RSS

Daily Archives: 20/08/2014

Στρατής Χαβιαράς, Τι απέγινε η περίφημη γοητεία του τζίτζικα;

 Δεκαεφτά χρόνια ώσπου να γεννηθείς, πέντε βδομάδες για να ζήσεις… Λένε πως ο τζίτζικας Magis Septendecim ζει μονάχα πέντε-έξι εβδομάδες αφότου ξεμυτίσει απ’ την κρυψώνα όπου δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια προετοίμαζε τη σύντομη ζωή του. Πριν ακόμα ξημερώσει, οι νεαρές νύμφες τινάζουν τη σκόνη απ’ τις φτερούγες τους και σκαρφαλώνουν σ’ όποιο δέντρο βρουν μπροστά τους, για να διαπρέψουν, να παντρευτούν και να γεννοβολήσουν προτού να είναι αργά. Νάσου και τα αρσενικά κιόλας εκεί να τις περιμένουν, τούτη την πρώτη καλοκαιριάτικη μέρα της ζωής τους, συνθέτοντας θορυβώδικους παιάνες, προθαλάμια και έπη για γενεές και γενεές ηρώων, ή σκαλίζοντας πανέμορφα γλυπτά σε οξιές που θα ζήσουν αιώνες. Δεν περνούν όμως λίγες μέρες και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αυγά και ψοφάνε ενώ τ’ αρσενικά μοιρολογάνε αδιάκοπα. Σύντομα βέβαια θα ψοφήσουν κι αυτά με μια αίσθηση απορίας που χάθηκε κιόλας η περίφημη γοητεία του τζίτζικα, η περίφημη ελπίδα. Εγώ ο ίδιος, καθισμένος στο παράθυρό μου, πληκτρολογώ ρα-τα-τα-τα τις σκέψεις μου επί του θέματος, κατηγορώντας πάντοτε τους άλλους για τις δικές μου αδυναμίες, φυγομαχίες και παταγώδεις αποτυχίες. Αν το έργο βγει μέτριο, τότε φταίνε τα εργαλεία – η σμίλη δε μιλούσε αγγλικά, ούτε η σφύρα ελληνικά… Η μέρα σβήνει, μια δροσερή βροχή πέφτει αδιάκοπα ως την αυγή μουσκεύοντας τα δέντρα και τους κήπους. Με το πρώτο φως του πρωινού φροντίζω τα φυτά, σφουγγίζοντας τις άγουρες ντομάτες στις ντοματιές με χαρτοπετσέτες, προτού πιάσει η μεσημεριάτικη ζέστη και κάνει τις στάλες να βράσουν. Άλογα σέρνουν το άρμα του ήλιου μέσα απ’ τα σύννεφα στο πρώτο ξέφωτο του πρωινού. Ατέλειωτη η εργάσιμη μέρα κι η νύχτα γεμάτη μισθωτούς σπιούνους και φονιάδες. Ο ήλιος του δικαίου και η σελήνη του έρωτα λάμπουν στον ουρανό με περίσσεια αθωότητα, μέχρι ν’ αποδειχθεί η ενοχή τους.

Πηγή: Eταιρεία Συγγραφέων

Φωτό: Janet Matthews

 

 

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Ο χρόνος γλιστράει

.

Στην άσφαλτο και το τσιμέντο
Γραμμή και τσούρμο
Δεν έχει αλλού
Χρόνια εδώ και τώρα η λύση
Με χέρια στα γράσσα και το χαρτονόμισμα
Ανειδίκευτος μερακλωμένος
Ακόμη πηδάει κατσίκι στα βράχια του εγκεφάλου
Όλοι μαζί βάζοντας τον ώμο και λίγη τύχη
Μικρομάγαζα εξελισσόμενα με φαντασία
Και λίγο πιο πέρα μπακάλικα ψιλικά καπνοπωλεία
Ιδιοκτήτες με το κεφάλι σε σπίτι
Φεύγει ο χρόνος πατικωμένος
Με ιδρώτα σφιγμένα δόντια λάδια και πίσσα
Με μια γεύση μαγνήτη στο στόμα
Μάτσο χαρτιά στα χέρια
Καταθέσεις λέξεων που κάηκαν και στάχτη καταρρέει
Αμφίδρομος τροφοδότης
Με το μανιφέστο στη σάκκα
Θάβω νεκρούς και μεροκάματο
Ο χρόνος μ’ ένα κάψιμο στα μάτια γλιστράει

Ποίηση ’81, Θανάσης Νιάρχος, Αντώνης Φωστιέρης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1982

Artwork: Andre Govia

 

Θεώνη Κοτίνη

.

Ο καπνός γεμίζει το στήθος μου
Κι εκπνέει
Επίμονη σκέψη
Αποταμιευμένη σε κίτρινο νύχι
Ανεβαίνει αργά στο ταβάνι
Ύλη ενός χρόνου τοξικού
Έρπει παντού στο δωμάτιο
Αμβλύς
Σαν τύψη που ξεθύμανε πια
Κρατώ στα δάχτυλά μου το τσιγάρο
Παράγω μια θαλπωρή δέκα λεπτών
Μέχρι τη στάχτη
Στα ρούχα στα μαλλιά
Η τέφρα ενός πυροτεχνήματος
Που επιχειρεί
ίσως κάποια συμφιλίωση
Μετρώ τ΄ αποτσίγαρα στο τασάκι
Αποσιωπήσεις μιας ακόμα απόπειρας
Να βραδύνω το μέλλον
Καπνίζω όπως πατάς τη σκανδάλη
Ελπίζοντας πως αν όχι σ΄ αυτό
Τότε στο επόμενο τσιγάρο
Θα σημαδέψω μια ολόκληρη λύπη
Βαθιά στον πνεύμονα
Και δεν θ΄ αστοχήσω

Ανίδεοι πάλι, Εκδόσεις Πλανόδιον, 2006

Φωτό: René Groebli

.

.

.

.

 

Γιάννης Πατίλης, Αργώ

.

Για ένα πακέτο τσιγάρα
Μια μπύρα το απόγευμα έξω απ’ τον Ορχομενό
Μια σκονισμένη δύση ανάμεσα σε δυο πούλμαν
Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις αναγνώστη
Ρουτίνα οι Συμπληγάδες κι οι Σειρήνες
Ο Ορφέας ένα σκυλάδικο εν περιλήψει
Η σκύλα και η Χάρυβδη μια πλήξη
Κι ο Πολυδεύκης συνοικιακή σχολή καράτε
Μόνο μια κούραση όπως κάθε εργαζόμενος
Που αναχωρεί πρώτη και δεκαπέντε από την Κολχίδα
Του Χρυσόμαλλου Δέρατος χαϊδεύοντας μικρά αναμνηστικά
Θα είμαι εκεί που μ’ άφησες την τελευταία φορά
Προσωρινά κατάκοπο ανάμεσα σε δυο ακόμη άθλους
Καθώς στα έπιπλα μια μετακόμισης που φθίνει
Εξαιρουμένης της καρέκλας σου που φυσικά
Κανείς πλέον δεν κινδυνεύεις να σ’ την πάρει
Όπως πολύ αν θυμάσαι φοβήθηκες παλιά
Όταν απρόσκλητο με είδες ξαφνικά να μπαίνω στο σαλόνι
Εκδικητής
Με μαυρισμένο βλέμμα μονοσάνδαλος αλήτης

Φωτό: Martin Waldbauer

 

Αλέξης Πανσέληνος, Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια

Η πόλη των κορφών. Με το παλιό κάστρο σκαλωμένο ψηλά στα βράχια, με το φυσικό λιμάνι στα πόδια της, περήφανη δείχνει στα σκαριά που ρχονται να δέσουν, τα τείχη, τους τρούλους, τα πιο ψηλά από τα κτίριά της. Τα νερά γλείφουν την ακτή και πίσω από το φράχτη των κυπαρισσιών, λιόδεντρα ασημίζουν στο φως του πρωινού. Τα γυμνά ξάρτια των αραγμένων καραβιών θυμίζουν χειμωνιάτικο δάσος. Στο κέντρο δένουν τα εμπορικά κι από κει ξεκινά μια σειρά φορτωμένα κάρα που ανηφορίζουν προς τη δημοσιά. Ανάμεσα στις γυαλιστερές κάνες των πυροβόλων, με τα όπλα στον ώμο βηματίζουν οι σκοπιές ψηλά στο φρούριο. Τα γλαροπούλια κάθε τόσο ξεχωρίζουν ψάρι και βουτάνε. Στην άκρη του μώλου τα παιδιά ψαρεύουνε με το καλάμι κι ακούγονται ζητωκραυγές καθώς η λεία αστράφτει στον αέρα. Στις άκριες, αριστερά και δεξιά, δένουν τα ρώσικα και τα τούρκικα καράβια, δυο τρίκροτα, οκτώ γολέτες. Έξω από το λιμάνι, σε ακτίνα ενός με δύο μίλια, άλλα τρία τούρκικα με τα μισά πανιά ανοιγμένα περιπολούν. Κάθε πλεούμενο που μπαίνει ή βγαίνει, ελέγχεται κάτω από τα ξέσκεπα κανόνια τους.

Το ψαράδικο που ερχόταν από την απέναντι ακτή πέρασε τον έλεγχο στην απόσταση που έφταναν τα πυροβόλα του φρούριου κι αμέσως δόθηκε σινιάλο πως το πλεούμενο είναι εντάξει. Πάνω απ’ το κατάστρωμα της γολέτας τους οι Τούρκοι αρκέστηκαν να κοιτάξουν την ψαριά μέσα στα κοφίνια.
Γερμένος στα σκοινιά κοιτούσε ο Γερουλάνος, καθώς γλιστρούσανε στ’ ακίνητα νερά, κοπάδια αφρόψαρα που έπαιζαν περνώντας κάτω απ’ την καρίνα. Από τη στεριά, κάνοντας τα χέρια χωνί, κάποιος ψηλόσωμος άντρας με τις βράκες τραβηγμένες στα γόνατα, τους φώναξε να δέσουνε μπροστά από ένα μακρόστενο δικάταρτο που ξεφόρτωνε στα κάρα δέματα με λαγοτόμαρα, βαρέλια με βαφές και θεόρατες μπάλες μπαμπάκι κι αρτινό λινάρι.
Οι ψαράδες έπλεναν τα σανίδια ρίχνοντας κουβάδες με θαλασσινό νερό. ό,τι απέμενε από τις επιμελητείες των συμμάχων, που πρώτες διάλεγαν, θα ξεπουλιόταν σε μια ώρα μέσα: η πόλη δοκιμαζόταν από πείνα και πάλι. Έβγαλε τα παπούτσια ο Γερουλάνος να ‘ναι έτοιμος κι έστρεψε μια τελευταία φορά στον καραβοκύρη. «Κατευόδιο σιορ Νίκωνα», τον χαιρέτησε αυτός.
Καθώς άγγιζε η πλώρη την αμμουδιά, πήδησε στα ρηχά ζεστά νερά και βγήκε γοργά. Κάποιος πέταξε από μέσα τον μικρό του γιούκο, δεμένον γερά στην κορφή. Τον έπιασε στον αέρα και γύρισε για την ανηφοριά. Είχε μείνει μια βδομάδα αξούριστος κι έζεχνε ψαρίλα. Κατάσαρκα μέσα από το αντερί του αισθανόταν πάντα το σφραγισμένο γράμμα. Όμως, μ’ όλη τη βιασύνη, ούτε που περνούσε από το νου του να παρουσιαστεί σ’ αυτά τα χάλια.
Φτάνοντας στο δρόμο πάνω, αντίκρισε τη φορτέτσα και στις πολεμίστρες τις δυο συμμαχικές σημαίες να πλαταγίζουν στον αέρα. Έφτυσε καταγής. (…)

Αλέξης Πανσέληνος, Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2012

Πίνακας: Nικόλαος Λύτρας

.

.

 

Πρόδρομος Μάρκογλου, Η απόρριψη

Άνοιξα την μπαλκονόπορτα. Το φεγγάρι ολόκληρο στη μέση του ουρανού. Ένα άσπρο φως γύμνωνε. Η πόλη γλιστρούσε μέσα σε πάγο. Πνοή ανέμου δεν υπήρχε στα πεύκα που λούφαζαν σκοτεινά στον κήπο. Η ζέστη φοβερή. Μακρινές φωνές μόνο από τη θάλασσα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Βαθιά στη νύχτα ακούστηκε το ρολόι του άγιου Παύλου να χτυπά. Πέρασα το βράδυ στον θερινό κινηματογράφο Ροδόπη. Κάπνιζα ξαπλωμένος στην πάνινη πολυθρόνα, παρακολουθώντας ένα γαλλικό φιλμ. Σχεδόν αδιάφορο. Μόνο η ηθοποιός που υποδυόταν την ηρωίδα είχε μια σπάνια ακτινοβολία. Τα γυμνά της μέλη μετάδιναν μια θέρμη που διαπερνούσε όλη την ταινία. Αυτά δυνάμωναν με τις μεγάλες ικανότητες του φωτογράφου. Ο μύθος ασήμαντος. Η κοπέλα, πρώην χορεύτρια, βρίσκεται σε άσυλο ψυχοπαθών. Βλέπει ένα όνειρο για μια θάλασσα θερμή. Δραπετεύει και φτάνει με οτοστόπ στη θάλασσα. Σε ερημική ακρογιαλιά. Εκεί συναντά ένα νέο, κι αυτός έχει φτάσει κυνηγημένος μετά από μιαν αποτυχημένη ληστεία. Ακολουθούν μέρες ερωτικού πάθους. Τέλος, η κοπέλα οδηγείται σε αποτυχημένη προσπάθεια αυτοκτονίας. Ο νέος την διασώζει, αλλά πνίγεται και το σώμα του εξαφανίζεται στην άγρια θάλασσα. Η νέα επιστρέφει στο άσυλο. Κι όλα είναι σαν να μην υπήρξαν. Φαντασίωση. Έτσι της λένε. Όμως η Ζαν-Μαρί, καθώς κοιτά το πρόσωπό της στον καθρέφτη, βλέπει, για πρώτη φορά, μια λεπτή χρυσή αλυσίδα στο λαιμό της. Εμείς οι θεατές ξέρουμε πως την είχε περάσει εκεί στο λαιμό, ενώ αυτή κοιμόταν, την τελευταία νύχτα ο νέος.

Παρακολουθώντας λοιπόν αυτό το φιλμ και βυθισμένος στη γοητεία της Ζαν-Μαρί, κάθισε δίπλα μου η Ρόη. Την κοιτούσα. Εκείνη παρακολουθούσε την εξέλιξη στην οθόνη. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση. Τραβηγμένα στο πρόσωπο τα χαρακτηριστικά τώρα. Ίσως περισσότερο μελαχρινή. Τα μαλλιά όπως παλιά δεμένα πίσω. Μεγάλη, χοντρή πλεξούδα. Κάποιες χρονιές συμμαθητές στο γυμνάσιο. Κοπέλα με ζωντάνια μεγάλη. Είχε ζεστή φωνή με σπάνια για την εποχή άρθρωση λόγου. Από οικογένεια καπνεργατών. Άφησε τότε το σχολείο. Έφυγε μ’ ένα φαντάρο. Μουσικός αυτός, πέρασε τη θητεία του στον τοπικό ραδιοσταθμό του στρατού. Έφυγε να γίνει ηθοποιός. Μετά από χρόνια είδα δυο φιλμ όπου είχε πάρει μέρος με τ’ όνομα Ρόη Ροδή. Κακός κινηματογράφος. Μιαν άλλη φορά. Πέρασε απ’ την πόλη μας μ’ ένα φιλόδοξο θίασο νέων.
Ανέβασαν για δυο μέρες το έργο του Ο’ Κέιζι Το αλέτρι και τα άστρα. Παρακολουθώντας το έργο : «Ίσως η Ρόη με κάποια φροντίδα, με κάποια πειθαρχία, να γίνει ηθοποιός. Έχει μια θέληση που διαρρέει», έγραψα τότε στην εφημερίδα Πρωινός Ταχυδρόμος. Εξαίροντας την προσπάθεια των νέων ηθοποιών, σημείωνα πως ήταν φυσικό το βάρος του έργου να ήταν δυσανάλογο για τις τρυφερές τους πλάτες. Χάθηκαν τα ίχνη της μετά. Κάποτε άκουσα πως θέλησε ν’ αυτοκτονήσει. Έμεινε σε άσυλο για ένα διάστημα. Φήμες χωρίς επιβεβαίωση, όπως συμβαίνει στην επαρχία. Πέρασαν χρόνια και την ξέχασα. Ενοχλήθηκε από το επίμονο κοίταγμά μου. Γύρισε, μου έριξε μιαν αυστηρή ματιά. Στο πρόσωπο κάτι θαμπό σαν στάχτη έπεφτε. Δε με γνώρισε. (…)

Πρόδρομος Μάρκογλου, Η απόρριψη, από τη συλλογή διηγημάτων Σταθερή απώλεια, Εκδόσεις Νεφέλη, 2001

Πίνακας: Kenton Nelson

.

.