Όποιος δεν είναι ελαφρά δύσμορφος περνά απαρατήρητος∙ απ’ αυτό προκύπτει ότι το ακανόνιστο, δηλαδή το απροσδόκητο, η έκπληξη, το θάμβος συνιστούν ουσιώδες μέρος και το χαρακτηριστικό της ομορφιάς.
Μπωντλαίρ, Επιλογή από τα Journaux Intimes, Μύδροι, σελ. 29 μτφρ.: Ευρυδίκη Παπάζογλου, Εκδόσεις Στιγμή, 1993
Στα σπίτια μέσα οι λέξεις είναι χωρισμός
μια ύπουλη λιτάνευση ληγμένων υποσχέσεων
μια ανόητη υπομονή ανάμεσα σε δυο πνιγμούς
τη λάμψη των χρυσών δαχτυλιδιών
και τη φριχτή αναπνοή του γηραλέου ζώου.
Πονάνε οι ταγμένοι να ημερέψουν
τη φωνή τής μέσα χορωδίας
ματώνουν ολομόναχοι
μες στην κρυψώνα του καημού
καμιά φορά πάνω χιμούν στους προβολείς
κι ύστερα επιστρέφουνε πάλι στο ίδιο ψέμα
βολεύονται όπως όπως
σ’ αυτό το θερμοκήπιο κλουβί
που βλέπει στον ακάλυπτο
κι έχει την πλάτη του στραμμένη στα διλήμματα.
Θαμπό και νοτισμένο το κλουβί
θαρρείς κι αχνίζουν δάκρυα σε κελιά
πριν από την εκτέλεση
μα το αποδίδουν έντεχνα
στην αχνιστή τους σούπα.
Κάποτε, ένας απ’ αυτούς
—περιορισμένων μάλλον αντοχών—
σαν άστρο πέφτει αιφνίδια μες στο φωταγωγό
ψελλίζοντας για τελευταία φορά
χαϊδευτικά το όνομά του.
Οι υπόλοιποι γδέρνουν επάνω κάτω το παρκέ
κάποιοι επιλέγουν καθιστή διαμαρτυρία
κι ελάχιστοι πιο τολμηροί ανοίγουν
τα προσχέδια
φωτογραφίζουνε
ασκήσεις επί χάρτου και μακέτες
κι εκδίδουνε τα Άπαντα
ποιημάτων που δεν τύπωσαν ποτέ
ποιημάτων που ούτε γράφτηκαν.
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Οικογενειακή υπόθεση, από τη συλλογή «Το Επιδόρπιο», Κέδρος 2012 (Υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο)
Η φωνή όμως συνέχισε να επαναλαμβάνει: «Kύριε υπολοχαγέ, είναι ένα άλογο». Και ο Ντρόγκο το είδε, ήταν ένα πράγμα απίστευτο, ήταν ένα άλογο σταματημένο στα πόδια του βράχου. Δεν ήταν μεγάλο αλλά χαμηλό και αρκετά παχουλό, με μια περίεργη ομορφιά, με πόδια λεπτά και χαίτη κυματιστή. Είχε ένα περίεργο σώμα αλλά και ένα θαυμάσιο χρώμα: κατάμαυρο, λαμπερό, ένα χρώμα που έδινε πνοή σ’ όλο το γύρω τοπίο. Από πού είχε έρθει; Ποιανού ήταν; Κανένα πλάσμα, εδώ και πολλά χρόνια –εκτός από κάνα κοράκι ή κανένα φίδι– δεν είχε περιπλανηθεί ποτέ σ’ αυτά τα μέρη. Και τώρα είχε εμφανιστεί ένα άλογο που φαινόταν αμέσως ότι δεν ήταν άγριο, αλλά ζώο καλοδιαλεγμένο, ένα άλογο που ταιριάζει σε στρατιωτικό (μόνο τα πόδια του, ίσως, ήταν υπερβολικά λεπτά). Ήταν ένα ασυνήθιστο αλλά και ανησυχητικό γεγονός. Ο Ντρόγκο, ο Τρονκ, οι φρουροί —αλλά και οι άλλοι στρατιώτες πίσω από τις πολεμίστρες του κάτω πατώματος— δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν τα μάτια τους από το ζώο. Το άλογο αυτό χαλούσε την τάξη, έφερνε στην επιφάνεια τους αρχαίους θρύλους του βορρά με τους Ταρτάρους και τις μάχες, γέμιζε όλη την έρημο με την παράλογη παρουσία του. Από μόνο του το γεγονός αυτό δεν σήμαινε και πολλά πράγματα, πίσω όμως από το άλογο κρυβόταν ποιος ξέρει τι, που αργά ή γρήγορα θα έκανε την εμφάνισή του. Είχε τη σέλα πάνω του κανονικά, λες και το είχαν καβαλικέψει λίγο πριν. Υπήρχε, λοιπόν, κάποια ιστορία πίσω του, μια ιστορία μισοτελειωμένη, κι αυτό που μέχρι χθες φάνταζε απίθανο, μια απλή γελοία προκατάληψη, τώρα μπορούσε να αποδειχθεί αληθινό.
Ο Ντρόγκο είχε την εντύπωση πως οι μυστηριώδεις εχθροί, οι Τάρταροι, ήταν εκεί, κρυμμένοι μέσα στους θάμνους, μέσα στις σχισμές των βράχων, ακίνητοι και σιωπηλοί, με σφιγμένα τα δόντια τους: περίμεναν το σκοτάδι για να επιτεθούν. Στο μεταξύ, άλλοι έφταναν συνεχώς, μια απειλητική μυρμηγκοστρατιά που ερχόταν αργά από τις ομίχλες του βορρά. Αυτοί δεν είχαν μουσικές και εμβατήρια, δεν είχαν γυαλιστερά σπαθιά ούτε ωραίες σημαίες. Τα όπλα τους ήταν θαμπά για να μην αστραποκοπούν στον ήλιο, και τα άλογα μαθημένα να μη χλιμιντρίζουν. Ένα αλογάκι όμως –και ήταν η πρώτη σκέψη που έκαναν όλοι στο Νέο Φυλάκιο– ένα αλογάκι είχε δραπετεύσει από τους εχθρούς και είχε προχωρήσει για να τους προδώσει. Πιθανότατα, δεν θα το είχαν πάρει χαμπάρι, γιατί σίγουρα το ζώο έφυγε από το στρατόπεδο τη νύχτα. Το άλογο είχε μεταφέρει, λοιπόν, ένα πολύτιμο μήνυμα. (…)
Αντίο λοιπόν Οχυρό με τα παράλογα φυλάκιά σου, τους υπομονετικούς σου στρατιώτες, τον κύριο συνταγματάρχη σου, που κάθε πρωί, κρυφά απ’ όλους ψάχνει με τα κιάλια στην έρημο του βορρά, μάταια όμως, δεν υπάρχει ποτέ τίποτα. Ένα αντίο στον τάφο του Ανγκουστίνα, εκείνος ίσως στάθηκε πιο τυχερός απ’ όλους, εκείνος τουλάχιστον πέθανε σαν αληθινός στρατιώτης, πολύ καλύτερα έτσι παρά να πέθαινε στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου. Ένα αντίο στο δωμάτιό του, όπως και να το κάνουμε, εκεί ο Ντρόγκο κοιμήθηκε έντιμα εκατοντάδες νύχτες.
Ένα ακόμα αντίο στην αυλή, όπου απόψε το βράδυ θα παραταχτούν, με τη συνηθισμένη τυπικότητα, οι σκοποί. Το τελευταίο αντίο στην κοιλάδα του βορρά, έρημη πια και από ψευδαισθήσεις. Μην το σκέφτεσαι πια Τζιοβάνι Ντρόγκο, μη γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου τώρα που έφτασες στην άκρη του οροπεδίου και ο δρόμος ανοίγεται μπροστά σου. Θα ήταν μια ανόητη αδυναμία. Μπορεί να πει κανείς ότι γνωρίζεις κάθε πέτρα του Οχυρού Μπαστιάνι, δεν κινδυνεύεις ασφαλώς να το ξεχάσεις. Το άλογο χλιμιντρίζει χαρούμενα, η μέρα είναι καλή, η ατμόσφαιρα ζεστή και ανάλαφρη, η ζωή είναι ακόμα μπροστά σου, μπορείς να ξαναρχίσεις από την αρχή∙ τι σε υποχρεώνει λοιπόν να ρίξεις μια τελευταία ματιά στα τείχη, στις γοργύρες, στους σκοπούς που φυλάνε τα φυλάκια; Έτσι γυρίζει αργά μια σελίδα, περνάει από την άλλη μεριά, προστίθεται στις άλλες που ήδη τέλειωσαν κι αυτές, για την ώρα μονάχα ένα λεπτό στρώμα, ενώ αυτές που απομένουν να διαβάσεις, μοιάζουν, αναλογικά, ανεξάντλητες. Είναι, όμως, πάντα μια σελίδα διαβασμένη, κύριε υπολοχαγέ, ένα κομμάτι ζωής.
Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων, σελ. 106-107 και σελ. 166, μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδόσεις Αστάρτη, 1986