RSS

Daily Archives: 04/08/2014

Αργύρης Χιόνης

.

.

Εαρινή ισημερία: δώδεκα ώρες μέρα, δώδεκα
ώρες νύχτα και είκοσι τέσσερεις ώρες σκοτάδι∙ το
μέσα μου σκοτάδι εννοώ, αυτό που η φύση α-
γνοεί και θάλλει, φορώντας πάλι το φαντα-
χτερό εμπριμέ φουστάνι της.
Ανάμεσα στις ανθισμένες μαργαρίτες κι ανε-
μώνες, ξεβρακώνομαι και χέζω πάνω στις αν-
θισμένες μαργαρίτες κι ανεμώνες.
Δεν έχω άλλη άμυνα απέναντι σ’ αυτή την
άσπλαχνη ομορφιά.

Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Τα ποιήματα του 2010, Κοινωνία των (δε)κάτων

Πίνακας: Anja Jager

.

.

 

Άννα Αχμάτοβα, Στην άκρη της θάλασσας

 I

Χαμηλά στην ακτή ψαλιδίσαν οι κόλποι,
Πανιά πολλά στ’ ανοιχτά αρμενίζαν,
Κι εγώ στέγνωνα τ’ αλμυρά μου μαλλιά
Σε βράχο πλατύ, από τη στεριά ένα μίλι.
Ένα πράσινο ψάρι γλιστρούσε σε μένα,
Ένας άσπρος γλάρος σε μένα πετούσε,
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της.
Όταν γύριζα αναβόσβηνε κιόλας
Από τα ανατολικά το φως του φάρου,
Κι ο καλόγερος στης Χερσονήσου την πύλη
Με ρωτούσε: «Πού γυρνάς μες στη νύχτα;» (…)

.


To ψηλό αγόρι με τα γκρίζα μάτια,
Μισό χρόνο μικρότερός μου,
Μου ’φερε ολόλευκα ρόδα,
Ρόδα λευκά που ευωδιάζαν,
Και με ρώτησε πειθήνια: «Nα καθίσω
Εδώ στα βράχια μαζί σου;»
Γελούσα: «Tι μου ’φερες ρόδα;
Tα ρόδα μόνο τσιμπάνε!»
«Λοιπόν» μου απαντάει «Tι να κάνω,
Που τόσο σ’ έχω αγαπήσει;»
Kι εγώ χολωμένη του λέω:
«Bλάκα! Tάχα ο πρίγκιπας είσαι;» (…)

.


III


Συνομήλικες ήμασταν εγώ κι η αδερφή μου
Και τόσο μοιάζαμε η μια στην άλλη,
Που από τα σημάδια μόνο μας ξεχώριζε
Σαν ήμασταν μικρές η μητέρα.
Να περπατήσει δεν μπορούσε από παιδί,
Σαν κέρινη κούκλα ξάπλωνε,
Δεν θύμωνε με κανέναν,
Κι έναν επιτάφιο κεντούσε.
Παραμιλούσε γι’ αυτόν και στον ύπνο.
Την άκουγα να μουρμουρίζει:
«Γαλάζιος θα ’ναι της Θεοτόκου ο μανδύας…
Θεέ μου, μαργαριτάρια δεν έχω
Για του Απόστολου Ιωάννη τα δάκρυα…» (…)

.


IV


Στου πηγαδιού τον πάτο ξάπλωνε ο ήλιος,
Λιάζονταν οι σαύρες στις πέτρες,
Και κατρακύλαγαν κουβάρια τα αγκάθια
Με καμώματα καμπούρη παλιάτσου.
Και πετώντας ψηλά ο ουρανός,
Γαλάζιος έγινε σαν το μανδύα της Θεοτόκου –
Έτσι ποτέ δεν είχε ξαναγίνει (…)

Πίνακες: Katrin Alvarez

Άννα Αχμάτοβα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Άννας Γκορένκο) γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1889 στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στο Μπολσόι Φοντάν, κοντά στην Οδησσό. (…) To 1911 ο Γκουμιλιόφ με άλλους νέους ποιητές (Μαντελστάμ, Αχμάτοβα, Γκοροντέτσκι, Ναρμπούτ, Ζενκιέβιτς) ίδρυσαν στην Αγία Πετρούπολη την Ποιητική Συντεχνία, θέτοντας τις βάσεις ενός νέου κινήματος, του Ακμεϊσμού. Στον αντίποδα του Συμβολισμού, κυρίαρχου καλλιτεχνικού ρεύματος εκείνη την περίοδο, εντός κι εκτός Ρωσίας, οι ακμεϊστές καταδίκαζαν την ασάφεια και την κατάχρηση των συμβόλων, τονίζοντας την αξία της λιτότητας, της εκφραστικής καθαρότητας και της τεχνικής. (…)

(Από την εισαγωγή του βιβλίου)

Έτος 1914: o εικοστός αιώνας διανύει ήδη τη δεύτερη δεκαετία του. Η Ρωσία παραμένει αυτοκρατορία, ενώ σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ένας πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών. Είναι τα χρόνια του Στραβίνσκι και του Ντιαγκίλεφ, του Μέγερχολντι, του Σαλιάπιν και του Μπλοκ. Η Αχμάτοβα είναι 25 χρονών.(…) Τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων στις παραλίες της Μαύρης Θάλασσας είναι πίσω της, και είναι γεμάτη βαριά προαισθήματα για το μέλλον. Κι ενώ η Ρωσία ετοιμάζεται να μπει στον μεγάλο πόλεμο, η Αχμάτοβα αποχαιρετά την εποχή της αθωότητας γράφοντας ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ταξίδι προς την ενηλικίωσή της. (…)

Ασπασία Λαμπρινίδου

Άννα Αχμάτοβα, Στην άκρη της θάλασσας, μτφρ.: Ασπασία Λαμπρινίδου, (.poema..) εκδόσεις, 2013

 

 

 

Kωνσταντίνος Τζαμιώτης, Η πόλη και η σιωπή

 


(…) Ένας ρακοσυλλέκτης, κοντούλης και λιπόσαρκος σαν κορίτσι, πάσχιζε να κουμαντάρει ένα τεράστιο ψυγείο όμοιο με δίφυλλη ντουλάπα, που κάποιος είχε αφήσει δίπλα στον κάδο απορριμμάτων. Κανονικά το ζήτημα θα τελείωνε εκεί και θα γύριζε αμέσως στην καρέκλα του, τρυγητές σκουπιδιών σαν αυτόν περνούσαν δεκάδες κάθε βράδυ, όμως τούτη εδώ ήταν διαφορετική περίπτωση. Η εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και του αντικειμένου που πάσχιζε να μεταφέρει –ένα μεταλλικό θηρίο ύψους σχεδόν δύο μέτρων και πλάτους κοντά ενάμισι, απ’ αυτά με την παγομηχανή, το βρυσάκι και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης τηλεόρασης στην πρόσοψή τους καθιστούσε το όλο εγχείρημα αξιοθέατη αποκοτιά.
Περίεργος να μάθει τι σόι κατάληξη θα είχε τούτη η άνιση αναμέτρηση, έγειρε πάνω απ’ το κάγκελο, ώστε να βλέπει καλύτερα. Ο ανθρωπάκος ακόμη έψαχνε πώς θα τα καταφέρει. Μια δοκίμαζε να το σπρώξει από πίσω, την άλλη να το τραβήξει από μπροστά, την επόμενη επιχειρούσε να το εκτοπίσει με την πλάτη· πάλευε με χέρια και με πόδια, δαιμονιζόταν. Σαν έβλεπε να μην έχει αποτέλεσμα, επιστράτευε ταυτόχρονα χέρια, πόδια, ώμους, λεκάνη, ως και με το κεφάλι έσπρωχνε. Έβαζε τα δυνατά του όρθιος, λυγισμένος, γονατιστός, ξανά και ξανά και απ’ τη λύσσα του να το πάρει μαζί του ως και να το φορτωθεί δοκίμασε. Δίχως να σκεφτεί σε τι κίνδυνο έβαζε τον εαυτό του άνοιξε τις πόρτες, χώθηκε μέσα ο μισός και άρχισε άφρονα να το ταρακουνά με σκοπό να το γείρει όλο πάνω του. Ευτυχώς που το βάρος και ο όγκος του ψυγείου δεν του το επέτρεψαν, ειδάλλως θα τον πλάκωνε και θα πήγαινε σίγουρα χαμένος.


Και όμως, παρότι θα είχε αντιληφθεί πια μετά από τέτοιο παίδεμα πόσο φιλόδοξο ήταν το εγχείρημά του, δεν καταδεχόταν να το βάλει κάτω. Αντί να κλονιστεί έστω το ηθικό του έπειτα από τόσες αποτυχημένες απόπειρες ή ν’ απογοητευτεί και να δεχτεί πως μάταια επιμένει, εκείνος συνέχιζε κάθε φορά με την ίδια άοκνη επιμονή και έσπαγε το κεφάλι του να βρει λύση. Ακόμη και όταν κάποια απ’ τις υπεράνθρωπες απόπειρές του τον άφηνε τόσο εξαντλημένο, που παραπατούσε σαν μεθυσμένος, αντί να καθίσει να πάρει μια ανάσα, να σταθεί λίγο ώσπου να ξαποστάσει, προτιμούσε να περιφέρεται γύρω απ’ το εύρημά του, ψάχνοντας να εντοπίσει κάποια εσοχή που του είχε διαφύγει ως τότε, κανένα βολικό πιάσιμο ή λαβή που θα μπορούσε να τον διευκολύνει στην επόμενη προσπάθειά του. Και πράγματι, πού και πού σαν από θαύμα κατόρθωνε να το μετατοπίσει μερικά εκατοστά. Μια δυο απ’ αυτές τις ασήμαντες και τόσο σπάνιες προωθήσεις πάνω στη τραχιά, γεμάτη μπαλώματα άσφαλτο παρήγαγαν τους οξείς θορύβους, που τράβηξαν νωρίτερα την προσοχή του.
Μα φαίνεται πως κάθε κερδισμένος πόντος απαιτούσε τόση ενέργεια, κάθε λειψό βήμα προς τα μπρος σήμαινε τέτοιο ξεπάτωμα που, όταν δοκίμαζε να επαναλάβει το ίδιο, αποτύγχανε. Και τότε η δουλευτάρικη φιγούρα του άρχιζε πάλι να στριφογυρίζει μπας και σκαρφιστεί τίποτα καινούργιο. Με το ένα και το άλλο πάντως μέσα σε μισή ώρα κατάφερε να διασχίσει το δρόμο, μα τώρα τον περίμενε η πρόκληση του πεζοδρομίου που στην περίπτωσή του φάνταζε ανυπέρβλητη. (…)

Παιδευόταν ακόμη να το ανεβάσει στο πεζοδρόμιο, όταν εμφανίστηκαν δύο συμπατριώτες του –το σουλούπι, τα χρώματα, τα ρούχα σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούσαν–, ρακοσυλλέκτες και εκείνοι, μα πιο οργανωμένοι· σ’ αντίθεση με τον ακαταπόνητο συνάδελφό τους, που εκτός από το πείσμα του διέθετε όλο κι όλο τα υπολείμματα ενός δίτροχου τρόλεϊ (απ’ αυτά που χρησιμοποιούν οι ηλικιωμένοι για τα ψώνια της λαϊκής), οι νεοφερμένοι, αντί να ενεργούν κατά μόνας, συγκροτούσαν κανονική ομάδα και κυρίως έσπρωχναν ένα ολοκαίνουργιο καρότσι σουπερμάρκετ. (…) Δεν πρέπει να είχαν προσχεδιάσει τίποτε ούτε πρέπει να ήταν αυτή η συνήθης τακτική τους, μα απ’ τη στιγμή που αντίκρισαν εκείνο το πολύτιμο σκουπίδι και διαπίστωσαν πως φυλάγεται από έναν μόνο και μάλιστα του χεριού τους, φαίνεται πως τους κυρίευσε η απληστία. Και έτσι, αντί να συνεχίσουν ευχαριστημένοι που θα έφταναν αυτοί πρώτοι στους επόμενους κάδους και τα καλούδια που έκρυβαν στα σωθικά τους, αποφάσισαν να πάνε κατευθείαν για τα πολλά.
Βόλεψαν το καρότσι τους ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και με την αυτοπεποίθηση που δίνει η αριθμητική υπεροχή, παρέκαμψαν επιδεικτικά τον επίδοξο κάτοχο του ψυγείου και άρχισαν ανενόχλητοι να το εξετάζουν σαν να ήταν κιόλας δικό τους. Αλλά, ενώ όλα συνηγορούσαν πως όπου να ’ναι θα ξεσπούσε καβγάς –για την ακρίβεια πόλεμο κανονικό μύριζε η ατμόσφαιρα–, συνέβη το εντελώς αντίθετο. Σαν να ξέχασαν για λίγες στιγμές τις αμείλικτες προτεραιότητες που κυβερνούσαν τις ζωές τους και να ξανάγιναν αυτό που ήταν ως το μεδούλι τους, ταπεινοί άνθρωποι δηλαδή που εργάζονταν σκληρά προκειμένου να επιβιώσουν, οι τρεις τους ενώθηκαν γύρω απ’ αυτή την πεταμένη υπερβολή που συμβόλιζε την αφθονία των άλλων και υπενθύμιζε με τον πιο προκλητικό, τον πιο αμείλικτο τρόπο, τη δική τους φτώχεια.(…) Σε μια προσπάθεια ν’ απαλλαχθεί από δαύτους ο μικρός σήκωσε κεφάλι και επιχείρησε να τους απωθήσει με σπρωξιές και ξεφωνητά. Ο πιο αρχηγικός από τους άλλους δύο δεν άφησε αναπάντητη τούτη τη μικρή εξέγερση. Ύψωσε το εξάρτημα που κρατούσε στο χέρι, έναν αυτοσχέδιο γάντζο, φτιαγμένο από το στέλεχος κάποιου ρολού βαψίματος με τον οποίο συνέλεγε ό,τι τον ενδιέφερε από τους κάδους, και το ανέμισε προειδοποιητικά. Ο μικρός δεν είχε καμιά ελπίδα μαζί του και έδειξε να το ξέρει, γιατί παραμέρισε δίχως να φέρει την παραμικρή αντίσταση. Σε ανταπόδοση ο νταής δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί του.
Θυμήθηκε τον πατέρα του. «Δέκα φορές πιο δύσκολα απ’ τον πλούτο μοιράζεται η φτώχεια», συνήθιζε να λέει σαν έπιανε καμιά απ’ τις τεχνίτρες του, που αμειβόταν με το κομμάτι, να ρίχνει στο μέτρημα τις άλλες για μερικές πενταροδεκάρες.
Τα γεγονότα κάτω στο δρόμο τον δικαίωναν πανηγυρικά.(…)


Τον έμπασε στο σπίτι, του ένευσε, ξεχνώντας προφανώς όσα σκέφτονταν πριν λίγο για την υγιεινή του, πως δεν ήταν ανάγκη να στέκεται όρθιος κι έτρεξε στο μπάνιο να φέρει απ’ το ντουλάπι του καθρέφτη το ιώδιο και το βαμβάκι. Γυρίζοντας τον βρήκε να στέκεται εκεί που τον άφησε, δίπλα στην είσοδο. Τράβηξε μια καρέκλα της τραπεζαρίας ακριβώς μπροστά στην πόρτα της κουζίνας, γιατί σ’ εκείνο το σημείο είχε περισσότερο φως, τον έβαλε να καθίσει –ξεχνώντας και πάλι σε τι κατάσταση ήταν τα ρούχα του– και άρχισε να του καθαρίζει το τραύμα. Θα πρέπει να υπέφερε έτσι όπως τον πασπάτευε πάνω στο σχίσιμο, μα αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Με μια καρτερία ασυνήθιστη για άτομο της ηλικίας του δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε ένα μορφασμό. Σαν έκρινε όμως πως τραβούσε πολύ όλο αυτό, έγινε ανυπόμονος, άρχισε να δυσανασχετεί, από ένα σημείο και μετά δεν κρατιόταν.
«Κάτσε ντε, δεν τελειώσαμε ακόμη», τον ψευτομάλωνε, βλέποντας να μην τον χωράει ο τόπος· «είπαμε να κάνουμε μια δουλειά, μην την αφήσουμε στη μέση».
Πόσα απ’ αυτά καταλάβαινε είναι άγνωστο, πάντως παρέμεινε στη θέση του ως το τέλος.
Όταν πια πείστηκε πως έγιναν όλα όπως έπρεπε, του ζήτησε να κάνει λίγο ακόμη υπομονή και ξαναέτρεξε προς το μπάνιο, γιατί αν θυμόταν καλά κάπου υπήρχαν μερικά χανζαπλάστ που το μέγεθός τους ταίριαζε στην περίπτωση. Χρειάστηκε να σκαλίσει τρεις φορές το ψάθινο καλάθι που φύλαγαν κάτι τέτοια πράγματα, μα στο τέλος βρήκε ό,τι έψαχνε.
Επέστρεψε, κόλλησε προσεκτικά τη γάζα και πίεσε με το δάκτυλο, για να εφαρμόσει όσο καλύτερα γινόταν.
Αν εξαιρούσε κανείς τα ξεραμένα αίματα και τα σημάδια που άφησε το ιώδιο, έδειχνε ήδη άλλος άνθρωπος. Τον χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο, για να του δείξει πως όλα ήταν εντάξει τώρα. Ύστερα ψάχτηκε, βρήκε ένα διπλωμένο δεκάρικο και του το έδειξε. «Μου υπόσχεσαι πως δεν έχει άλλη δουλειά για σένα απόψε;» ρώτησε, λες και μπορούσε να τον καταλάβει. Μετά του πέρασε στο χέρι το χαρτονόμισμα και του έτριψε μαλακά το κεφάλι, για να του δώσει να καταλάβει πως μπορούσε να πηγαίνει.
Το παιδί φανερά μπερδεμένο κοίταγε πότε αυτόν και πότε τα λεφτά στη χούφτα του. Έπειτα κάτι συνέβη μέσα του και το ύφος του άλλαξε εντελώς. Το σάστισμα άρχισε να υποχωρεί, ώσπου το βλέμμα του απέκτησε εκείνη την άγρυπνη, νευρώδη ματιά όσων ζουν σε κατάσταση επιφυλακής για πολύ καιρό. Ο Αργύρης πίστεψε πως κάτι προσπαθούσε να του πει, ίσως ήθελε να τον ευχαριστήσει για τις φροντίδες, μα καθώς δεν γνώριζε λέξη ελληνικά δυσκολευόταν. Για να τον απαλλάξει απ’ την υποχρέωση, τον χτύπησε καθησυχαστικά στην πλάτη και υπογράμμισε την κίνησή του με μια γκριμάτσα ικανοποίησης.

Και τότε κάτι παράξενο συνέβη· σαν να έλαβε κάποιο μήνυμα, το αγόρι βιάστηκε να χώσει σε κάποια τσέπη το δεκάρικο, τον πλησίασε, λύγισε τα γόνατα, κάθισε ανακούρκουδα μπροστά του, άγγιξε με τρόπο τον καβάλο του και πήγε να τον ξεκουμπώσει. Με κάποια καθυστέρηση τινάχτηκε έντρομος πίσω, μα η αργοπορημένη αντίδρασή του υπήρξε τόσο βίαιη, ώστε παρέσυρε μαζί του και το νεαρό. Στις πιάτσες που στάθμευε είχε τύχει ν’ ακούσει από άλλους οδηγούς πως πολλά απ’ αυτά τα χαμίνια πρόσφεραν το σώμα τους για μερικά κέρματα, μα δεν φανταζόταν ποτέ να το δει να συμβαίνει μπροστά του και μάλιστα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, έκανε νόημα στο αγόρι να σηκωθεί. Εκείνος υπάκουσε αμέσως και στήθηκε πειθήνια σαν στρατιώτης που περιμένει παράγγελμα. Τώρα που η απορία και ο φόβος είχαν επιστρέψει στο βλέμμα του, έμοιαζε ακόμη μικρότερος. Μια σταλιά παιδί έδειχνε.
Αδύνατο να του θυμώσει. Και ύστερα τι έφταιγε αυτός; Το στομάχι του προσπαθούσε να γεμίσει. Από πού και ως πού θα τον έκρινε;
«Στάσου λίγο», ένευσε αγχωμένος και χώθηκε στην κουζίνα με σκοπό να του βρει τίποτα φαγώσιμο.
Έψαχνε ακόμη στα ντουλάπια μήπως ανακαλύψει κανένα μπισκότο, γιατί κάτι γκοφρέτες που είχε εντοπίσει ήδη του φαίνονταν ακατάλληλες για την περίσταση, όταν άκουσε τις τσιρίδες απ’ το σαλόνι. Πανικόβλητος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και είδε τη Βάσω, κίτρινη σαν το κερί, να στέκεται κοκκαλωμένη μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Έσπευσε να την καθησυχάσει εξηγώντας της τι είχε συμβεί. Εκείνη, δίχως να παίρνει το βλέμμα της απ’ τον μπαταρισμένο ξένο, πάσχιζε να συνέλθει απ’ την τρομάρα. Μα μόλις επανήλθε η αναπνοή της σε κανονικά επίπεδα και εμπέδωσε πως δεν κινδυνεύει, άλλαξε στάση. Δεν ήταν πια μια κοψοχολιασμένη γυναικούλα αλλά έξαλλη θηλυκιά που επέστρεψε στη φωλιά της, τη βρήκε παραβιασμένη και ετοιμαζόταν να τιμωρήσει όποιον ήταν υπεύθυνος ή είχε συμμετάσχει σ’ αυτό το έγκλημα. Τη φοβόσουν έτσι όπως έκανε.
«Σκέφτηκα να του δώσω κάτι να φάει», προσπάθησε να εξηγήσει δείχνοντας τις γκοφρέτες που κρατούσε στο χέρι του.
«Θέλω να φύγει τώρα, αυτή τη στιγμή, το κατάλαβες;» μούγκρισε η Βάσω.
«Τον χτύπησαν εδώ από κάτω, κρίμα είναι», είπε ξανά και άπλωσε το χέρι να της δείξει την πληγή στο μέτωπο του παιδιού.
«ΚΑΙ ΜΗΝ ΤΟΝ ΠΙΑΝΕΙΣ» ούρλιαξε –παραμορφωμένη από σιχαμάρα– με όσο αέρα είχαν τα πνευμόνια της. (…)

 

.

.

.


(…) Ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της ζωής του, η πιο ηλίθια από τις απερισκεψίες του, που όσα χρόνια και αν περνούσαν δεν θα συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του, ήταν όταν το Χειμώνα του 2004 υπέκυψε στις πιέσεις της γυναίκας του να εκμεταλλευτούν τις απίστευτες προσφορές ενός ταξιδιωτικού γραφείου και δέχτηκε να πάνε διακοπές σ’ ένα μέρος που λέγεται Πουκέτ. Δεν είχαν περάσει ούτε τρεις βδομάδες από το φοβερό τσουνάμι, που ερήμωσε τεράστιες περιοχές, σκότωσε πάνω από διακόσιες χιλιάδες ανθρώπους και λιάνισε τις ζωές και τις περιουσίες εκατομμυρίων άλλων. Σ’ εκείνο το μέρος λοιπόν, το στιγματισμένο από το θάνατο και την απόγνωση, οι άτεγκτοι κανόνες του κέρδους βρήκαν τρόπο να περιορίσουν τη χασούρα σκορπώντας στα πέρατα της γης το μήνυμα πως ο επίγειος παράδεισος που διαφέντευαν άντεξε τη σύγκρουση με τις δυνάμεις της καταστροφής και οι πύλες του παρέμεναν ανοικτές σε όποιον επιθυμούσε να τις διαβεί. Τέσσερις φορές κάτω απ’ τις τιμές που ίσχυαν πριν την καταστροφή κόστιζε εκείνο το προνόμιο.

Αυτός, ο Αργύρης Τρίκορφος, γεννημένος στη Νέα Ιωνία και μεγαλωμένος στο Νέο Ηράκλειο της Αθήνας, γιος ενός δουλευταρά άντρα, που από σεβασμό στην εργατική του καταγωγή παρά την προκοπή του έζησε όλη του τη ζωή ασκητικά, και μιας εξίσου έντιμης γυναίκας με απώτερες ρίζες στα κολιγοχώρια του θεσσαλικού κάμπου, ανιψιός κάποιου που προτίμησε, πριν καλά-καλά αντρωθεί, να αφήσει τα κόκκαλά του σε κάποιο βουνό της Δυτικής Ελλάδας παρά να απαρνηθεί τις ιδέες του, βρέθηκε, μόλις μερικά χρόνια πριν αρχίσουν και τα δικά του βάσανα, να κυκλοφορεί με παρδαλές βερμούδες και πουκαμίσες, γελοία καπέλα και ακόμη πιο γελοίες προσδοκίες για ένα αξέχαστο δεκαήμερο, όταν γύρω του ένας ολόκληρος λαός πενθούσε τους νεκρούς του και προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια του, βωλοδέρνοντας ανάμεσα σε ερείπια και μουχλιασμένα απ’ την υγρασία βουνά χαλασμάτων. Φυσικά και τους έκαναν να αισθανθούν καλοδεχούμενοι, γιατί οι ντόπιοι άλλο τρόπο να ζήσουν από το συνάλλαγμά τους δεν είχαν· εννοείται πως καμία, απολύτως καμία απαίτησή τους δεν θεωρήθηκε υπερβολική και έτυχαν εξαιρετικής περιποίησης από στρατιές πρόθυμων, σχεδόν δουλικών υπαλλήλων, που έδειχναν ικανοί για όλα στην προοπτική φιλοδωρήματος, μα όλες αυτές οι πληρωμένες γαλιφιές δεν άλλαζαν την πραγματικότητα.

Οι δυο τους, μαζί με χιλιάδες άλλους δυτικούς, κολυμπούσαν σε σμαραγδένια νερά και λιάζονταν σε εξωτικές παραλίες, τα μεσημέρια περιδρόμιαζαν σε απεριόριστες ποσότητες πολύχρωμα πιάτα υβριδικής κουζίνας, τα απογεύματα έπιναν χυμούς τροπικών φρούτων και αργά το βράδυ δροσίζονταν με περίτεχνα κοκτέιλ δίπλα σε φωτισμένες πισίνες· στις βόλτες τους αγόραζαν χειροποίητα αναμνηστικά για πενταροδεκάρες ή απολάμβαναν τις ανέσεις των πολυτελών δωματίων τους παραβλέποντας ότι στην πατρίδα τους ακόμη και τα κοτέτσια κόστιζαν ακριβότερα. Όλα έμοιαζαν ασφαλή, οργανωμένα στην εντέλεια και πολυτελή, αρκεί να έκλεινες τα μάτια για να μη δεις τη θλίψη αυτών που σε σέρβιραν, σε μετέφεραν ή σε διασκέδαζαν, αρκεί να έπιανες τη μύτη, αν ήσουν αρκετά τολμηρός για να βγεις από την επικράτεια των άθικτων από την καταστροφή ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και τύχαινε να περάσεις κοντά σε κάποιο κυβερνητικό κτήριο γεμάτο πτώματα σε αποσύνθεση, που ανέμεναν τη σειρά τους για να αναγνωριστούν και να ταφούν. Το επιχείρημα της Βάσως και κάποιων συμπατριωτών τους, με τους οποίους το συζήτησε, ότι το βλέπει λάθος και ότι τάχα η παρουσία τους εγγυόταν την επιβίωσή τους, απλά δεν τον έπειθε. Δεν υπήρχε τίποτα το ανθρωπιστικό στην απόφασή τους να περάσουν βασιλικά μόνο και μόνο γιατί είχαν την ευκαιρία. Γι’ αυτό δεν καταδέχτηκε να μιλήσει στη γλώσσα της με την ξένη γυναίκα και την άφησε να ξεφωνίζει.Τον εαυτό της αδικούσε παριστάνοντας πως δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται και τι συμβαίνει γύρω της.

Έπρεπε να γνωρίζει, οι τόποι είναι οι άνθρωποι· και αυτό το μέρος μαζί με τους ανθρώπους του είχαν εμπλακεί ξανά σε μια φοβερή δοκιμασία, έναν Αρμαγεδώνα που δεν είχε βέβαια τη δραματικότητα ενός ωκεάνιου κύματος δέκα, είκοσι ή τριάντα μέτρων και δεν θα σκότωνε με τη μία χιλιάδες ούτε θα έθαβε στη λάσπη ολόκληρες πόλεις, μα όποιος είχε μάτια να δει το έβλεπε πως εξελισσόταν σε δοκιμασία εξίσου τρομακτική, γιατί η αβέβαιη έκβασή της ίσως τους στερούσε κάτι σημαντικότερο απ’ τις περιουσίες τους και τον τρόπο ζωής τους· την περηφάνια τους θα ξεπάστρευε, θα κατάπινε την όρεξή τους για προσπάθεια και διάκριση και θα τους ξέκοβε μια κι έξω απ’ τις γενέθλιες αρχές τους, που, όσο και αν είχαν ξεθωριάσει και λησμονηθεί, παρέμεναν σημαντικές. Και έπρεπε όλοι να το σεβαστούν τούτο το επερχόμενο λιάνισμα, ειδικά όσοι ήταν περαστικοί. Αυτό ήταν το σωστό. Όποιος δεν το καταλάβαινε κακώς βρισκόταν εδώ. (…)

.

.

.

.

Ξανάστρεψε το βλέμμα ψηλά. Το σύννεφο είχε κιόλας φτάσει από πάνω τους. Χοντρές σταγόνες άρχισαν να πέφτουν. Έγειρε προς τα πίσω και άνοιξε τα χέρια με τις παλάμες προς τον ουρανό, να αισθανθεί τη δύναμη της φύσης. Η ψιχάλα πύκνωσε, έγινε κανονική βροχή, μέσα σε μερικές στιγμές εξελίχθηκε σε μπόρα τρομερή, που όσο πήγαινε και αγρίευε. Αλλά δεν ήταν νερό καθαρό αυτό που έπεφτε. Λάσπη πηχτή έβρεχε. Χοντρά κομμάτια μουσκεμένου χώματος, στο χρώμα του πεθαμένου αίματος, ρίχνονταν με τρομερή ορμή από ψηλά βάφοντας ό,τι ακουμπούσαν. Κόκκινη λάσπη έσταζε από τις μύτες των αγαλμάτων, λούνη ερυθρή έρρεε απ’ τα ρείθρα του μητροπολιτικού ναού, οι θάμνοι στα παρτέρια πήραν να γίνονται μπορντό, η πρασινάδα των δέντρων μουντζουρώθηκε. Και δεν έπεφτε μονάχα κατακόρυφα η ματωμένη εκείνη βροχή· στιγμές-στιγμές ανάλογα με τα τερτίπια του αέρα δημιουργούσε κύματα οριζόντια, που λέρωναν τους τοίχους μέχρι ψηλά, πυκνές ριπές πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη, σχημάτιζαν μικρούς στροβίλους που τρύπωναν μέσα από ανοιχτά παράθυρα και πόρτες.
Κοίταξε τον κόσμο, που έτρεχε πανικόβλητος να κρυφτεί. Ακόμη και όσοι πίστευαν μέχρι πριν λίγο πως είναι ασφαλείς κάτω από τις τέντες και τα στέγαστρα αναγκάζονταν τώρα να εγκαταλείψουν άρον-άρον τα τραπέζια τους κι έψαχναν καταφύγιο στο εσωτερικό των κτηρίων.
Μονάχα αυτός και τα παιδιά, που φρόντιζαν το σκύλο, στέκονταν ακόμη έξω αψηφώντας τον κατακλυσμό. Το αγόρι είχε γείρει πάνω από την κοπέλα και τη σκέπαζε όσο μπορούσε με το σώμα του, να την προστατέψει από τη βροχή. Σήκωσε ξανά το κεφάλι προς τα πάνω, χωρίς να νοιάζεται για τη λάσπη, που έμπαινε στα μάτια του. Σκοτεινιά είχε απλωθεί σ’ ολόκληρο τον ουρανό· απ’ άκρη σ’ άκρη δεν υπήρχε ούτε μια φωτεινή χαραμάδα, που να μαρτυρά πως τούτο το κακό ήταν περαστικό. Κι όμως, τα πράγματα θα καλυτέρευαν κάποτε, αποφάσισε· πρώτα θα χειροτέρευαν και μετά θα καλυτέρευαν πάλι.

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Η πόλη και η σιωπή, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013

Μία ανάγνωση του βιβλίου:

H δομική οργάνωση του μυθιστορήματος μέσα από ένα σύστημα σημείων:

Αργύρης Τρίκορφος ή τα τριάκοντα αργύρια στις 3 κορφές του Γολγοθά της Σιωπής

O Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, ένας από τους πλέον ταλαντούχους και πολλά υποσχόμενους συγγραφείς της γενιάς του, χαρακτηρίζεται, στα προηγούμενα δείγματα δουλειάς του, όχι μόνον από την αξιοσημείωτη χρήση της ελληνικής, την αφηγηματική ικανότητα και τη σοφή δόμηση του θέματος που κάθε φορά πραγματεύεται, αλλά κυρίως από την ορατή φιλοσοφική θέση, που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά θέση για τη ζωή και για τη λογοτεχνία ταυτόχρονα. Αυτό το  στοιχείο άλλωστε είναι που τον ξεχωρίζει αλλά και τον διαχωρίζει με σαφήνεια, τοποθετώντας τον ανάμεσα όχι μόνον στους άξιους προσοχής έλληνες συγγραφείς αλλά με άνεση και δίπλα σε πολύ καλούς ευρωπαίους ομότεχνούς του.

Η δουλειά του Τζαμιώτη απέχει πολύ από τη συνήθη οπτική του μέσου Έλληνα που αποστέλλει στο τυπογραφείο τα βιβλία του, κυρίως γιατί είναι ένας συγγραφέας, που γράφει συνειδητά, έχοντας εκείνη την ηθική της προάσπισης ενός στόχου και ασφαλώς τα απαραίτητα εργαλεία για να τον υποστηρίξει: βαθιά και αφομοιωμένη γνώση σε πολλαπλούς τομείς, όραμα, χάρισμα και πολύ καλό αισθητήριο σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της λογοτεχνίας. Συνεπώς, η γραφή του Τζαμιώτη δεν είναι της τάξεως μιας απλής εκτονωτικής και ναρκισσιστικής διαδικασίας.

Για τους παραπάνω λόγους συνιστά μια παρήγορη περίπτωση, συνηγορούμενη και από απαραίτητο χάρισμα του λόγου, σε ό,τι αφορά το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, καθώς, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ να συναγωνιστεί στο χώρο της πεζογραφίας, την παράδοση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, παρά μόνον με λίγες λαμπρές και σποραδικές εξαιρέσεις, που  κατόρθωσαν να επηρεάσουν το λογοτεχνικό γίγνεσθαι αποκλειστικά σχεδόν και μόνον στο συγχρονικό άξονα, ο οποίος παραμένει και στο ζωτικό χώρο της ανάμνησης, χωρίς, βεβαίως, να αναιρείται η χρησιμότητα της μνήμης. 

Η λογοτεχνία, ωστόσο, στην Ελλάδα, στο πλείστο των περιπτώσεων, παραμένει αυστηρά τοπικιστική και αυτιστική, τουτέστιν ηθογραφική, ανεξαρτήτως θεματολογίας και τοποχρονικής διαπραγμάτευσης του μύθου, που σημαίνει αδιάφορη και επιφανειακή, εάν λάβει κανείς υπόψη την πρόοδο της σκέψης και την αλλαγή της οπτικής γωνίας που οι επιστήμες μάς έδωσαν για την ερμηνεία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτό είναι δηλωτικό της διαπίστωσης ότι πορεία ανθρώπου και επιστήμης δεν τέμνονται αναγκαία, όπως ακριβώς και η όποια αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο δεν εγγυάται και την ταυτόχρονη αλλαγή νοοτροπίας που γαλουχούσε ό,τι προηγήθηκε και θεσμοθετήθηκε.

Η Ελλάδα και η λογοτεχνία της πάσχουν από επαρχιωτισμό, δηλαδή από άγνοια και, κατά συνέπεια, από έναν ναρκισσισμό άνευ ορίων,  από αυτό το  “φούσκωμα” που προκαλεί στον αδαή η εντύπωση του “προνομιούχου” λόγω καταγωγής και όλων των λοιπών φαντασιακών ταυτίσεων κοινωνικής ή εθνικής προέλευσης και σωτηριολογικού προσανατολισμού, που, κατ’ επέκτασιν, τον ωθεί σε επιλογές και συμπεριφορές αυτοκαταστροφικές.

Η Ελλάδα πάσχει και από κομφορμισμό επίσης, ένα τρίτο ιδιαίτερο γνώρισμα του επαρχιωτισμού. Προασπίζεται “εθνικές αξίες” και “εθνικά θέματα” συμπεριλαμβανομένων έργων με λαογραφικό ενδιαφέρον, που κάποτε εξελλίσσονται και σε ιστορικά μυθιστορήματα, οπωσδήποτε κατάλληλα για όσουν θεωρούν βαρετά τα αμιγώς ιστορικά βιβλία, που μόνον ως “εθνικά” δεν μπορούν να εννοηθούν, αν λάβει κανείς υπόψη του τον κοσμοπολίτικο και ουμανιστικό χαρακτήρα του λόγου των “προγόνων”: βεβαίως η ερμηνεία είναι συνήθως καθρεφτική, όταν ο λώρος παραμένει στη θέση του. Είναι γνωστή η συμπτωματολογία της καθήλωσης.

Και η “λογοτεχνία” μίας χώρας, όταν στο σύνολό της και για πολλά χρόνια  έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, αντανακλά τα ήθη του συνόλου, προβαίνοντας στην αυτοκτονική επιλογή της ταύτισής της με την πολιτική. Η Ελλάδα είναι μία φτωχή χώρα με φτωχή λογοτεχνία, αν και θα μπορούσε να είναι μία φτωχή χώρα με πλούσια λογοτεχνία. Θα ήταν πιο λογικό σε πλούσιες χώρες η λογοτεχνία να είναι φτωχότερη. Το καταφύγιο της λογοτεχνίας είναι πολιτικό με την ευρεία έννοια του όρου, διότι ανταπαντά με διαφορετικό τρόπο σε οτιδήποτε ενοχλητικό καταφθάνει έξωθεν, δεν το επαναλαμβάνει. Η Ελλάδα φαίνεται πως επιμένει στον ιστορικό υλισμό σε νεοφιλελεύθερο περιβάλλον, έχοντας εκ παραλλήλου κάκιστες σχέσεις και με τον υπαρξισμό

Σε αυτό το πλαίσιο, η γενιά του ’30 δρέπει, αναπόφευκτα και πιο συλλογικά ως σημείο αναφοράς, νεκρή τις δάφνες και το μανιφέστο της, καθώς, στην πραγματικότητα, πολλοί ενασχολούμενοι με τη συγγραφή, έχουν την όχι και τόσο τιμητική φαντασίωση της εκ νέου ανακάλυψης του τροχού, όταν ο καθόλου ευκαταφρόνητος λογοτεχνικός κόσμος σε παγκόσμιο επίπεδο έχει συνδεθεί, αποσυνδεθεί και επανασυνδεθεί, πάνω από έναν αιώνα, με κάθε λογής “πυραύλους και υποβρύχια”.  Οι αναφορές στο έργο των “προγόνων” και η αψυχολόγητη εμμονή στην “παράδοση” ως σφραγίδα “ελληνικότητας”, όχι μόνον δεν αποτελούν σωσίβιο σωτηρίας για το χώρο της λογοτεχνίας, αλλά συνιστούν και πέτρα στο λαιμό για την  ασφαλή καταβύθιση στα εγχώρια ύδατα, ένεκα της απλής διαπίστωσης ότι το πλούσιο έργο τους, αν και γνωστό, παραμένει αναφομοίωτο. Αυτό και μόνον συνιστά σύμπτωμα, όχι απλώς σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε κοινωνικό, που σημαίνει φορέα της οξείας πολιτιστικής κρίσης που χρόνια ζει ο τόπος και η οποία πυροδότησε και ενίσχυσε την οικονομική κρίση. Η κρίση είναι πρωτίστως πολιτιστική, δηλαδή συνειδησιακή, που σημαίνει ψυχική. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα δεν αναιρούν την αγχίνοια πνεύματος, αναιρούν τη σχέση του πνεύματος με την ψυχή,  και όταν η σχέση αυτή εκλείπει, η συνείδηση απουσιάζει. 

H “ελληνικότητα” του Αισχύλου, που διασχίζει αιώνες την ανθρωπότητα, δεν τέμνεται με την “ελληνικότητα” του έλληνα ηθογράφου, που το πολύ να διασχίσει αγκομαχώντας τα τείχη της γενιάς του ή και κάποιων γενιών ακόμη προσκολλημένων στα έθιμα του τόπου, αλλά μακράν ευρισκομένων από το άχρονο ήθος και την άχρονη αισθητική του. Ήδη εδώ υπάρχει ένα λογικό σφάλμα για το κριτήριο της ποιότητας του έργου, το οποίο εξαίρει το “εθνικό” όχι ως φορέα διαχρονικού νοήματος αλλά ως φορέα συγχρονικής πραγματικότητας με μεσοτοιχίες εκατέρωθεν. Λόγοι στοιχειώδους ευπρέπειας θα ήταν θεμιτό να λειτουργήσουν αποτρεπτικά προς την παράμετρο αυτήν, για να διασωθεί τουλάχιστον η “ελληνικότατη” έννοια της “τιμής”.

Η παραπάνω εισαγωγή, όσον αφορά το λογοτεχνικό εθιμοτυπικό στα εγχώρια,  δεν είναι τυχαία, διότι στο παρόν βιβλίο ο Τζαμιώτης “κινδυνεύει” να “κατηγορηθεί” από όσους έχουν μία διαφορετική οπτική στα της λογοτεχνίας, διότι ανέλαβε ένα πάρα πολύ μεγάλο ρίσκο: ενώ είναι πραγματικός μετρ σε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της “λογοτεχνικής πραγματικότητας”,  σε αυτό το βιβλίο πραγματεύεται το θέμα της κρίσης,  με την επιλογή του να καταγράψει το φαινόμενο φωτογραφίζοντας, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Που σημαίνει ότι δεν επαναδημιουργεί πραγματικότητα, έστω και ρεαλιστική, όπως στα προηγούμενα βιβλία του, αλλά επαναπαράγει την πραγματικότητα.  Ήδη η επιλογή εμπεριέχει, αναπόφευκτα, τον κίνδυνο της απεικόνισης με τη μορφή του ρεπορτάζ.

Κάνοντας, λοιπόν, τον συνήγορο του διαβόλου, μπαίνει το ερώτημα εάν αυτή η θέση, που αποτελεί και το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, πρέπει να μπει ως θέμα, για να μιλήσουμε για το τι ακριβώς κάνει η λογοτεχνία και σε ποια χρονική στιγμή. Θα μπορούσε κανείς να πραγματευτεί στο εδώ και τώρα το εδώ και τώρα με έναν διαφορετικό τρόπο, από τη στιγμή που αποφασίζει να μιλήσει γι’ αυτό; H συγκεκριμένη επιλογή προσέγγισης, που απέχει πολύ από τις προηγούμενες δουλειές του, τον βαραίνει ή τον καταξιώνει; 

Θεωρώ ότι, για να απαντηθεί το ερώτημα, έχουμε να δούμε τις προθέσεις του συγγραφέα στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ποια είναι η ομάδα-στόχος του; Κάθε συγγραφέας έχει στο νου του έναν γενικό φανταστικό αναγνώστη. Ποιος είναι αυτός στην προκειμένη περίπτωση; Είναι άτοπο να επιμένει κανείς να κρίνει το οποιοδήποτε έργο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα αυτό. Όπως επίσης είναι άτοπο να κατηγορήσει και την όποια επιλογή, όταν αυτή είναι συνειδητή και σκόπιμη.

Στα προηγούμενα βιβλία του, σίγουρα δεν είναι ο μέσος αναγνώστης. Σε αυτό το βιβλίο όμως υπάρχει μία στροφή προς το μέσο αναγνώστη, ο οποίος έχει ανάγκη από ξεκάθαρα συμβάντα, άκρως ρεαλιστικές αναπαραστάσεις, έναν “δάσκαλο” που να του δείχνει το αυτονόητο “πιάνοντάς τον από το αυτί” (το παράλογο στις κοινωνίες μας έγκειται στο ότι δεν είναι αντιληπτό το αυτονόητο! Αν ήταν, δεν θα ήμαστε ούτε σε Κρίση ούτε σε κρίση) και όχι να του συζητά με φιλοσοφικό τρόπο ή άλλου τύπου λογοτεχνικά εργαλεία, καταπιανόμενος με αφηρημένες έννοιες (πολύ πραγματικές στην ουσία, αλλά αφηρημένες για τον αναγνώστη που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον για ό,τι του μαρτυράει την αλήθεια, λόγω του ψυχολογικού μηχανισμού της αντίστασης). Εν ολίγοις κάποιον που αρχικά να του κάνει τον καθρέφτη, βάζοντάς τον ΟΜΩΣ ενώπιον ενός ηθικού διλλήματος: ζεις σε μία εποχή κρίσης, έχεις χάσει, όπως ο Αργύρης Τρίκορφος, ο ταξιτζής τα πάντα, είσαι βιασμένος και καταχρεωμένος, και ξαφνικά βρίσκεις 300.000 ευρώ, τα οποία δεν σου ανήκουν. Τι κάνεις;

Ποιος μπορεί να απαντήσει με ευκολία στο ερώτημα αυτό;  Το δίλλημα, κατά την άποψή μου, είναι και το σπουδαίο εύρημα του Τζαμιώτη, για να κινηθεί ομόκεντρα εν συνεχεία στους κόλπους της απεικόνισης της πραγματικότητας.  Το κεντρικό του εύρημα δεν είναι ρεαλιστικό, είναι άκρως συμβολικό και φιλοσοφικό, υπό την έννοια ότι η απάντηση από τη μεριά του αναγνώστη δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε αυτόματη και εμπλέκει μία σωρεία πεποιθήσεων, ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι συναντά τη λογική του Αργύρη Τρίκορφου.

Θα ήταν επιπόλαιο να πούμε ότι ο δάσκαλος-Tζαμιώτης μας δίδαξε πώς πρέπει να δίνουμε πίσω ό,τι δεν μας ανήκει. Ο Τρίκορφος περνά έναν Γολγοθά, ταλαντεύεται, νιώθει ενοχές, αποδιοργανώνεται, βρίσκεται σε συνεχείς συγκρούσεις και αποφασίζει για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος τον καθιστά πρόσωπο και όχι αντικείμενο. Δεν είναι χριστιανική η ηθική του Τρίκορφου, πουθενά δεν παραμονεύει η Κόλαση, είναι ελεύθερος να πράξει, αναλαμβάνοντας και τις συνέπειες της πράξης του. Είναι σαρτρικός. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.

H απάντηση, η συζήτηση, δηλαδή, με τον αναγνώστη, ως τέτοια, διά μέσου της ταύτισης με τον ήρωα, ήδη τον τοποθετεί σε μία διαφορετική διεργασία. Στον έναν πόλο είναι το χρήμα, στον άλλο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια καλύπτεται από το χρήμα ή το χρήμα καταρρακώνει την αξιοπρέπεια; Τι μπορεί να μπει στη θέση της  έλλειψης, από πού αναδύεται ο άνθρωπος; Και πώς κανείς υπερβαίνει ένα στερεότυπο, εάν δεν αναποδογυρίσει ολόκληρο το σύστημα αξιών του και εάν δεν επαναδημιουργήσει ένα νέο μέσα σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα; Η ανατροπή συνιστά απειλή για την οποιαδήποτε ψευδεπίγραφη ταυτότητα, γαντζωμένη σε αυτού του τύπου τις σηματοδοτήσεις.

Το ερώτημα που θέτει ο Τζαμιώτης είναι βαρύ, όταν σε συμβολικό επίπεδο το χρήμα, στο νεοφιλελεύθερο Λόγο, είναι εκείνο που φαίνεται ψευδώς να είναι ικανό να καλύψει κάθε έλλειψη, θορυβώντας με τσίγκο στη σιωπή. Και είναι ακριβώς αυτή η ψευδής αντίληψη, αυτό το πέπλο που σκεπάζει τον τρόμο του κενού και ακυρώνει την πραγματική επιθυμία, οδηγώντας στην έκπτωση των αξιών  καθιστώντας ένα ΠΡΑΓΜΑ, ένα ΣΚΟΥΠΙΔΙ, έναν ρακοσυλλέκτη της ουσίας του τον άνθρωπο. Και αυτή είναι η κρίση, που μεταφράζεται σε χρήμα, καθρεφτίζοντας τη βία της αποπροσωποποίησης των πάντων.

Υπό την έννοια αυτή, ένας σαρτρικός, επί παραδείγματι, λόγος, όσο ευχάριστος και να είναι σε θεωρητικό επίπεδο, σε κατάσταση Κρίσης, μάλλον σε μεγαλύτερη κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει, διότι θα ήταν αποτρεπτικός για το στόχο του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Το βιβλίο δεν θα διαβαζόταν από αυτούς που πρέπει να διαβαστεί, διότι είναι αυτοί ακριβώς που έχουν να θέσουν στους εαυτούς τους αυτό το απλό, σε πρώτο επίπεδο ερώτημα. Διότι είναι αυτοί που φτιάχνουν την Ιστορία με τις πολιτικές επιλογές τους και τις συμπεριφορές τους. Δεν υπάρχουν περιθώρια για χρήση άλλης γλώσσας. Βρισκόμαστε σε παλινδρόμηση. Και υπό την έννοια αυτή το βιβλίο είναι επιτυχημένο.

 Ο Τζαμιώτης δείχνει ότι μπορεί να κάνει ΚΑΙ αυτό: να είναι “διακριτικός και ευγενής” με την αντίληψη του μέσου αναγνώστη, όπως επίσης και άκρως “αγενής” με τους ενασχολούμενους με τη λογοτεχνία, που, άλλη μία φορά, τους βάζει στο εξαιρετικά δύσκολο ταξίδι της ανακάλυψης και αποκρυπτογράφησης πάρα πολλών σημείων που νοηματοδοτούν κατ’ επανάληψιν ένα σημειολογικό σύστημα στο οποίο έχει στηθεί ολόκληρο το βιβλίο και όπου εκεί ακριβώς βρίσκεται ο “φιλόσοφος” Τζαμιώτης:

Ας δούμε κάποια ερωτήματα:

1. Γιατί ο ήρωας ονομάζεται Αργύρης Τρίκορφος 2. Πώς αιτιολογείται η σχέση του με το σημαίνον “κουμπιά”; 3. Γιατί ο αυτόχειρ Τάκης ασχολείται με τις γραβάτες και τα μαντίλια; 4. Γιατί ο Νικολάου ασχολείται με τις φανέλες και προμηθεύει τον Στρατό; 5. Ποιοι είναι οι εσωτερικοί τόποι δράσης και πώς συνδέονται μεταξύ τους; 6. Ποια θέση έχει η τροφή μέσα στο βιβλίο και σε ποια σημεία επανέρχεται; 6. Γιατί ο μικρός ρακοσυλλέκτης ασχολείται με ένα ψυγείο; 7. Πού εργάζεται η γυναίκα του Αργύρη Τρίκορφου;  7. Πώς συνδέεται ο τάφος με τον ύμνο μιας ποδοσφαιρικής ομάδας; 8. Πώς συνδέεται η κλήση παράνομου παρκαρίσματος δίπλα σε έναν οίκο ανοχής και ποιον θα συναντήσει εκεί ο Αργύρης;

Θα μπορούσαν να τεθούν ακόμη πάρα πολλά ερωτήματα, τα οποία καταδεικνύουν ότι ο Τζαμιώτης πέρασε με ευφυή τρόπο σε δεύτερο πλάνο την πάγια τακτική κατασκευής των μέχρι στιγμής βιβλίων του, χρησιμοποιώντας την τεχνική που χρησιμοποεί η διαφήμιση και ο κινηματογράφος. Στη διαφήμιση το μήνυμα, στην πρώτη του ανάγνωση, είναι εύπεπτο, υπάρχει πάντα όμως μια μικρή λεπτομέρεια ή περισσότερες που λειτουργούν σε ασυνείδητο επίπεδο, ενισχύοντας το “οφθαλμοφανές” νόημα. Το ίδιο συμβαίνει και στον κινηματογράφο με ένα σύστημα σημείων, που εμφανίζονται σε μία αλυσίδα σημαινόντων, επανανοηματοδοτώντας τις σκηνές και ισχυροποιώντας το κεντρικό σημαίνον που πραγματεύεται ο σκηνοθέτης.

Ο Τζαμιώτης γνωρίζει τους τρόπους, διότι αφενός έχει εργαστεί και στη διαφήμιση και αφετέρου έχει κάνει σπουδές κινηματογράφου. Συνεπώς, το στήσιμο του βιβλίου όχι μόνον δεν είναι αφελές και αυτονόητο, αλλά είναι ακριβώς η ανάγνωση αυτών των σημείων, του δεύτερου επιπέδου δηλαδή, που θα οδηγήσει τον μη μέσο αναγνώση (ή και τον μέσο ακόμη με ασυνείδητη νοηματοδότηση) στην πρόσληψη μιας καθαρά υπαρξιακής συζήτησης, η οποία είναι πολύ κοντά στις αναζητήσεις και στις θέσεις του συγγραφέα. Αν και το νόημα πάντα διαφεύγει,  ο συνειρμός του ονόματος Αργύρης Τρίκορφος, με τα τριάκοντα αργύρια και τις 3 κορφές του Γολγοθά, ήδη δίνει το στίγμα μιας θυσίας στο βωμό του χρήματος και εν σιωπή… ή μάλλον εν μέσω 3 “εν κινήσει σιωπών”, όπως δηλώνει και το εν κινήσει ταξί στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Ποιες να είναι, άραγε, αυτές οι 3 σιωπές; 

Nα διαβαστεί, θα πρότεινα, και με αυτόν τον τρόπο… διότι στο βιβλίο αυτό η ιστορία ξεκινά μετά το τέλος του!

Photos: Ivana Vostrakova

Τα τραγούδια ακούγονται στο βιβλίο

.

.