RSS

Daily Archives: 12/08/2014

Μαρία Κούρση, Το βραχιόλι στο λαιμό

.

.

Σε μια σπιθαμή γης
που δεν μου αναλογεί
ο αέρας με προίκισε


(ούτε που ξέρω πώς να φροντίσω
την ποίηση εσένα
όλα τα ψέματα που κάνουν
την ποίηση εμένα)

.


.

Έλειψα για κάμποσο γύρισα
(για λίγο) το σπίτι ορθάνοιχτο
φωτεινό και καθαρό κι αν είχα
παραλείψει μια καληνύχτα ποτέ
δεν μπόρεσα να πω γιατί ο
επίλογος ήταν από την ποίηση
ελαφρύτερος και η ζωή βαρέλι
αμείλικτο κυλούσε η ποίηση
δεν έχει φωτογένεια.

Μαρία Κούρση, Το βραχιόλι στο λαιμό, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013

Artwork: Koppdelaney

 

Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο

 

 Στη γούρνα οι σταγόνες πέφτουνε η μια μετά την άλλη. Ακούς το καθαρό νερό, βγαλμένο από την πέτρα, να πέφτει πάνω στο λαγήνι. Ακούς. Ακούς θορύβους• πόδια που γδέρνουνε το χώμα, περπατούν, πηγαινοέρχονται. Οι σταγόνες πέφτουνε πάντα ακατάπαυστα. Το λαγήνι ξεχειλίζει και το νερό κυλάει πάνω στο βρεγμένο χώμα. «Ξύπνα!» του λένε. Αναγνωρίζει τον ήχο της φωνής. Προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι• αλλά το σώμα χαλαρώνει και πέφτει κοιμισμένο, συντετριμμένο από το βάρος του ύπνου. Χέρια αρπάζονται απ’ τα σκεπάσματα και τα τραβάνε• κάτω απ’ τη ζέστη τους το σώμα κρύβεται αναζητώντας τη γαλήνη. «Ξύπνα!» του ξαναλένε. Η φωνή ταρακουνά τους ώμους. Κάνει το σώμα να ανασηκωθεί. Μισανοίγει τα μάτια. Ακούγονται οι σταγόνες του νερού που πέφτουν απ’ τη γούρνα πάνω στο ξέχειλο λαγήνι. Ακούγονται βήματα που σέρνονται… Και το κλάμα. Τότε άκουσε το κλάμα. Αυτό τον ξύπνησε: ένα κλάμα ισχνό και απαλό, που ακριβώς επειδή ήταν ισχνό κατάφερε να γλιστρήσει μέσα απ’ το δίχτυ του ύπνου, να φτάσει ως εκεί που φωλιάζουν οι φόβοι. Σηκώθηκε αργά και είδε ένα γυναικείο πρόσωπο ακουμπισμένο στην παραστάδα της πόρτας, σκοτεινιασμένο ακόμα από τη νύχτα, να κλαίει με αναφιλητά.

– Γιατί κλαις, μαμά; ρώτησε• γιατί, μόλις ακούμπησε τα πόδια του στο πάτωμα, αναγνώρισε το πρόσωπο της μητέρας του.

– Ο πατέρας σου πέθανε, του είπε.

Κι έπειτα, σαν να είχαν λασκάρει τα ελατήρια του πόνου της, άρχισε να στριφογυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της, πάλι και πάλι, ώσπου χέρια απλώθηκαν μέχρι τους ώμους της και σταματήσουν τον αναβρασμό του κορμιού της. Από την πόρτα φαινότανε το χάραμα στον ουρανό. Δεν είχε αστέρια. Μόνο έναν γκρίζο, μολυβένιο ουρανό, που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ’ το φως του ήλιου. Ένα φαιοκίτρινο φως, σαν να μην ήταν το ξεκίνημα της μέρας, σαν μόλις ν’ άρχιζε να πέφτει η νύχτα. Έξω στην αυλή, βήματα• σαν από ανθρώπους που περιφέρονταν. Πνιγμένοι θόρυβοι. Κι εδώ, ετούτη η γυναίκα, όρθια στο κατώφλι• το σώμα της εμπόδιο στον ερχομό της μέρας• ν’ αφήνει να εισχωρούνε, μέσα από τα μπράτσα της, θραύσματα ουρανού, και κάτω από τα πόδια της ρυάκια από φως• ένα νωπό φως λες και το πάτωμα κάτω από κείνη είχε ποτιστεί με δάκρυα. Κι έπειτα το αναφιλητό. Και πάλι το απαλό αλλά οξύ κλάμα, κι ο πόνος που έκανε το κορμί της να σφαδάζει.

– Σκότωσαν τον πατέρα σου.

– Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;

Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο, σελ. 65-67, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013 

Πίνακες: George Tooker

.

.

 

Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ὁδός, περίπου Κηφισίας

Times Square on a rainy day

.

Πάλι στὸν ὕπνο μου ὁ Σταμάτης. Σ᾿ ἕναν δρόμο ὅπως ἡ Κηφισίας, καταμεσήμερο. Μὲ φώναξε μέσα στὸ βουητό, ἀπὸ τὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Στέντωρ, ἀκούστηκε ἡ φωνή του ἠχηρή, ὅπως πάντα: «Παράφρονα! Περίμενέ με». Ὅμως βιαζόμουνα πολὺ καὶ τοῦ λέω «γρήγορα, πέρνα, ἔχω δουλειά». Ἦρθε, ὑπόπτερος σχεδόν, πετώντας πάνω ἀπὸ τ᾿ αὐτοκίνητα. Κίτρινος ἤτανε, τὸν φίλησα. «Γρήγορα, τρέχα στὴ μάνα σου, στὴν ἀδελφή σου, νομίζουν ὅτι σκοτώθηκες μαλάκα», φώναζα. Ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται αἰωρούμενος πάνω ἀπ᾿ τὸ πεζοδρόμιο, γελώντας ζωηρά, κι ὅπως χανότανε πρὸς τὴν ἀπέναντι πλευρά, μοῦ ἀπάντησε τρυφερά: «Πές τους νὰ μὴν ἀνησυχοῦν, ἐγὼ πάω νὰ βασιλέψω». Μαῦρο μεσημέρι, ὁλόπικρον τὸν εἶδα πάλι.

Φωτό:John Vachon

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/dhmhtrhs_kosmopoylos_poems.htm

.

.

 

Διονύσης Καρατζάς, Βεατρίκη με τρελά πουλιά (μελοποιημένη ποίηση)

Carl Vilhelm Holsøe 76

.

Τρίζει ο ήλιος στα μαλλιά σου
και κατεβαίνει άνεμος ως τα λόγια μου
Βεατρίκη ένα πολύ ωραίο πρωινό
με πουλιά τρελά
Βεατρίκη, Βεατρίκη …
Ένα πολύ ωραίο πρωινό
με πουλιά τρελά
που γυροφέρνουν εφιάλτες
Κράτησε αύριο τη χαρά μου
πως μεγαλώνω έτοιμος στα τραγούδια μου
Βεατρίκη κάθε φορά που γράφεις
πρωινά αληθινά νερά
Βεατρίκη, Βεατρίκη …
Κάθε φορά που γράφεις
πρωινά αληθινά νερά
κι ας επιστρέφουνε οι νύχτες

Πίνακας: Carl Vilhelm Holst

 

Νίκος Λάζαρης, Tα δέντρα τρέχουν βιαστικά

.

Ένας άντρας τώρα είναι μαχαίρι,
είναι καρφί, είναι κοντάρι,
μια γυναίκα γυμνή είναι λίμνη,
είναι λειμώνας, είναι ουρανός,
ένα παιδί χωρίς ομπρέλα στη βροχή
είναι τραίνο και στις ράγες του χρόνου
ταξιδεύει.
Ξημερώνει.
Τα δέντρα στην πλατεία
τρέχουν όλα βιαστικά.
Και ακούω μέσα απ’ τους αιώνες
άλλη μια φορά να πλησιάζουν
των νικημένων τα βήματα.

Φωτό: Baumgartner Hans


Νίκος Λάζαρης, Tα δέντρα τρέχουν βιαστικά από την ομώνυμη συλλογή, Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2007

.

.

 

Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερωτικό

.

Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή της πλημμύρας.


Δεινόσαυρος ή τερατόμορφο κουνέλι
με την κουφαμάρα του προϊστορικού ζώου
στάθηκα στην καρδιά σου στα χαλάσματα μετά την καταιγίδα
και κοίταζα.


Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερωτικό, από την Έβδομη συμφωνία

Πίνακας: Rafal Olbinski

http://hdermi.blogspot.gr/2014/06/1968-2010.html

.

.