RSS

Monthly Archives: September 2014

Εύα Στάμου, Η επέλαση της ρoζ λογοτεχνίας

Θα άξιζε, τέλος, ν’ αναφερθούμε επιγραμματικά σε ένα είδος που, σε πρώτη ματιά, φαίνεται ίσως να διαφεύγει από τις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις. Πρόκειται για την κατηγορία που απαρτίζουν τίτλοι με θέμα την Τουρκία και φόντο τις γειτονιές της Πόλης, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια κατέκλυσαν την ελληνική αγορά. Τα αίτια και η λογική των βιβλίων αυτών, πάρα τις όποιες διαφορές στο σκηνικό τους διάκοσμο, είναι ίδια με των κειμένων που αναλύσαμε. Πρώτον, συνδέονται άρρηκτα με τη ροζ κουλτούρα, και μάλιστα με τρόπο πασιφανή, καθότι παράγωγα μιας τηλεοπτικής «μόδας». Πρόκειται για βιβλία που δημιουργήθηκαν με αφορμή την επιτυχία των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών και στο τηλεοπτικό κοινό κατεξοχήν απευθύνονται.

Δεύτερον, το ζητούμενο είναι, και στη δική τους περίπτωση, η «απόδραση» από την πραγματικότητα∙ στα διεθνή ρομάντζα αυτό επιτυγχάνεται με περιγραφές πολυτελών χώρων και υπερατλαντικών ταξιδιών, στα βιβλία με θέμα την Κωνσταντινούπολη με το ταξίδι στο χρόνο και τη μεταφορά σ’ ένα «εξιδανικευμένο» παρελθόν, όπου και πάλι, ωστόσο, αναπαράγονται οι στερεοτυπικοί ρόλοι: η αθώα, όμορφη νεαρή, η δολοπλόκα αντίπαλός της, ο ισχυρός, γοητευτικός άντρας, που αποτελεί το μήλο της έριδος, και οι υπόλοιποι εύκολα αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες της ροζ κουλτούρας.

Εύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, σελ. 60-61, Εκδόσεις GUTENBERG, 2014

Πίνακας: Erika Yamashiro

.

.

 

Arthur Schopenhauer, Περί ανάγνωσης και βιβλίων

Υπάρχουν δύο είδη ιστορίας – η ιστορία της πολιτικής και η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η μία είναι η ιστορία της βούλησης, η άλλη η ιστορία της νόησης. Ως εκ τούτου, η πρώτη εμπνέει πάντοτε ανησυχία, αν όχι τρόμο: απειλές, αγωνίες, απάτες και αποτρόπαιοι φόνοι, κατά κόρον. Αντίθετα, η άλλη είναι σε όλες της τις εκφάνσεις ιλαρή και αμέριμνη, όπως η απομονωμένη νόηση, ακόμα και όταν τυχόν αποτυπώνει λαθεμένες διαδρομές. Ο κύριος κλάδος της είναι η ιστορία της φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι το θεμελιώδες μπάσο της, το οποίο συνηχεί ακόμα και στο άλλο ιστορικό είδος, όπου κατευθύνει επίσης τη σκέψη∙ αλλά αυτή είναι που κυβερνά τον κόσμο. Επομένως, εφόσον κατανοηθεί σωστά, η φιλοσοφία είναι κατά βάθος η πιο ισχυρή υλική δύναμη, έστω και αν έχει εξαιρετικά αργή δράση.

Arthur Schopenhauer, Περί ανάγνωσης και βιβλίων, Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση, σελ. 19-20, μτφρ.: Γιάννης Καλιφατίδης, Εκδόσεις Άγρα, Ο άτακτος λαγός, 10, Σειρά Β’.

Πίνακας: Armen Gasparian

.

.

 

Eύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας

Στο Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς πρωταγωνιστεί μία συνηθισμένη Αγγλίδα μικροαστικής καταγωγής που προσπαθεί να κάνει καριέρα σε εκδοτικό οίκο. Εκεί, αντιμετωπίζει ποικίλα εμπόδια επιστρατεύοντας την υπομονή, την πονηριά και το χιούμορ της. Η Μπρίτζετ, που, από άποψης εμφάνισης, ταλέντου και σπουδών, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο –έτσι ώστε η μέση εργαζόμενη γυναίκα να μπορεί να ταυτιστεί μαζί της με ευκολία, νιώθοντας ίση ή ανώτερή της –, κρατά ένα καθημερινό ημερολόγιο, όπου σημειώνει, με θρησκευτική ευλάβεια, σχόλια για τα θέματα που η συγγραφέας θεωρεί ότι απασχολούν εκατομμύρια γυναίκες με κοινό τρόπο ζωής και παρόμοιες επιδιώξεις: τη δίαιτα και τα κιλά της, τον αριθμό των τσιγάρων που κάπνισε και των ποτηριών αλκοόλ που κατανάλωσε, τα πάρτι στα οποία παρευρέθηκε, τα ρούχα και τους άντρες που δοκίμασε. Το γεγονός ότι στο τέλος του ρομάντζου η Μπρίτζετ κατακτά τον άντρα των ονείρων της οφείλεται περισσότερο στην απίστευτη καλοσύνη, στην εκπληκτική αθωότητα, στην ανεξήγητη αύρα ελκυστικότητας (το sex appeal) που ακτινοβολεί και φυσικά στη θεά Τύχη, και λιγότερο στην ευφυΐα, στο ταλέντο ή στην ομορφιά της. Το μήνυμα είναι σαφές: Με όπλα την επιμονή, τη σκληρή δουλειά, την ευτράπελη διάθεση και τη γλυκιά αθωότητα που αναζητούν οι άντρες στις γυναίκες, μπορείς κι εσύ να πετύχεις το στόχο: να παντρευτείς τον ιδανικό άντρα. Δεν χρειάζεται να έχεις ταλέντα και γνώσεις, να καταγίνεσαι με κάποια σοβαρή εργασία ή να μοιάζεις με μοντέλο. Όλα είναι δυνατά, αρκεί να πιστέψεις στον εαυτό σου – και στο «παραμύθι» των ροζ βιβλίων.

Eύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, Δοκίμιο για την ευδοκίμηση μιας μορφής αφηγηματικού λόγου, σελ. 48-49, Εκδόσεις GUTENBERG, 2014

Πίνακας: Erika Yamashiro

.

.

 

 

Ελένη Μαρινάκη, Πίσω από την κάμερα

..

.

Σπάνιες οι εκδρομές μας
με την οικογένεια.


Άνοιξη πρώιμη
με λίγο καλοκαίρι
στις γωνίες.


Έγχρωμο το χαμόγελο
της μητέρας,
λινή αράχνη υφαίνει το παρόν.
Γκρίζα ντυμένος ο πατέρας
μοιάζει λιγάκι με το άγαλμα
που στέκει δίπλα του.
Γελά ο αδελφός μου
παιδί ακόμα.


Κι εγώ, πίσω από την κάμερα
γράφω μια έκθεση για τη ζωή,
με λίγα λόγια απαθανατίζω το μέλλον
που έρχεται τρέχοντας

Φωτό: Brigitte Carnochar

Πηγή: Ποιείν

 

Χρήστος Τουμανίδης, χαϊκού

.

.

Στέκω μπροστά σου
τρεμάμενος γίγαντας
μαργαρίτα μου.

Χρήστος Τουμανίδης, χαϊκού, από τη συλλογή Κεριά θυέλλης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005 

Φωτό: Masao Yamamoto

 

Μπωντλαίρ, Επιλογή από τα Journaux Intimes

Όποιος δεν είναι ελαφρά δύσμορφος περνά απαρατήρητος∙ απ’ αυτό προκύπτει ότι το ακανόνιστο, δηλαδή το απροσδόκητο, η έκπληξη, το θάμβος συνιστούν ουσιώδες μέρος και το χαρακτηριστικό της ομορφιάς.

Μπωντλαίρ, Επιλογή από τα Journaux Intimes, Μύδροι, σελ. 29 μτφρ.: Ευρυδίκη Παπάζογλου, Εκδόσεις Στιγμή, 1993

Πίνακας: Hamish Blakely

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Οικογενειακή υπόθεση

.

Στα σπίτια μέσα οι λέξεις είναι χωρισμός
μια ύπουλη λιτάνευση ληγμένων υποσχέσεων
μια ανόητη υπομονή ανάμεσα σε δυο πνιγμούς
τη λάμψη των χρυσών δαχτυλιδιών
και τη φριχτή αναπνοή του γηραλέου ζώου.


Πονάνε οι ταγμένοι να ημερέψουν
τη φωνή τής μέσα χορωδίας
ματώνουν ολομόναχοι
μες στην κρυψώνα του καημού
καμιά φορά πάνω χιμούν στους προβολείς
κι ύστερα επιστρέφουνε πάλι στο ίδιο ψέμα


βολεύονται όπως όπως
σ’ αυτό το θερμοκήπιο κλουβί
που βλέπει στον ακάλυπτο
κι έχει την πλάτη του στραμμένη στα διλήμματα.


Θαμπό και νοτισμένο το κλουβί
θαρρείς κι αχνίζουν δάκρυα σε κελιά
πριν από την εκτέλεση
μα το αποδίδουν έντεχνα
στην αχνιστή τους σούπα.


Κάποτε, ένας απ’ αυτούς
—περιορισμένων μάλλον αντοχών—
σαν άστρο πέφτει αιφνίδια μες στο φωταγωγό
ψελλίζοντας για τελευταία φορά
χαϊδευτικά το όνομά του.


Οι υπόλοιποι γδέρνουν επάνω κάτω το παρκέ
κάποιοι επιλέγουν καθιστή διαμαρτυρία
κι ελάχιστοι πιο τολμηροί ανοίγουν
τα προσχέδια
φωτογραφίζουνε
ασκήσεις επί χάρτου και μακέτες
κι εκδίδουνε τα Άπαντα
ποιημάτων που δεν τύπωσαν ποτέ
ποιημάτων που ούτε γράφτηκαν.


Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Οικογενειακή υπόθεση, από τη συλλογή «Το Επιδόρπιο», Κέδρος 2012 (Υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο)

Πίνακας: Carlo Russo

.

.

 

Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων

Η φωνή όμως συνέχισε να επαναλαμβάνει: «Kύριε υπολοχαγέ, είναι ένα άλογο». Και ο Ντρόγκο το είδε, ήταν ένα πράγμα απίστευτο, ήταν ένα άλογο σταματημένο στα πόδια του βράχου. Δεν ήταν μεγάλο αλλά χαμηλό και αρκετά παχουλό, με μια περίεργη ομορφιά, με πόδια λεπτά και χαίτη κυματιστή. Είχε ένα περίεργο σώμα αλλά και ένα θαυμάσιο χρώμα: κατάμαυρο, λαμπερό, ένα χρώμα που έδινε πνοή σ’ όλο το γύρω τοπίο. Από πού είχε έρθει; Ποιανού ήταν; Κανένα πλάσμα, εδώ και πολλά χρόνια –εκτός από κάνα κοράκι ή κανένα φίδι– δεν είχε περιπλανηθεί ποτέ σ’ αυτά τα μέρη. Και τώρα είχε εμφανιστεί ένα άλογο που φαινόταν αμέσως ότι δεν ήταν άγριο, αλλά ζώο καλοδιαλεγμένο, ένα άλογο που ταιριάζει σε στρατιωτικό (μόνο τα πόδια του, ίσως, ήταν υπερβολικά λεπτά). Ήταν ένα ασυνήθιστο αλλά και ανησυχητικό γεγονός. Ο Ντρόγκο, ο Τρονκ, οι φρουροί —αλλά και οι άλλοι στρατιώτες πίσω από τις πολεμίστρες του κάτω πατώματος— δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν τα μάτια τους από το ζώο. Το άλογο αυτό χαλούσε την τάξη, έφερνε στην επιφάνεια τους αρχαίους θρύλους του βορρά με τους Ταρτάρους και τις μάχες, γέμιζε όλη την έρημο με την παράλογη παρουσία του. Από μόνο του το γεγονός αυτό δεν σήμαινε και πολλά πράγματα, πίσω όμως από το άλογο κρυβόταν ποιος ξέρει τι, που αργά ή γρήγορα θα έκανε την εμφάνισή του. Είχε τη σέλα πάνω του κανονικά, λες και το είχαν καβαλικέψει λίγο πριν. Υπήρχε, λοιπόν, κάποια ιστορία πίσω του, μια ιστορία μισοτελειωμένη, κι αυτό που μέχρι χθες φάνταζε απίθανο, μια απλή γελοία προκατάληψη, τώρα μπορούσε να αποδειχθεί αληθινό.

Ο Ντρόγκο είχε την εντύπωση πως οι μυστηριώδεις εχθροί, οι Τάρταροι, ήταν εκεί, κρυμμένοι μέσα στους θάμνους, μέσα στις σχισμές των βράχων, ακίνητοι και σιωπηλοί, με σφιγμένα τα δόντια τους: περίμεναν το σκοτάδι για να επιτεθούν. Στο μεταξύ, άλλοι έφταναν συνεχώς, μια απειλητική μυρμηγκοστρατιά που ερχόταν αργά από τις ομίχλες του βορρά. Αυτοί δεν είχαν μουσικές και εμβατήρια, δεν είχαν γυαλιστερά σπαθιά ούτε ωραίες σημαίες. Τα όπλα τους ήταν θαμπά για να μην αστραποκοπούν στον ήλιο, και τα άλογα μαθημένα να μη χλιμιντρίζουν. Ένα αλογάκι όμως –και ήταν η πρώτη σκέψη που έκαναν όλοι στο Νέο Φυλάκιο– ένα αλογάκι είχε δραπετεύσει από τους εχθρούς και είχε προχωρήσει για να τους προδώσει. Πιθανότατα, δεν θα το είχαν πάρει χαμπάρι, γιατί σίγουρα το ζώο έφυγε από το στρατόπεδο τη νύχτα. Το άλογο είχε μεταφέρει, λοιπόν, ένα πολύτιμο μήνυμα. (…)

Αντίο λοιπόν Οχυρό με τα παράλογα φυλάκιά σου, τους υπομονετικούς σου στρατιώτες, τον κύριο συνταγματάρχη σου, που κάθε πρωί, κρυφά απ’ όλους ψάχνει με τα κιάλια στην έρημο του βορρά, μάταια όμως, δεν υπάρχει ποτέ τίποτα. Ένα αντίο στον τάφο του Ανγκουστίνα, εκείνος ίσως στάθηκε πιο τυχερός απ’ όλους, εκείνος τουλάχιστον πέθανε σαν αληθινός στρατιώτης, πολύ καλύτερα έτσι παρά να πέθαινε στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου. Ένα αντίο στο δωμάτιό του, όπως και να το κάνουμε, εκεί ο Ντρόγκο κοιμήθηκε έντιμα εκατοντάδες νύχτες.

Ένα ακόμα αντίο στην αυλή, όπου απόψε το βράδυ θα παραταχτούν, με τη συνηθισμένη τυπικότητα, οι σκοποί. Το τελευταίο αντίο στην κοιλάδα του βορρά, έρημη πια και από ψευδαισθήσεις. Μην το σκέφτεσαι πια Τζιοβάνι Ντρόγκο, μη γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου τώρα που έφτασες στην άκρη του οροπεδίου και ο δρόμος ανοίγεται μπροστά σου. Θα ήταν μια ανόητη αδυναμία. Μπορεί να πει κανείς ότι γνωρίζεις κάθε πέτρα του Οχυρού Μπαστιάνι, δεν κινδυνεύεις ασφαλώς να το ξεχάσεις. Το άλογο χλιμιντρίζει χαρούμενα, η μέρα είναι καλή, η ατμόσφαιρα ζεστή και ανάλαφρη, η ζωή είναι ακόμα μπροστά σου, μπορείς να ξαναρχίσεις από την αρχή∙ τι σε υποχρεώνει λοιπόν να ρίξεις μια τελευταία ματιά στα τείχη, στις γοργύρες, στους σκοπούς που φυλάνε τα φυλάκια; Έτσι γυρίζει αργά μια σελίδα, περνάει από την άλλη μεριά, προστίθεται στις άλλες που ήδη τέλειωσαν κι αυτές, για την ώρα μονάχα ένα λεπτό στρώμα, ενώ αυτές που απομένουν να διαβάσεις, μοιάζουν, αναλογικά, ανεξάντλητες. Είναι, όμως, πάντα μια σελίδα διαβασμένη, κύριε υπολοχαγέ, ένα κομμάτι ζωής.

Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων, σελ. 106-107 και σελ. 166, μτφρ.:  Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδόσεις Αστάρτη, 1986

Πίνακες: Léa Rivière

.

.

 

Τζόρτζιο Μαγκανέλλι, Τυράννου εγκώμιο (Γραμμένο με μοναδικό σκοπό να βγάλω λεφτά)

Αγαπητέ εκδότη, δεν ξέρω τι σου έχω προσφέρει. Δεν είναι διήγημα και θα είναι η περίληψη ενός διηγήματος, μόνο αν συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να κάνουμε την περίληψη ενός βιβλίου που ποτέ δεν γράφτηκε και που ποτέ δεν θα γραφτεί. Αν το μπορούμε, είναι δυνατόν να γραφτεί και κριτική; Μπορεί να πάρει βραβεία; Να μεταφραστεί; Να μπει δικαιωματικά στην ιστορία ή, τουλάχιστον, στα χρονικά της λογοτεχνίας; Ανάμεσα στα βιβλία αυτού του αιώνα που δεν έχουν γραφτεί, θεωρούμε άξιο μνείας το « ». Μάλιστα, δεν έχει τίτλο. Ή μήπως ο τίτλος αυτού του βιβλίου είναι ο τίτλος του βιβλίου που δεν γράφτηκε και που ποτέ δεν θα γραφτεί; Αυτό το αφήγημα, πάντως, είναι, σύμφωνα με τη γνώμη μου, ένα κόλπο που μόνο ένας γελωτοποιός θα μπορούσε να κάνει. Δεν νομίζεις; Βλέπεις, τώρα σε θεωρώ μόνον εκδότη και η ιδέα να σου προτείνω ένα βιβλίο τόσο θελκτικό και ανύπαρκτο με γοητεύει.

??????????????????????????????Θα παρατήρησες ότι σε αποκάλεσα «αγαπητέ», γιατί πιστεύω ότι αξίζεις κάποια τρυφερότητα και γιατί μόνο σ’ εσένα σκοπεύω να προσφέρω το αληθινό μη-βιβλίο και προγεύομαι την επιτυχία, που την εναποθέτω σ’ όλη την τέχνη σου. Πρόσεξε ότι σε αποκαλώ «εκδότη», αγνοώντας με υπολογισμένο σαρκασμό τις κοσμικές σου ιδιότητες, εντελώς συμβατές, εξάλλου, με τη μετριότητά σου. Υποθέτω ότι η στάση σου ως τυράννου απέναντι σ’ αυτό το διήγημα θα ήταν αμήχανη, επειδή δεν περιέχει υπαινιγμούς για τον τρόπο που κυβερνάς. Ίσως είσαι ιδιαιτέρως εκνευρισμένος με τις ανάρμοστες ειδήσεις γύρω από εκείνη τη γυναίκα, για τις σχέσεις που υπήρξαν ανάμεσα στους δύο – δεν σου είπα, ούτε θα ήξερα να σου πω, αν ήταν εραστές, σύζυγοι ή αν υπήρξε ανάμεσά τους κάποια σχέση ή αν η σχέση υπήρξε μόνο στο ιδιόρρυθμο μυαλό του δολοφόνου. Βλέπεις γιατί δεν θέλω, έστω κι αν μπορούσα, να γράψω ένα ξεκάθαρο διήγημα, επειδή δεν επιθυμώ να διασκορπίσω τις εν δυνάμει ιστορίες που εμπεριέχει κάθε ιστορία. Η περίληψη είναι πιο πυκνή και πιο εύπλαστη από το υποτιθέμενο κείμενο, γιατί μπορεί να αφήσει τα πάντα μετέωρα.

Τύραννε, θέλεις, σαν εκδότης, να καταπιαστώ με μια ηθικοποιημένη περίληψη; Λες ότι έχεις παρατηρήσει την κλίση μου για φυλλάδες επιστημονικής φαντασίας. Δεν θα μπορούσα… Γιατί όχι; Και βεβαίως μπορώ. Μην το ξεχνάς, όσον αφορά τις περιλήψεις μπορώ τα πάντα: από τα επικά ποιήματα μέχρι αισθηματικές ιστορίες. Κι αυτό είναι, νομίζω, ένδειξη ρητορικού πλούτου, τον οποίον κανένας απ’ όσους γράφουν μυθιστορήματα ή ποιήματα δεν θα έχει ποτέ. Για παράδειγμα, ανέκαθεν συμπαθούσα τους αστεροειδείς αλλά και τους κομήτες, για την ώρα όμως ασχολούμαι με αστεροειδείς. Οι αστεροειδείς έχουν ευέξαπτες, ασυνήθιστες και ευρηματικές τροχιές. Είναι ανακριβείς και η προέλευσή τους σκοτεινή. Η ιστορία τους είναι δραματική, αλλά δεν το κάνουν θέμα, αδιαφορούν για την ιδιαιτερότητά τους. Είναι οι φτωχοσυνοικίες του συστήματος. Τους ανακαλύπτεις, μετά τους χάνεις, τους ξαναβρίσκεις. Καμιά φορά σπρώχνονται και θρυμματίζονται ή, όπως λένε στα υπουργεία, ενσωματώνονται. Πολλοί αστεροειδείς κάνουν έναν πλανητάκο κι αυτός μπορεί να ενωθεί με κάποιον άλλον και να σχηματίσουν έναν πλανήτη. Τότε όμως ο πλανήτης πρέπει να ρυθμιστεί, να τηρεί ορισμένους κανόνες, ενώ του αξίζει και μια αξιόπιστη τροχιά. Οι αστεροειδείς είναι ο υπόκοσμος του ηλιακού συστήματος : μπουρδέλα, χαμαιτυπεία, κακόφημες συνοικίες, βεσπασιανές, μετανάστες. Οι κομήτες πηγαινοέρχονται, ενώ οι αστεροειδείς έφτασαν ως εδώ σαν φουκαράδες ή μπορεί να ήταν εδώ ανέκαθεν, αλλά χωρίς ποτέ να έχουν ακριβή ιδιότητα.

Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας αστεροειδής. Αυτή η αρχή μού αρέσει. Έτσι αρχίζουν τα παραμύθια και τα παραμύθια είναι καλύτερα από τα διηγήματα, γιατί ποτέ δεν μπορείς να συμπεράνεις τίποτα απολύτως. Το παιδί που κατηγορήθηκε από μία κατσίκα πάει να να δουλέψει με το μυλωνά, που του δίνει ένα γάιδαρο που χέζει δουκάτα, αλλά ένας ταβερνιάρης του κλέβει το γάιδαρο. Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει σασπένς, κάποιος έχει σημαδέψει τα χαρτιά. Το παραμύθι απαιτεί απ’ αυτόν που το αφηγείται να κλέβει. Στα παραμύθια δεν υπάρχουν ρολόγια ούτε αυτοκινητόδρομοι, κανείς δεν βλέπει τηλεόραση και πολλές πριγκίπισσες αποκεφαλίζουν υποψήφιους μνηστήρες που δεν ξέρουν να απαντήσουν σε κάποιο αίνιγμα. Υπάρχει ευθυκρισία, ηθική συνέπεια, ιδέες; Σιγά!

Έλεγα για έναν αστεροειδή, αλλά μπορώ ν’ αρχίσω και από κάπου αλλού. Για παράδειγμα, ένας αστροναύτης ταξιδεύει στο διάστημα, ναυαγός. Σκέφτομαι να κατεβάσω το ναυαγό στον αστεροειδή. Φτάνει εκεί γιατί έχει κάποια βλάβη το διαστημόπλοιό του. Πατάει στο έδαφος του αστεροειδούς και προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται. Περιγραφή του αστεροειδούς. Ο αστροναύτης περιμένει ένα σύντομο θάνατο, γιατί στον αστεροειδή δεν υπάρχει αέρας. Φαγητό υπάρχει, ας πούμε πολύ μικρά μανιτάρια ή πάρα πολύ μεγάλα. Αλλά ο αέρας; Ο αστροναύτης όμως δεν πεθαίνει. Το γεγονός τού φαίνεται αλλόκοτο. Αρχίζει να τρώει τα μανιτάρια∙ ή μήπως είναι λειχήνες; Τα βρίσκει εύγεστα και θρεπτικά. Ο αστροναύτης δεν έχει πια κράνος και δεν αναπνέει, αλλά δεν πεθαίνει.

Σ’ αυτό το σημείο –μάλιστα, οι περιλήψεις μπορούν να μοιάζουν με όνειρα– συναντά ένα πλάσμα σφαιρικό, φωτεινό ή διάφανο, που του απευθύνει το λόγο με εξαιρετική αλλά και υπερβολική ευγένεια. Μάλλον φοβάται μήπως τον τρομάξει, μήπως νομίσει ότι είναι τρελός. Είναι ένας άγγελος και πρέπει να του εξηγήσει τι είναι αυτός ο αστεροειδής. Προχωρά σιγά, πολιτισμένα, γιατί ξέρει ότι ο αστροναύτης δεν είναι δυνατός στη θεολογία. Γεγονός εστί – δεν με ενοχλεί να χρησιμοποιώ μερικούς αρχαϊσμούς – ότι ο αστεροειδής προέρχεται από άλλο γαλαξία, εξαιτίας κάποιου κοσμικού ατυχήματος, και σ’ εκείνο το γαλαξία δεν ισχύει το προπατορικό αμάρτημα. Γι’ αυτό δεν έχει πεθάνει, δεν πεθαίνει, δεν γερνάει και ζει χωρίς βάσανα. Όχι, δεν είναι η Εδέμ, αλλά για έναν άνθρωπο είναι η Εδέμ. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο στο γαλαξία απ’ όπου προέρχεται, μόνο που βρίσκεται εκεί. Η κατάσταση αυτή προκαλεί αμηχανία. Ας σκεφτούμε τώρα το εξής: ο αστροναύτης είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα απ’ τη Γη, όπου ισχύει το προπατορικό αμάρτημα. Ας υποθέσουμε ότι ένα διαστημόπλοιο βρίσκει τον αστροναύτη και τον πηγαίνει στη Γη και –εδώ η περίληψη γίνεται πιο συνοπτική, αλλά τώρα φτάνουμε στο ζουμί– ότι οι δύο συναντιούνται. Δειπνούν μαζί. Κι εκείνη τι κάνει;

Του προσφέρει ένα μήλο, φυσικά. Εδώ σταματώ. Ποιο είναι το νόημα της κατάστασης; Μήπως η Εύα, που έχει ήδη αμαρτήσει, ξαναβάζει σε πειρασμό τον Αδάμ; Κι αν αυτήν τη φορά ο Αδάμ αρνηθεί; Τι είναι όμως αυτό το μήλο; Στη διάρκεια της διαμονής του στον αστεροειδή ο αστροναύτης έμαθε αρκετά γύρω από τη θεολογία, για να καταλάβει ότι δεν πρόκειται για μία οικολογική σκηνή. Τουλάχιστον ξέρει πως έχει το δικαίωμα να υποπτεύεται ότι ήταν ένα δεύτερο πείραμα. Γύρω του, για μια στιγμή, ο κόσμος σταματάει, δεν υπάρχει. Για να υπάρξει, πρέπει να μάθει τι θα κάνει ο αστροναύτης που κουβάλησε μαζί του από το διάστημα την έλλειψη του προπατορικού αμαρτήματος. Εγώ βρίσκω την ιστορία συγκινητική, έστω κι αν είναι παιδαριώδης σε φιλοσοφικό επίπεδο. Γνωρίζουμε όμως ότι η επιστημονική φαντασία είναι ένα είδος χοντροκομμένα λαϊκό. Μου φαίνεται ότι η ιστορία αυτή ενώνει μια ασυνήθιστη εννοιακή λεπτότητα με άπειρες φανταστικές δυνατότητες.

Για παράδειγμα, η γεωγραφία του αστεροειδούς και η ιστορία του μήλου. Ύστερα υπάρχει η κοπέλα. Για μένα το αδύνατο σημείο θα μπορούσε να είναι ο άγγελος. Να βγάλουμε τον άγγελο; Είπα ότι μου αρέσουν οι κομήτες. Θα βάλω τον αστεροειδή να συναντιέται με τον κομήτη που τον οδηγεί ένα πλάσμα, το οποίο, χωρίς να είναι άγγελος, έχει μερικές διαγαλαξιακές γνώσεις. Κατευνάζει τις θεϊκές συγκρούσεις, επιλύει τα συνοριακά προβλήματα, που είναι θεολογικώς δυσνόητα. Ο πιλότος του κομήτη θα μπορούσε να είναι ένα στοιχείο υγιώς ρεαλιστικό και η συνάντησή του με τον γήινο πιλότο θα μπορούσε να είναι θερμή, χωρίς όμως να πέφτει το συγκινητικό. Πάντως, ή ο πιλότος του κομήτη ή ο άγγελος πρέπει να πουν στον αστροναύτη ότι ο αστεροειδής, επειδή είναι εξωγαλαξιακής προέλευσης, δεν έχει καμία σχέση με το προπατορικό αμάρτημα.

Οι κομήτες μου φαίνονται αντικείμενα εξαιρετικής λεπτότητας. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι εμπιστεύονται στους κομήτες καθήκοντα αστρικού συντονισμού ή καθήκοντα που συνήθως φέρνουν στο νου σερίφηδες. Μου αρέσει να σκέφτομαι κομήτες που ταξιδεύουν έχοντας στην κεφαλή τους ολόκληρους πολιτισμούς, πόλεις με τραμ, λεωφορεία, δικαστήρια και βωμούς. Πιθανές ιστορίες ανάμεσα στους δύο κομήτες που συναντιούνται συχνά, αλλά δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις. Ή για τον πρόσφυγα κάποιου κομήτη που καταφέρνει να φτάσει σ’ έναν άλλον κομήτη, όπου ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά, ο οποίος δεν μπορεί να υποφέρει τους κατοίκους του άλλου κομήτη. Ένας τύπος ελεεινός, άθλιος. Μεγάλη δυστυχία στους ουρανούς. Εντάξει; Δεν μου πάει ούτε τις περιλήψεις τους να κάνω. Σας έδωσα τα αποσπάσματα, γράψτε τες μόνοι σας.

Τζόρτζιο Μαγκανέλλι, Τυράννου εγκώμιο (Γραμμένο με μοναδικό σκοπό να βγάλω λεφτά), σελ. 110-115, μτφρ.: Γιώργος Κασαπίδης, Εκδόσεις Γνώση, 1994 (Μικρή σειρά)

Πίνακες: Alyona Krutogolova

.

.

 

Tobias Wolff, Ο κλέφτης του στρατοπέδου

Oι κλοπές άρχισαν λίγες μέρες μετά τη διαδήλωση. Στην αρχή βούτηξαν το πορτοφόλι ενός δεκανέα κάτω από το μαξιλάρι του. Βρέθηκε κάτω από τα σκαλοπάτια του θαλάμου, άδειο. Ο δεκανέας πήρε όρκο ότι είχε πάνω από εκατό δολάρια στο πορτοφόλι, αλλά μάλλον έλεγε ψέματα. Κανείς στο λόχο δεν είχε τόσα λεφτά, εκτός από τον γραφέα-δακτυλογράφο, που κάθε τρεις και λίγο ξετίναζε τους πάντες σε ατέλειωτες παρτίδες πόκερ στο εστιατόριο.

Τέτοιο πράγμα δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στο λόχο μας, τουλάχιστον απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί, κι όλοι υποθέσαμε πως ο κλέφτης πρέπει να ήταν από άλλη μονάδα – ή ακόμη και κάποιος πολίτης. Οι λοχίες της διμοιρίας μας είπαν να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε γι’ αυτό το θέμα.

Την επόμενη νύχτα έκλεψαν ένα παντελόνι αγγαρείας από κάποιον, την ώρα που κοιμόταν. Ο κλέφτης έκανε κουβάρι το παντελόνι του και το έχωσε μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ στα λουτρά, μαζί με το άδειο πορτοφόλι. Υπήρχε κάτι σε αυτή την κλοπή που φανέρωνε εξοικείωση. Και τότε πια καταλάβαμε όλοι, έτσι όπως καταλαβαίνει κανείς αυτά τα πράγματα, πως ο κλέφτης βρισκόταν ανάμεσά μας.

Μετά τη δεύτερη κλοπή, ο επιλοχίας πέρασε απ’ όλους τους θαλάμους κι έβγαλε λόγο. Είχε μια κατακόκκινη ουλή που ξεκινούσε από την άκρη του ματιού του, κατέβαινε στο μάγουλο κι έφτανε μέχρι κάτω στο λαιμό του. Είχε τραυματιστεί στο Βιετνάμ, τόσο σοβαρά ώστε τον ανάγκασαν να βγει πρόωρα στην αποστρατεία. Σε λίγες βδομάδες θα έφευγε.

Η ουλή αυτή έδωσε βαρύτητα στα λόγια του επιλοχία. Ήταν αναστατωμένος και μας μίλησε πολύ αργά, με κόπο, λες κι η κάθε λέξη ήταν ένα ψάρι που έπρεπε να το πιάσει με τα χέρια του. Είπε ότι για τον ίδιο, ένας λόχος του πεζικού ήταν σαν μια οικογένεια – μια οικογένεια χωρίς γυναίκες, αλλά οικογένεια. Ζήτησε από τον κλέφτη να το σκεφτεί καλά αυτό κι ύστερα να κάνει στον εαυτό του μία απλή ερώτηση: Tι σόι άντρας ήταν αυτός που τα ’βαζε με τους δικούς του, με την ίδια του την οικογένεια;

«Σκεφτείτε το καλά αυτό», είπε ο επιλοχίας. Ύστερα πήγε στον διπλανό θάλαμο και μέσα από το ανοιχτό παράθυρο τον ακούσαμε να λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα.

Επειδή οι κλοπές ήταν κάτι καινούργιο κι εγώ καινούργιος, ένιωσα σαν κατηγορούμενος. Κανείς δεν είπε τίποτα, αλλά μέσα μου ένιωθα ότι με υποψιάζονταν. Αυτό μ’ έκανε έξω φρενών. Πρώτη φορά στη ζωή μου λαχταρούσα να μπλέξω σε καβγά, περίμενα να μου πει κάποιος το παραμικρό για να χιμήξω πάνω του και ν’ αποδείξω την αθωότητά μου. Πρόσεξα ότι κι ο Λιούις είχε την ίδια συμπεριφορά – κορδωνόταν συνεχώς κι αγριοκοίταζε όποιον περνούσε από μπροστά του. Φαινόταν γελοίος, αλλά νόμιζα ότι τον καταλάβαινα.(…)

«Έκλεψες απ’ αυτό το παιδί», είπε ο επιλοχίας. «Koίταξέ τον».

Ο Λιούις έμεινε ακίνητος.

«Κοίταξέ τον», ξανάπε ο επιλοχίας. Έσπρωξε προς τα πάνω το σαγόνι του Λιούις για να τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάμπαρντ. Έμειναν έτσι για κάμποση ώρα. Ύστερα παρατήρησα, κοιτώντας από πίσω, ότι το τζάκετ του Λιούις είχε γεμίσει ζάρες. Έτρεμε σύγκορμος. Τον κοιτούσαν όλοι τώρα, οι μπροστινοί έχοντας γυρίσει στο πλάι, εκείνοι που βρίσκονταν πιο πίσω τεντώνοντας το λαιμό. Ο Λιούις έβγαλε μια αδύναμη κραυγή κι έκρυψε το πρόσωπο μες στα χέρια του. Ο ήχος συνέχισε ν’ ακούγεται ανάμεσα στα δάχτυλά του και, ξαφνικά, διπλώθηκε στα δύο, λες κι είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι.

Ο άντρας πίσω μου είπε «Xριστέ μου!».

Ο Λιούις παραπάτησε λίγο, χωρίς ν’ ανασηκωθεί, και προσπάθησε να μείνει όρθιος. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και ούρλιαξε, σκύβοντας μπροστά, ώσπου το κεφάλι του άγγιξε σχεδόν τα γόνατά του. Όταν σταμάτησε το ουρλιαχτό, ίσιωσε το σώμα του, με τα χέρια σταυρωμένα ακόμη. Τον άκουσα ν’ αγκομαχάει.

Ύστερα κόλλησε τα χέρια στα πλευρά του, ίσιωσε τα πόδια και προσπάθησε να σταθεί ξανά προσοχή. Σήκωσε το κεφάλι του μέχρι να συναντήσει του βλέμμα τού Χάμπαρντ, που στεκόταν ακόμη μπροστά του. Ο Λιούις άρχισε να κλαψουρίζει. Έκανε ένα βήμα μπροστά, ένα πίσω, και μετά έβγαλε μια στριγκλιά μπροστά στο πρόσωπο του Χάμπαρντ, ένα υστερικό γέλιο χωρίς τελειωμό, σαν εκείνα που ακούγοντα στα στοιχειωμένα σπίτια. Ο επιλοχίας τον χαστούκισε στο πρόσωπο – όχι δυνατά, μ’ ένα ελαφρύ τίναγμα του χεριού. Ο Λιούις έπεσε στα γόνατα. Έσκυψε μπροστά ώσπου το μέτωπό του ακούμπησε στο έδαφος. Κατόπιν σωριάστηκε στο πλάι, τράβηξε τα γόνατα ψηλά μέχρι το σαγόνι του και τα αγκάλιασε κι άρχισε να κυλιέται μπρος πίσω.

«Toυς ζυγούς λύσατε!» είπε ο επιλοχίας.

Κανείς δεν κουνήθηκε.

«Toυς ζυγούς λύσατε!» ξανάπε, κι αυτήν τη φορά υπακούσαμε κι απομακρυνθήκαμε, κοιτάζοντας πίσω μας τον Χάμπαρντ και τον επιλοχία να στέκονται όρθιοι πάνω από τον Λιούις, που κρατούσε σφιχτά τα γόνατά του και χτυπιόταν απ’ τα γέλια πάνω στο πατημένο κοκκινόχωμα. 

Tobias Wolff, Ο κλέφτης του στρατοπέδου, μτφρ.: Χρήστος Οικονόμου, σελ. 56-58  και 102-104

Eκδόσεις Πόλις, 2009

Αrtwork: Daria Hlazatova

.

.

.

.