Όσο πιο καθαρά όμως ξεδιάκρινε η Έμμα τον έρωτά της, τόσο περισσότερο τον απωθούσε, για να μη φανερωθεί και για να τον περιορίσει. Θα ’θελε να τον είχε αντιληφθεί ο Λεόν• και φανταζόταν τυχαίες συγκυρίες, καταστροφές που θα τον διευκόλυναν σ’ αυτό. Εκείνο ασφαλώς που τη συγκρατούσε ήταν η νωχέλεια ή το δέος, ή και η αιδημοσύνη επίσης. Σκεφτόταν πως τον είχε υπερβολικά αποθαρρύνει, πως πέρασε πια η ώρα, πως όλα είχαν χαθεί. Έπειτα η αλαζονεία, η χαρά τού να λέει: «Eίμαι ενάρετη», και να κοιτάζεται στον καθρέφτη παίρνοντας πόζες εγκαρτέρησης, την παρηγορούσε κάπως για τη θυσία που πίστευε ότι κάνει. Τότε, οι ορέξεις της σάρκας, η λαχτάρα για το χρήμα και οι μελαγχολίες του πάθους, όλα συγχωνεύονταν σε μία και μόνη κακουχία– και, αντί ν’ αποστρέψει απ’ αυτήν τη σκέψη της, γαντζωνόταν πάνω της όλο και πιο πολύ• η οδύνη την ερέθιζε και αναζητούσε παντού την ευκαιρία. Οργιζόταν για ένα κακοσερβιρισμένο πιάτο ή για μια μισάνοιχτη πόρτα, θρηνοκοπούσε για τα βελούδα που δεν είχε, για την ευτυχία που της έλειπε, για τα υπερβολικά υψιπετή της όνειρα, για το υπερβολικά στενό σπίτι της.
Εκείνο που την έφερνε σε απόγνωση ήταν ότι ο Σαρλ δεν έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται το μαρτύριό της. Η πεποίθηση που είχε ότι την έκανε ευτυχισμένη της φαινόταν ηλίθια προσβολή και η σιγουριά του γι’ αυτό αγνωμοσύνη. Για ποιον, λοιπόν, έμενε φρόνιμη; Αυτός δεν ήταν το εμπόδιο στην ευδαιμονία της, ο αίτιος όλων των συμφορών της, το μυτερό θηλυκωτήρι του περίπλοκου αυτού ιμάντα που τη σφιχτόδενε από παντού; Μετέφερε, λοιπόν, πάνω του και μόνο το αναρίθμητο μίσος που απέρρεε από τις στενοχώριες της αυτές, και κάθε προσπάθεια για να το λιγοστέψει χρησίμευε μόνο στην αύξησή του• γιατί ο ανώφελος αυτός κόπος ερχόταν να προστεθεί στις άλλες αιτίες απελπισίας και συνέβαλλε ακόμα πιο πολύ στον παραμερισμό. Η ίδια η γλυκύτητά του απέναντί της την ωθούσε σε ξεσπάσματα. Η επιτυχής μετριότητα την έσπρωχνε σε φαντεζίδικα λούσα, η έγγαμη τρυφερότητα σε επιθυμίες μοιχείας. Θα ’θελε να τη χτυπούσε ο Σαρλ, για να μπορεί να τον μισήσει με περισσότερο δίκιο, να εκδικηθεί γι’ αυτό. Συχνά σάστιζε με τ’ απάνθρωπα σχήματα που της έρχονταν στη σκέψη• κι έπρεπε να εξακολουθεί να χαμογελά, ν’ ακούει τον εαυτό της, να λέει και να ξαναλέει ότι ήταν ευτυχισμένη, να καμώνεται ότι είναι, να τον αφήνει να το πιστεύει…
Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, σελ. 160-161, Εκδόσεις Εξάντας, 1993
Artwork: Dascha Friedlova
.
.