Ο θάνατος θά ’ρθει και θά ’χει τα μάτια σου —
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θά ’ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θά ’ρθει και θά ’χει τα μάτια σου.
Θά ’ ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατεβούμε στην άβυσσο βουβοί.
Ένα βράδυ, λίγο πριν από τις εννέα, αποφάσισε πως να τον περιμένει έξω, στο κατώφλι, ήταν δουλοπρεπές. Ναι, θα πήγαινε απλούστατα να του ανοίξει την πόρτα, όταν θα έφθανε, αλλά χωρίς τρεχάλες, ήρεμα και με βαθιές ανάσες, ώστε να μην ξεχνάει ποια ήταν, θα τον περνούσε με αξιοπρέπεια στο σαλόνι.
Εκεί, conversation, κατόπιν πρόταση για ένα φλιτζάνι τσάι. Μια καλή ιδέα θα ήταν να τα είχε ήδη όλα έτοιμα στο σαλόνι, ώστε να μη χρειαζόταν να του εμφανίζεται σε στάση καμαριέρας, κουβαλώντας δίσκους .Ναι, όλα εκεί, τσαγερό με το παλτουδάκι του, φλιτζάνια, γάλα, λεμόνι. Οπότε, στην κατάλληλη στιγμή, θα σηκωνόταν, θα σερβίριζε το τσάι αργά, θα τον ρωτούσε με ευγένεια αν ήθελε γάλα ή λεμόνι.
Δοκιμή. Γάλα ή λεμόνι; Όχι, ερώτηση αποτυχημένη, υπερβολικά ενεργητική, προτεστάντισσα πρόσκοπος. Νέα δοκιμή. Γάλα ή λεμόνι; Nαι, έτσι ήταν καλύτερα. Αξιαγάπητη αλλά ανεξάρτητη.
Όρμησε, όταν χτύπησε το κουδούνι. Αλλά, όταν έφτασε στο βεστιάριο, έκανε μεταβολή. Είχε σκουπίσει καλά την πούδρα; Επέστρεψε στο σαλόνι, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάζοντας δίχως να βλέπει. Το αίμα βούιζε στ’ αυτιά της, τελικά το αποφάσισε, έτρεξε, παρά λίγο να πέσει, άνοιξε την πόρτα. Πώς είσθε; τον ρώτησε με φυσικότητα τραγουδιστή όπερας που παίζει πρόζα.
.
.
Αναπνέοντας με δυσκολία, προχώρησε πρώτη. Μ’ ένα ακούνητο χαμόγελο πάνω στα χείλη της, του έδειξε μια πολυθρόνα, κάθισε με τη σειρά της, κατέβασε σεμνά τη φούστα της, περίμενε. Άραγε γιατί δεν της μιλούσε; Μήπως δεν του είχε αρέσει; Μπορεί να είχανε μείνει πούδρες.Έφερε το χέρι της στη μύτη της, ένιωθε στερημένη από γοητεία. Να μιλούσε; Η φωνή της θα έβγαινε βραχνή και, αν την καθάριζε τώρα, θα έκανε έναν φοβερό θόρυβο. Δεν υποψιαζόταν ότι αυτός λάτρευε την αδεξιότητά της και έμενε σιωπηλός, για να την κάνει να διαρκέσει.
Με τρεμάμενα χείλη, του πρότεινε ένα φλιτζάνι τσάι. Δέχτηκε με απάθεια. Χωρίς φυσικότητα, με φλογισμένα μάγουλα, έχυσε το τσάι στο τραπεζάκι, στα πιατάκια, και ως μέσα στα φλιτζάνια, ζήτησε συγγνώμην, του έτεινε κατόπιν με το ένα χέρι τη γαλατιέρα και με το άλλο τις ροδέλες του λεμονιού. Γάλα ή λερώνει; τον ρώτησε. Του ξέφυγε ένα γέλιο, και τόλμησε να τον κοιτάξει. Χαμογέλασε και της άπλωσε τα χέρια.
Τα πήρε, και λύγισε τα γόνατα μπροστά της. Από έμπνευση, λύγισε το γόνατο μπροστά του, και τόσο λεπτά που αναποδογύρισε την τσαγιέρα, τα φλιτζάνια, τη γαλατιέρα και όλες τις ροδέλες του λεμονιού. Γονατισμένοι, χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον, με εκτυφλωτικά δόντια, δόντια της νιότης. Γονατισμένοι, ήταν γελοίοι, ήταν περήφανοι και ωραίοι, και ήταν υπέροχη η ζωή.
Αλμπέρ Κοέν, Η ωραία του Κυρίου, κεφ. 45, σελ. 366-367, μτφρ: I. Xατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1990
Φωτό: Carmen dell’ Orefice, Rodney Smith, Christopher Lowel, Sarah Moon, Thomas Barbey, Wayne F. Miller