Η Ειρήνη γνώρισε τον άγγελό της δεκατριών χρονών και δύο μηνών. Ήμερα Σάββατο, παραμονή της Σταυροπροσκυνήσεως του σωτηρίου έτους 1913. Την ίδια ώρα είδε και το αίμα της. Κατέβηκε εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς να ανοίξει καμιά πληγή. Ακριβώς τη στιγμή που θύμιαζε τα εικονίσματα και ήταν απορροφημένη από την ωραιότητα του αρχαγγέλου Γαβριήλ. (…)
Κι ενώ το πάνω στόμα της γυναίκας είναι άτριχο και καθαρό, το κάτω έρχεται καιρός όπου σκεπάζεται με μαλακή τρίχα, φουσκώνει και μυρίζει γιατί όλο στα σκοτεινά ζει και μασουλά μόνο τον εαυτό του και ροκανίζει ασταμάτητα όπως το στόμα του λαγού. (…) Και τις νύχτες σου άρεσε, Ειρήνη, να κρατάς απαλά τα χείλη του λαγού και μαζί κλείνατε τα μάτια και μαζί ξυπνούσατε το πρωί. Κι έβγαζες τότε το ζώο για νερό στο περιβόλι κι έβλεπες να τρέχει το νερό σας ζεστό με πολλά σφυρίγματα και τινάγματα και γινόταν ποτάμι, όχι άγριο, μόνο λιγάκι αφρισμένο πάνω στο χώμα. Πόνο όμως δικό σου, μυστικό αίμα και άγγελο Κυρίου οδηγό και φύλακα ποτέ δεν είχες συναντήσει (…)
Εικοσιέξι μέρες πέρασαν από το Σάββατο της Σταυροπροσκυνήσεως ως τη Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα των αγίων παθών, της λόγχης και του ξιδιού. Προς το μεσημέρι και μετά την Ακολουθία των Ωρών, τη στιγμή που η Ειρήνη μαζί με άλλες στόλιζαν τον Επιτάφιο, ένιωσε ξαφνικά επιθυμία για κάτι γλυκό. Οι μυρουδιές από τα τριαντάφυλλα, τα κρινάκια, τα ζουμπούλια, τα άνθη της λεμονιάς και της νεραντζιάς και από τις μισοανθισμένες πασχαλιές ανακατώθηκαν με τη μυρουδιά βανίλιας και καραμέλας και όλη η εκκλησία μύρισε, από το ιερό ως τον γυναικωνίτη, ψημένο αμύγδαλο και κουραμπιέδες. Την ίδια στιγμή είδε η Ειρήνη ψηλά πάνω στο τέμπλο τον άγγελό της να φτερουγίζει, ντυμένος όπως και την πρώτη φορά και να την παρατηρεί με τα μεγάλα του φωτεινά μάτια σκοτεινιασμένα λίγο από τις μακριές του βλεφαρίδες. (…)
Ίσα που πρόλαβε ο άγγελος του Κυρίου και ακούστηκαν φοβεροί και τρομεροί χτύποι στις πόρτες και στα παράθυρα. Έτριξαν τα θεμέλια του σπιτιού, σείστηκαν οι τοίχοι και τα πατώματα πήγαν κι ήρθαν. Και πολλά πιάτα έπεσαν από τα ράφια και συντρίφτηκαν. Και το κουτί της ζάχαρης άνοιξε μόνο του και χυνόταν η ζάχαρη άσπρη και τριζάτη από το ράφι ως το πάτωμα, ενώ ο αέρας γέμισε από τη μυρουδιά της μέντας, της κανέλας και της σοκολάτας. Αυτό ήταν και το τελευταίο που ένιωσε η Ειρήνη προτού λιποθυμήσει στην αγκαλιά του αγγέλου της. Κι όταν (άγνωστο πότε) συνήλθε, της είχε περάσει κάθε πόνος του αίματος και κάθε επιθυμία για γλυκά. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν μέσα στο σκοτάδι. Μονάχα ένα αδιόρατο φως φαινόταν να ξεκινά από το σώμα του αγγέλου και να πλημμυρίζει το δωμάτιο.
Και μέσα σε τούτο το γαλάζιο αχειροποίητο φως είδες, Ειρήνη, ότι κρατούσες στο στόμα σου και έγλειφες ασταμάτητα και πιπίλαγες σαν τα μωρά τον άγγελό σου. Κι εκείνος ο δύστυχος έλιωνε έτσι και λίγνευε, διάφανος σχεδόν, σαν χαρτί από την αδυναμία. (…)
Έτσι πέρασαν τέσσερις ημέρες γλύκας και πόνου. Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, Άγιο Πάσχα και Δευτέρα της Διακαινησίμου. Και όλον ετούτο τον καιρό είχε η Ειρήνη στην κατοχή της και δοκίμαζε, έγλειφε και πιπίλιζε ασταμάτητα τα τρυφερά μέλη του ωραίου και διάφανου αγγέλου της. Κι αν είχε επιθυμία για κάποιο γλυκό του κουταλιού ή του ταψιού, γέμιζε το στόμα της και ευφραινόταν ο ουρανίσκος της από το γλυκό εκείνο. Κι αν ήθελε βερίκοκο με αμύγδαλο και σιρόπι, το είχε αμέσως. Κι αν λαχταρούσε βύσσινο, σοκολάτα, κομπόστα μήλου ή αχλαδιού, σοκολατάκια γεμιστά και σκέτα, τα είχε όλα και τα χόρταινε. Όμως εκείνα τα περίεργα γλυκά του πειρασμού με τα ξενικά ονόματα, τα άγνωστα υλικά και τις ανάμειχτες γεύσεις, η Ειρήνη δεν τα δοκίμασε. Ούτε έφαγε τις καραμέλες με τις γεύσεις των χεριών, των ματιών και των χειλιών, φανερών και μυστικών. Πιθανόν δεν θέλησε ή ίσως να ντράπηκε τον άγγελό της και δεν τόλμησε να του ζητήσει κάτι τέτοιο. Άλλωστε δεν ήταν και πολύ βέβαιη αν θα μπορούσε να της προσφέρει όλες αυτές τις γεύσεις κι έμεινε στα γνωστά. (…)
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Τρία απρόσεκτα διηγήματα (H περίοδος της Ειρήνης), σελ. 13, 14,15, 27, 29, 30, Εκδόσεις Άγρα, 2012
Πίνακες: Laine Bachman, Kay O’ Rourke, Αntoni Mas
—————————————–