———————————-
Κι όμως την σκέφτομαν.
Φαντάζομαν το εύκορμο σώμα της, μες στην πλαστική συμμετρία του, κ’ εκείνη η ακινησία η άσπιλη των γυμνών αγαλμάτων, λυγίζονταν αρμονικά μες στο πνέμα μου. Μες σε μια νέα πόζα (στο βάθρο της) άλλαζε θέση και κορμοστασιά η Αφροδίτη. Νάτηνα — ανάτελνε! To μάρμαρο το πριν αναίστητο κι άμορφο έφρισσε ότι τέτοιο αχτινοβόλαε έκπαγλο κάλλος! Δε θε να τυφλώνομαν; Θυμήθηκα τον Τειρεσία που έχασε το φως, ιδόντας γυμνή την Παλλάδα! Μπρε-ουστ! κάνω μια και θυμήθηκα τον Σοπενάουερ που σιχαινόταν τους πυροβολισμούς και τις γυναίκες! Σιχαμερά όντα σκέφτηκα. Λεχώνες βρωμάν! Και επίμενα ότι είναι να ξερνάς… γκαστρωμένες!
Και βάλθηκα να τις ξανακοιτάξω ως τις παρίστανε ο αρχαίος —ημών— Ευριπίδης.
Σε μια ένθεη του κορμιού της ανάταση, στήριζε τ’ αγαλματώδικο μπόι της πάνω σε ολοφώτεινες κνήμες. Είχε τόνα της γόνα ημίσπαστο σ’ εξαίσιας μιας σφαιρικότητας κάμψη· είχε τους βραχίονές της ανάκλαστους, πάνω από διάγλυφτους ώμους. Ορθοί, τσιτωτοί, σεινάμενοι, οι μαστοί της εβάραιναν. Σαν δυο δίδυμες σφαίρες αλάβαστρου φουσκολογούσαν στο στήθος της. Σαν δυο κόνδυλοι ερεθισμένοι κ’ υπόμαυροι μούχρωναν των βυζιών της οι ρόγες. Μες στο κατάμαυρο από σκοτάδια φουστάνι της, υψώνονταν —στήλη φωτός— το κορμί της! Έβηξα. Η νύχτα δεν τέλειωνε. Οι άνθρωποι, ο Ευριπίδης, οι Λατινιστές κι ο Σοπενάουερ ας πάαιναν να φαν σκατά και κοκκόρους· οι τόποι, ο χρόνος, πατούσαν σαν θεότυφλα μέσα μου και τράβαγαν έναν δρόμο όλο φλούδες. Έσβεναν χειρονομώντας παράξενα στους κούφιους ουρανούς της ζωής μου…
Γιάννης Σκαρίμπας, Το θείο τραγί, σελ. 39-40, Εκδόσεις Νεφέλη, 1993
Φωτό: Holger Droste, Jeanloup
.
Πίνακας : Federico Garcia Lorca, El Beso – 1927
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροιΠαντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά τουΤου ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
——————————————–