RSS

Daily Archives: 09/08/2014

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ

Όσο πιο καθαρά όμως ξεδιάκρινε η Έμμα τον έρωτά της, τόσο περισσότερο τον απωθούσε, για να μη φανερωθεί και για να τον περιορίσει. Θα ’θελε να τον είχε αντιληφθεί ο Λεόν• και φανταζόταν τυχαίες συγκυρίες, καταστροφές που θα τον διευκόλυναν σ’ αυτό. Εκείνο ασφαλώς που τη συγκρατούσε ήταν η νωχέλεια ή το δέος, ή και η αιδημοσύνη επίσης. Σκεφτόταν πως τον είχε υπερβολικά αποθαρρύνει, πως πέρασε πια η ώρα, πως όλα είχαν χαθεί. Έπειτα η αλαζονεία, η χαρά τού να λέει: «Eίμαι ενάρετη», και να κοιτάζεται στον καθρέφτη παίρνοντας πόζες εγκαρτέρησης, την παρηγορούσε κάπως για τη θυσία που πίστευε ότι κάνει. Τότε, οι ορέξεις της σάρκας, η λαχτάρα για το χρήμα και οι μελαγχολίες του πάθους, όλα συγχωνεύονταν σε μία και μόνη κακουχία– και, αντί ν’ αποστρέψει απ’ αυτήν τη σκέψη της, γαντζωνόταν πάνω της όλο και πιο πολύ• η οδύνη την ερέθιζε και αναζητούσε παντού την ευκαιρία. Οργιζόταν για ένα κακοσερβιρισμένο πιάτο ή για μια μισάνοιχτη πόρτα, θρηνοκοπούσε για τα βελούδα που δεν είχε, για την ευτυχία που της έλειπε, για τα υπερβολικά υψιπετή της όνειρα, για το υπερβολικά στενό σπίτι της.

Εκείνο που την έφερνε σε απόγνωση ήταν ότι ο Σαρλ δεν έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται το μαρτύριό της. Η πεποίθηση που είχε ότι την έκανε ευτυχισμένη της φαινόταν ηλίθια προσβολή και η σιγουριά του γι’ αυτό αγνωμοσύνη. Για ποιον, λοιπόν, έμενε φρόνιμη; Αυτός δεν ήταν το εμπόδιο στην ευδαιμονία της, ο αίτιος όλων των συμφορών της, το μυτερό θηλυκωτήρι του περίπλοκου αυτού ιμάντα που τη σφιχτόδενε από παντού; Μετέφερε, λοιπόν, πάνω του και μόνο το αναρίθμητο μίσος που απέρρεε από τις στενοχώριες της αυτές, και κάθε προσπάθεια για να το λιγοστέψει χρησίμευε μόνο στην αύξησή του• γιατί ο ανώφελος αυτός κόπος ερχόταν να προστεθεί στις άλλες αιτίες απελπισίας και συνέβαλλε ακόμα πιο πολύ στον παραμερισμό. Η ίδια η γλυκύτητά του απέναντί της την ωθούσε σε ξεσπάσματα. Η επιτυχής μετριότητα την έσπρωχνε σε φαντεζίδικα λούσα, η έγγαμη τρυφερότητα σε επιθυμίες μοιχείας. Θα ’θελε να τη χτυπούσε ο Σαρλ, για να μπορεί να τον μισήσει με περισσότερο δίκιο, να εκδικηθεί γι’ αυτό. Συχνά σάστιζε με τ’ απάνθρωπα σχήματα που της έρχονταν στη σκέψη• κι έπρεπε να εξακολουθεί να χαμογελά, ν’ ακούει τον εαυτό της, να λέει και να ξαναλέει ότι ήταν ευτυχισμένη, να καμώνεται ότι είναι, να τον αφήνει να το πιστεύει…

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, σελ. 160-161, Εκδόσεις Εξάντας, 1993

Artwork: Dascha Friedlova

.

.

 

Μελοποιημένη ποίηση: Nάνος Βαλαωρίτης, Ποια θάλασσα

.

Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη


Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς

.

.

Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά

Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό

.

.

Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;


Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά

Πίνακας: Don Rankin

.

.

 

Κωστής Παπακόγκος, Άνω τελείες και τελείες

.

Βγάλε το ασκητικό κρασί
απ’ των στηθειών τις δούγες∙
κάμε τις δούγες σου φτερούγες
να υψώσεις την κραυγή.


Έγινε η νύχτα ένα ανοιχτό
βάραθρο στο πλευρό σου∙
ας πέσει ο τραγικός καρπός σου
τορπίλλη στο βυθό.


Τώρα ο μαγίστρος σε καλεί
που ξεκινά απ’ το κύμα∙
δε βρίσκει πέρασμα και σήμα
στους δρόμους η σιωπή.


Απόψε είν’ βιαστικό το φως
τα βλέμματα γυρεύει∙
πίσω απ’ τις φλούδες ενεδρεύει
άγρυπνος ο χυμός.

Κωστής Παπακόγκος, Άνω τελείες και τελείες, σελ. 36 (Κρουνηδόν) από τη συλλογή Νότος (μ’ ένα γράμμα του Ν. Δ. Καρούζου),

Αθήνα 1966, Όνειρος.

Πίνακας: Dan McCaw

 

 

Κωστής Παπακόγκος, Ακρογιαλιά της μνήμης

.

Κίτρινο φεγγαράκι σα λεμόνι
κρούει τα νερά και ταξιδεύει
το καναρίνι βροχερό μέσα στις νοσταλγίες.
Κι έρχεσαι συ με βλέμματα ηχερά φτερά να σφάξουν
τα θερινά μου οράματα
όπως πατούσες βότσαλα τα βάσανά σου στο ακρογιάλι
και η φούστα σου ανατάραζε το χρόνο
σε γαλανό κυμάτισμα
ανέβαιναν τα δέντρα προς το μέλλον.
Από μακρυά τα σήμαντρα φέρναν στο σώμα μας τις πυρκαγιές
όταν οι δρόμοι τίναζαν τις ώρες στον αγέρα
κρατούσες στα λεπτά σου δάχτυλα κλειστό
λουλούδια τη βραδυά.


Όνειρα δροσερά νερά της ξαστεριάς αγγίγματα
μπαίναν απ’ τα παράθυρα να βάψουν
από φωτιά τον ύπνο σου στην άκρη τα χαράματα.
Τότε το προσκλητήριο στα κόκαλά μου σφύριξε
μες απ’ των άστρων τα μελτέμια
πρόσταξα εγώ τη θάλασσα να ’ναι αλμυρή στο αίμα.
Ώσπου με νέα χρώματα τα πράγματα να ντύσεις
μέχρι να πλύνεις με κρασί τα πεζοδρόμια
με δάκρυα να μιλήσεις
να φέρεις τις τριανταφυλλιές μες στον τραχύν ορίζοντα.
Νιώθω τη μνήμη διάπλατη
στην πολυδάχτυλη βραδυά της νοσταλγίας.


Κωστής Παπακόγκος, Ακρογιαλιά της μνήμης, σελ. 11 (Σταγόνες) από τη συλλογή Νότος (μ’ ένα γράμμα του Ν. Δ. Καρούζου),

Αθήνα 1966, Όνειρος.

Πίνακες: Marina Bogdanova