Τρία κεφάλια.
Ένας άντρας. Μια γυναίκα. Ένα παιδί.
Τρία αλλόκοτα κεφάλια. Ολότελα αποστραγγισμένα από την πύρινη στεφάνη του ήλιου που τους εποπτεύει με το αλλήθωρο μάτι του εδώ και κάμποσες ώρες. Όσες χρειάστηκε να περπατήσουν μέχρι εδώ.
Μπηγμένοι βαθιά στο θάμπωμα του ήλιου σαν ανάποδες πινέζες, οι σκελετοί τους, προβάλλουν από το βάθος του δρόμου σπασμωδικά αλαφροπατώντας στο ξερό χώμα.
Από μακριά φαίνονται σαν φαντάσματα ντυμένα με ξανθές προβιές. Αλλά δεν είναι. Τίποτα δεν είναι. Μοιάζουν με παμπάλαια εξογκώματα. Ένα χέρι εδώ, κάποιο ρούχο που προεξέχει, ένας όγκος που αργοσβήνει και πάλι επανέρχεται στο μπρούτζινο φως του πρωινού.
Τρία κεφάλια που προχωρούν σκυφτά και αλλοπαρμένα δίχως κανένα προορισμό μέσα σ’ αυτό τον παρανοϊκό χαμό της ημέρας. Πρέπει να έχουν περπατήσει κάμποση ώρα γιατί τα πρόσωπά τους είναι βλογιοκομμένα από τον παχύ ιδρώτα και τα μέλη τους τόσο μαλακά από την κούραση που μοιάζουν να έχουν προσαρμοστεί τυχαία και ακαθόριστα πάνω στα κυρτωμένα τους κορμιά.
Ξάφνου σταματούν. Εκείνος ο πέτρινος όγκος που ορθώνεται μπροστά τους με την επιβλητικότητα ενός φυσικού νόμου που σχηματίζει στα ματιά τους μια ορογραφική φυλακή, τους αναγκάζει να σταματήσουν.
Το ξασπρισμένο οξυκόρυφο βουνό κρέμεται από μια κλωστή ουρανού έτοιμο να πέσει. Μπορεί και να έχει πέσει προ πολλού και τώρα δα μόνο την αχνή αντανάκλασή του που προϊστορικού του όγκου να βλέπουν μπροστά τους. Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος;
Από μακριά καθώς προχωρούσαν στον επαρχιακό δρόμο φαινόταν στα μάτια τους σαν ένα τεράστιο εφηβικό σπυρί που ξεπρόβαλε μέσα από τη σκαμμένη γη. Τώρα που είχαν πλησιάσει οι διαστάσεις του διαθλασμένες από το πνιγηρό φως της απλωσιάς του δρόμου του έδιναν έναν τόνο απόκοσμο.
Διονύσης Μαρίνος, Τελευταία πόλη, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2012
Πίνακες: Zdzislaw Beksinski
———————————–