RSS

Γιώργος Δουατζής, Ο μουσουργός

03 Apr

Ήταν μία από τις μοναχικές μεσημεριάτικες βόλτες του Σαββάτου στην καρδιά του Λονδίνου. Το αλκοόλ που κυκλοφορούσε ακόμα στο αίμα μου από το γερό μεθύσι της προηγουμένης −κατά παράβαση της δέσμευσής μου να μην πίνω παρά μονάχα τα Σαββατοκύριακα− εξακολουθούσε να με κρατάει σε συναισθηματική διέγερση. Ασυναίσθητα, στάθηκα σε μια βιτρίνα καταστήματος που πουλούσε πιάνα. Κι αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η φωνή της. Πεντακάθαρη σαν να ήταν δίπλα μου: «Έλα, Αλέξανδρέ μου, παίξε το τελευταίο τραγουδάκι που έμαθες. Δείξε μας πώς παίζεις πιάνο». Έβαλα τις παλάμες σφιχτά στα αυτιά μου. Η επίκληση της μητέρας μου εφιαλτική, επαναλαμβανόταν, τρυπούσε το μυαλό μου, διαπερνούσε τα σωθικά. Άρχισα να ουρλιάζω: «Φύγε επί τέλους. Γιατί με βασανίζεις πια; Φύγε. Δεν θέλω να υπάρχω πια για σένα. Φύγε, σου λέω».
Κατέβασα τα χέρια μου και συνειδητοποίησα ότι οι περαστικοί είχαν κοντοσταθεί και με κοίταζαν απορημένοι. Τους έστειλα ένα θυμωμένο βλέμμα και τους είδα να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Μετά από τούτο το ξέσπασμα, με κατέκλυσε ένα κύμα ηρεμίας. Σαν να είχα λύσει οριστικά τους λογαριασμούς μου με ένα αιχμηρό παρελθόν, σβήνοντας ένα πολύ ενοχλητικό σημάδι του. Γύρισα και πάλι τη ματιά μου στη βιτρίνα με τα πιάνα. Τα κοίταζα σαν έργα τέχνης, έτσι σιωπηλά που ήταν εκτεθειμένα, όμορφα, στιλπνά, σε αναμονή για να πάρουν ζωή από τα χέρια ενός καλλιτέχνη… Από τα χέρια μου; Από τα δικά μου χέρια;
Με έπιασε τρεμούλα. Ακίνητος τα κοίταζα, με την καρδιά μου να χτυπάει σε ξέφρενο ρυθμό. Όπως συναντάς ξαφνικά μετά από καιρό τον πρώτο ανικανοποίητο έρωτά σου, που τον απαρνήθηκες και είσαι φορτωμένος ενοχές. Σαν υπνωτισμένος μπήκα στο κατάστημα, δεν είπα ούτε καλημέρα στον ευγενέστατο υπάλληλο που ήρθε προς το μέρος μου, και κάθισα στο σκαμνάκι που βρισκόταν μπροστά από ένα πανέμορφο πιάνο με ουρά. Γύρισα το σκαμνί στον άξονά του να έρθει στο ύψος που ήθελα. Κάθισα, και το μυαλό μου γύρισε δεκαετίες πίσω, όταν τα παιδικά μου πόδια δεν έφταναν τα πεντάλ του πιάνου παρ’ ότι ρύθμιζα το σκαμνάκι στο χαμηλότερο σημείο. Άνοιξα με τρεμάμενα χέρια το καπάκι κι ακούμπησα τα χέρια μου στην ταστιέρα, άγγιξα με δέος και σεβασμό τα κόκαλα και πάτησα ελαφρά με το αριστερό μου πόδι τη σουρντίνα. Αναρωτήθηκα: Τι θα κάνω τώρα με τούτα τα ογδόντα οχτώ;
Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι σκεφτόμουν με πιανιστικούς όρους. Αυτούς που μου εξηγούσε ο καθηγητής μου στο πρώτο μάθημα πιάνου, όταν ήμουν παιδί: «Το πρώτο πιάνο εφευρέθηκε το 1711 από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι. Ανήκει στα χορδόφωνα ή πληκτροφόρα όργανα. Η επιφάνεια με τα πλήκτρα λέγεται ταστιέρα, όπως λέμε τάστα την επιφάνεια με τις χορδές στην κιθάρα. Σουρντίνα ή ούνα κόρντα λέμε το αριστερό πεντάλ που το πατάς για να μειωθεί η ένταση του ήχου. Κόκαλα λέμε τα πλήκτρα, διότι παλαιά έφτιαχναν τα πενήντα δύο λευκά πλήκτρα από ελεφαντόδοντο και τα τριάντα έξι μαύρα από ξύλο εβένου. Με τον καιρό τα λευκά κιτρίνιζαν και μάλιστα υπήρχε η έκφραση αυτός κιτρίνισε σαν τα κόκαλα του πιάνου. Αργότερα, όταν απαγορεύτηκε το κυνήγι των ελεφάντων, τα πλήκτρα αντικαταστάθηκαν με πλαστικά. Τα ογδόντα οχτώ σημαίνουν το πιάνο επειδή έχει ογδόντα οχτώ πλήκτρα».
Η επιστροφή αυτή μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Άρχισα να παίζω, στην αρχή αργά και αμέσως μετά με μεγάλη ένταση στα όρια της μανίας. Χτυπούσα τα πλήκτρα, κι ο ήχος με ταξίδευε κι έφευγα, έφευγα, ώσπου χάθηκαν χώρος και χρόνος. Ζούσα μια μορφή εξαΰλωσης, σαν να βυθιζόμουν στο αδιάστατο άπειρο. Περιέργως δεν τόλμησε να με διακόψει κανείς από τους υπαλλήλους. Πλημμύρισε δυνατούς ήχους το κατάστημα, υπάλληλοι και πελάτες με κοιτούσαν έκπληκτοι κι εγώ συνέχισα να παίζω με τα δάκρυά μου να πέφτουν πάνω στα πλήκτρα. Δεν ξέρω πόση διάρκεια είχε αυτό το… πέταγμα. Σταμάτησα να παίζω, σηκώθηκα απότομα και, πνιγμένος στους λυγμούς, βγήκα τρέχοντας από το κατάστημα στον απόηχο των χειροκροτημάτων των υπαλλήλων και των πελατών. Σίγουρα θα με πέρασαν για τρελό. Περπατούσα γρήγορα, σχεδόν έτρεχα. Περιπλανήθηκα με τις ώρες στους δρόμους κι έφτασα πεζός στο σπίτι μου, με τη βροχή να πέφτει αδιάκοπα. Βροχή καθαρτήρια. Ένιωσα να ξαναγεννιέμαι.

Γιώργος Δουατζής, Ο μουσουργός, μυθιστόρημα, εκδόσεις Στίξις, 2017

Artwork: Chiharu Shiota

.

.

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: