική γραμματεία και πέραν.

Η «γλώσσα» της Ιφιγένειας Σιαφάκα, να! τρία μέτρα… ξετυλίγεται πυρρίχιος χορός, άπτερη ανάγκη, αίολο σώμα ψυχής, και κατορθώνει κάτι αξιοθαύμαστο, απίθανο: μας διαβάζει, δεν τη διαβάζουμε! Είμαστε αγράμματοι; Όχι! – αν και οι «απέναντι» εκεί μας οδηγούν. Η γλώσσα λοιπόν! Ανελλιπώς οργανωτική, παράτολμα των γεύσεων, πρωταθλητισμός στα ραφεία, τα πλεκτήρια, τα ξηλώματα, τα βέβαια δηλωμένα αβέβαια∙ ρόλοι αμφιθεατρικά ενδιαφέροντες της γλώσσας σαν θησαυροφυλάκιά της, η γλώσσα και μόνο στη γλώσσα το ενδιαφέρον. Έτσι, διαβάζουμε τη συγγραφέα. Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, με ωραίον στηρικτή υπότιτλο: αφηΓΗματα ανάΔρομων πΛέξεων, αφήνοντας οικόπεδα, πλατείας σημάδια, Στη Γη, των Δρόμων, των Λέξεων.

Πολλοί οι ήρωες. Μπορούσαν να συμπιεστούν σαν ελιές τα ονόματά τους, καταλήγοντας σε ένα και μόνον όνομα ελληνικής καταγωγής, οι άνδρες ως ο Πλεκτός και οι γυναίκες –πληθυντικά– ως οι Πλεκτάνες. Έτσι θα αφανίζονταν οι: Λούκας Στέισον, Φιλς, Χέρμπερτ, Λόλυ, Ποπ, Νάιν, Μπεντ Σόουλ, Φερδινάρδος, Μπιφ, Φρέντυ, Τζίμυ, Γιαν, Τζέρυ, Ερτάν, Ανατόλιο, Ράινε, Νικολάι, Λεό, Αλβέρτος, Μεγάλος Μπουκ, Ρα, Αναστάσιος Τσαμπαρκάκης, κύριος Ο, Οράτιος, Αριστόδημος. Και μετά οι γυναίκες: Μάινς, Τίγκυ, Υβόννη, Βυλά, Χάνα Πέρτον, Έμα, Σύλβια, Νταγιό, Τζέρυ, Μπελ, Έλσα Μάουλντυ, Σάρα, Νόρα, Εύα, Ευτέρπη, Βέρα, Μαριάννα, γρια-Λοχ, Σαζ, κυρία Φρουστ. Και τα σκυλιά: Ποπ, δόκτωρ Ράινε και Φούλιξ – όλες και όλοι εύκολα μπαινοβγαίνοντας στα ποιήματα, διηγήματα, αφηγήματα του βιβλίου, παντού εξομολογητικά, ψιθυριστοί, λέγοντάς μας εδώ, εκεί, μέσα, παράμεσα:

To τρένο οφείλει να είναι ευτυχισμένο/ Oι γυναίκες είναι σπίτια /αμφισβητώ όλους τους διαρρήκτες των βλεμμάτων/Θέλω να παραπλανήσω όλους όσους παρακολουθούσαν τη ζωή μου, έστω και μέσα στο μυαλό τους/Πρώτα τον τρόμο και κατ’ επέκτασιν τη μνήμη/Θεέ των αραχνών!/ «Nαι… Επιμένατε, μητέρα, να πλέκετε ακόμη και μέσα στην μπανιέρα. (…) Ρίχνατε μία καλή, μία ανάποδη και, όταν στη συνέχεια γυρνάγατε τον τοίχο, για να τον πλέξετε κι από την άλλη (…) Αλήθεια, πού έχετε βάλει αυτό το θαυμάσιο Πλεκτό Σας;»

Ας λέγω κι εγώ ο υπογράφων

Η διαιώνιση του είδους
Εκατονταπλασιά τα λάθη μας

 .

.