Άρχισε η υποχώρηση με τα χέρια ψηλά, κατά ομάδες. Με παίρνει το πλήθος και προχωρώ, με λαχτίζουν τα κοντάκια των φαντάρων, τώρα λέω και θα μου την ανάψουν πισώπλατα. Νιώθω σπόνδυλο σπόνδυλο τη ραχοκοκκαλιά μου και τον τρόμο, που τη συναρμολογεί λεπτεπίλεπτα. Μπερδεύονται τα πόδια μου, σκύβω μπροστά, παραλίγο να σωριαστώ. Περνώ την καγκελόπορτα, πατώ αίματα και προκηρύξεις. Οι φαντάροι μάς γιουχάρουν και χτυπούν τις αρβύλες τους στην άσφαλτο σαν να κάνουν ξου ξου στα ζωντανά, κι εμείς προχωρούμε σκυφτά, σκοντάφτομε στα βήματά μας και τρέμομε. Γωνία Τοσίτσα μ’ αρπάζουν απ’ τα μαλλιά δυο ασφαλίτες. Πάω να τους ξεφύγω, ένας φαντάρος με πιάνει απ’ το μπράτσο, βλέπω τα δάκρυα στα μάτια του. Κάτι μου ψιθυρίζει, αλλά δεν πρόλαβε. Οι μπάτσοι τον κάνουν πέρα, προσπαθώ ν’ αντισταθώ και ζαλίζομαι απ’ τον πόνο. Τους άφησα να με σέρνουν προς την κλούβα και με λάχτιζαν στην κοιλιά. Μ’ ακούμπησαν στην πόρτα και με χτυπούσαν με τις γροθιές τους στο πρόσωπο. Μ’ αδειάζουν σ’ ένα κάθισμα κι αποξεχνιέμαι με τα βαθουλώματα που κάνει το κλάμα μου. Τ’ αγόρι δίπλα μου μ’ αγκαλιάζει.
Μάρω Δούκα, Η αρχαία σκουριά, Εκδόσεις Πατάκη, 2008
Κοιτάς τις διαφημίσεις. Τις διαφημίσεις που καλύπτουν σχεδόν κάθε χιλιοστό ελεύθερου χώρου στο πολυκατάστημα, που κρέμονται πάνω από τα ίδια τα προϊόντα όπως οι μεταλλικές ταυτότητες στο λαιμό των φαντάρων, αληθινός στρατός της σωτηρίας. Κοιτάς τα αισθησιακά σώματα των γυναικών και των αντρών, που κι αυτά με τη σειρά τους σε κοιτούν με νόημα• σώματα όλο και πιο γυμνά, όλο και πιο προκλητικά, σύμβολα μιας νέας λατρείας που υπόσχεται τα πάντα αρκεί να τα θέλεις όλα τώρα. Προτάσεις ζωής: προτάσεις για το χειμώνα, την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Προτάσεις για να βγεις, να κάτσεις σπίτι, να ξεκουραστείς. Προτάσεις για να το βάλεις στα πόδια το Σαββατοκύριακο. Εικόνες ευτυχίας, εικονολατρία, αφηγήσεις• ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, χαμόγελα. Πολλά χαμόγελα. Αλλά και βλέμματα πονηρά, προκλητικά. Προσκλήσεις σε απολαύσεις που δεν γίνονται λέξεις• όλοι με όλους, όλοι για όλα, όλα για το τίποτε. Τα πάντα επιτρέπονται, σχεδόν επιβάλλονται. Αέρας ευημερίας, ελευθερία και θάνατος, σε μια αφίσα που δεσπόζει στο κέντρο του ορόφου με τα αντρικά εικονίζεται ένα αυτοκινητικό δυστύχημα• ο δρόμος είναι σπαρμένος πτώματα, τα πτώματα φορούν τη μάρκα ρούχων που διαφημίζεται.
Στους γύρω δρόμους, στα κιόσκια, στα περίπτερα, δεν υπάρχουν μυστικά. Τα υπονοούμενα έχουν γίνει προ πολλού νοούμενα. The real thing. Οι μάσκες πέφτουν, τα ρούχα πέφτουν, οι ψωλές σηκώνονται. Τα βυζιά φουσκώνουν, οι ρόγες σκληραίνουν, τα μουνιά ανοίγουν και σας υποδέχονται. Οι κωλοτρυπίδες διαστέλλονται και συστέλλονται, τα σκατά στριμώχνονται στο βάθος, στο βάθος κήπος και τόνοι από διεγερτικά. Γάμησέ με, ξέσκισέ με, πάτησέ με, κάνε με κομμάτια. Οι γέροι κουνούν το κεφάλι, οι νέες και οι νέοι τον κώλο τους, που κι αυτός λέει περίπου τα ίδια πράγματα, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, οι τιμές πέφτουν, η αγορά ισορροπεί κάπου ανάμεσα στο μη και στο δεν, οι σωματέμποροι τρίβουν τα χέρια τους και τα αχαμνά τους.
Kατσουλάρης Κώστας, Ο αντίπαλος, Εκδόσεις Πόλις, 2005
Δεν είχα ξανακούσει το όνομά της. Στην αρχή μου θύμισε τροπικούς, ούτε συζήτηση για κάτι τρομερό, σαν το πλάσμα Μαλντορόρ, για παράδειγμα. Αν και είχα πάντα την προδιάθεση να μεγεθύνω οτιδήποτε, να του δίνω τη χειρότερη διάσταση: ήταν ένοχο ακόμα και αυτό που είχε βρεθεί συμπτωματικά στον τόπο του εγκλήματος Οπότε μια γοτθική φαντασίωση, ας πούμε, για το πιο ανώδυνο δεν αρκούσε να το περιγράψει. H γουταπέρκη, αυτό το ιαματικό υλικό, ξέφυγε από τον κανόνα των συνηθισμένων υπερβολών μου. Ωστόσο από την αρχή της γνωριμίας μας κράτησε από μένα παράξενες αποστάσεις.
Βέβαια, τότε σ’ εκείνη την ευκρίνεια του ’64 με τον αφόρητο πόνο- που ούτε η, συνήθως σπάνια, πατρική θωπεία κατόρθωνε να απαλύνει- την ένοιωσα απειλητική. Και επί πλέον δεν τη φανταζόμουν τόσο παρούσα μέσα στο χρόνο. Γιατί, όπως συμβαίνει συνήθως με ό,τι θα διαρκέσει, τίποτα δεν είχε προειδοποιήσει για την εμφάνισή της. Έφταιγε μια σκληρή μαστίχα που είχα σχεδόν ξεχάσει στο στόμα διαβάζοντας ένα φτηνό μυθιστόρημα. Εφηβικό μεσημέρι με τον αμερικάνικο χαμηλό στο τρανζίστορ, που πρόσθετε κι αυτός κλίμα στο λογοτεχνικό γουέστ των σελίδων. Οι ρίζες του τραπεζίτη δημιούργησαν το αιμάτωμα στη γνάθο. Το ξαφνικό άλγος γέννησε εικόνες πλάγιες και εσωτερικές που απορροφήθηκαν λίγο μετά στον πνιγηρό θόλο της οδοντιάτρου. Τα χείλη από πάνω μου σχημάτισαν τη λέξη και νόμισα μέσα στην ομίχλη ότι άκουγα εξορκισμό. Η γουταπέρκη έκλεινε την επίπονη θεραπεία: μ’ αυτήν θα γινόταν το σφράγισμα. Όταν σηκώθηκα, επιτέλους, από την ιατρική πολυθρόνα με τη γεύση της έντονη, δεν ήξερα ότι έπρεπε να την υπολογίζω σοβαρά. Η ηχώ του ονόματός της, πάντως, έμεινε ένας μόνιμος, κρυφός αντίλαλος, που έφερνε στην επιφάνεια μαζί του κάθε λεπτομέρεια του παλιού τοπίου: το νωθρό μεσημέρι, τη πλάγια στάση μου στο κρεββάτι, τη μουσική, τον υστερικό ερωτισμό του βιβλίου, τον ξαφνικό πόνο, τις σκιές των δικών μου, και τη ναρκωτική οσμή της ουσίας. Μπορεί να έφταιγε και η δειλία μου αλλά δεν έπαψα να τη σκέπτομαι συχνά. Το περίεργο ήταν ότι δεν την υπολόγιζα ξένη στο σώμα μου αλλά ούτε και δική μου. Πάντως εκείνη με ακολούθησε πιστά και ανάλαφρα, σαν τα εγγύς οδυνηρά που νομίζουμε ότι δεν μας ακτινοβολούν. Γι’ αυτό σχεδόν διασκέδαζα με όσα είχε προστατέψει και έπρεπε να τα θυμάμαι με ευχαρίστηση σχεδόν.
Με αφορμή, όμως, μια άλλη ενόχληση το ’78, στο ίδιο σημείο της γνάθου, με ανάγκασε να δω καθαρότερα τις προθέσεις ή μάλλον τα όριά της. Ήταν κι αυτή, λοιπόν, φθαρτή και ανεξέλεγκτη. Με εγκατέλειπε, τέλος πάντων, ανυπεράσπιστο και άτονο. Αλλά δεν είχε περάσει τότε πολύς καιρός από την εμφάνισή της και το σκηνικό παρέμενε μάλλον απαράλλακτο. Θα μπορούσα να ζητήσω, ας πούμε, από τον πατέρα μου παρήγορες λεπτομέρειες για την εφιδρωμένη συνάντησή μου μαζί της εκείνο το μεσημέρι, που τότε δεν φαινόταν και πολύ μακρινό: να επιστρέψω ακολουθώντας, με λίγα λόγια, τα ίδια μου τα ίχνη.
Όταν χρειάσθηκε, όμως, τελευταία να αντιμετωπίσω μια νέα της αδιαφορία, σε άλλη κρίση της γνάθου, ένιωσα εντελώς έκθετος, σκυμμένος σε επιφάνειες που γυάλιζαν εχθρικά, κρατώντας το βάθος κλειστό. Δεν υπάρχουν πια μάρτυρες να με συντρέξουν, ούτε, η μνήμη της υπερήλικης γιατρού, ήταν σε θέση να βοηθήσει. Τότε κατάλαβα γιατί το όνομα της ουσίας με είχε από την αρχή φοβίσει. Σαν να προμάντευα μόνο από τη λέξη «γουταπέρκη» τη δύναμή της να κλείνει αθόρυβα και ερμητικά τις πόρτες πίσω μου. Ήθελα πάντα να πείσω τον εαυτό μου, παρ’ όλ’ αυτά, ότι εκτελούσε μια φιλική αποστολή, ότι εγώ ήμουν εκείνος που την προστάτευε από τον απρόβλεπτο εαυτό της. Γιατί με έκανε να πιστεύω ότι της είχαν αναθέσει το ρόλο του φύλακα σε κάποιον που τον είχε η ίδια στην πραγματικότητα ανάγκη. Και ήταν αλήθεια. Εγώ της έδινα υπόσταση, την έκανα να νιώθει χρήσιμη στην ιδέα ότι κρατάει κάτω από την επιφάνειά της κειμήλιά μου.
Από την άλλη, επειδή ούτε εγώ ο ίδιος ξέρω τί ακριβώς μου διασώζει, σκέπτομαι κάποια στιγμή να δω επιτέλους τα πράγματα καθαρά, χωρίς συναίσθημα και δράμα: να ομολογήσω ότι αυτό το σφράγισμα δεν καλύπτει παρά ένα κενό…
Da te. Η αφαιρετική. Ablativo.
Πτώση τόσο πολύτιμη
όσο κι η μοναξιά που απλόχερα μου χάρισες
κι αφουγκράζομαι κιόλας τον δισταγμό
ανάμικτο με την απόφαση
στα βήματά σου που όλο ξεμακραίνουν
την τρικυμία στο χρώμα της φωνής σου
που κάθε λίγο ξεθωριάζει
και μόνο το άρωμά σου επιμένει έσχατο
σε κάποιο ξέφτι μιας παλιάς μου ρόμπας.
Η αφαιρετική μια πτώση απούσα
στη γραμματική Τζαρτζάνου
ίσως για να ξορκίσει ολότελα
αυτή τη μοναξιά
που δεν θ’ αντάλλαζα με τίποτα
ούτε μ’ εκείνη την παρουσία σου ακόμα
που η απουσία σου, την εξιδανικεύει.
Μείνε λοιπόν μακριά μου.
Θέλω πάντα να σε περιμένω.
* Vorrei.
Πίνακας: Anna Ådén
Αγγελική Σιδηρά, Da…te*, από τη συλλογή Αναπάντεχα κοντά, Εκδόσεις Ευθύνη 2013
Το είδωλο του μπουφέ της μικρής, καθημερινής τραπεζαρίας ερχόταν να ενωθεί τα χειμωνιάτικα απογεύματα, σαν έπαιρνε να βραδιάζει, με τα μεγάλα φοινικόδεντρα του διπλανού κήπου, που άπλωναν στο σύθαμπο τα σκοτεινά κλωνιά τους και γύρευαν, λες, ν’ αγκαλιάσουν το παλαιικό εκείνο έπιπλο και όλο το δωμάτιο. Ήταν μια εικόνα που με σαγήνευε μαζί και με τρόμαζε, αυτός ο μπουφές που γινόταν έξαφνα διπλός, σαν να ’βγαινε έξω χωρίς να φεύγει από τη θέση του, κι έμοιαζε να αιωρείται στο κενό, ενώ καθρέφτιζε με τη σειρά του, πάνω στο δικό του τζάμι, και το παράθυρο με το δικό του είδωλο και τις σκιές από τα φοινικόδεντρα και τον κρεμασμένο απ’ το ταβάνι γλόμπο του ηλεκτρικού, που μόλις είχε ανάψει και πολλαπλασιαζόταν τώρα απεριόριστα σ’ ένα αδιάκοπο πήγαιν’ έλα ανάμεσα στις δυο γυάλινες επιφάνειες. Έτσι ο γνώριμος, κλειστός, προστατευτικός χώρος της τραπεζαρίας προβαλλόταν στον απροσδιόριστο, ανεξερεύνητο, χαώδη χώρο του κήπου. Κι εκείνος πάλι εισχωρούσε, σκοτεινός και απειλητικός, μέσα στο μικρό δωμάτιο, τυλίγοντας τα πάντα με την αινιγματική του παρουσία, εμφυσώντας σε κάθε αντικείμενο την πνοή του μεγάλου κόσμου. Το μέσα έσμιγε με το έξω σε μια συνεύρεση μυστική, που την ένιωθα γεμάτη μύριες δυνατότητες, μύριες υποσχέσεις, αλλά και μύριους κινδύνους. Εικόνα πρωταρχική και ανεξίτηλη στη μνήμη, που με συντροφεύει όπου κι αν βρεθώ.[…]
Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κέδρος 1995
Αποχαιρέτα την για πάντα αυτήν τη σύντομη
εποχή της ελευθερίας.
Αντίο αλησμόνητες μέρες και νύχτες ένδοξες
και φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος
Υπήρξαμε νέοι, σε τίποτα δεν ελπίζαμε
και περιμέναμε το αύριο με το τυφλό πείσμα
του ναυαγού που ρίχνει στο νερό πέτρες.
Σταμάτης Πολενάκης, Το μεγάλο αίνιγμα από τη συλλογή Τα σκαλοπάτια της Οδησσού, Μικρή Άρκτος, 2012
και στους ανώμαλους.
Στο Δημοτικό
στο Γυμνάσιο
στο Λύκειο
στο Κολλέγιο
όλοι οι ανεπιθύμητοι
μαζεύονταν
γύρω
μου.
Τύποι με ένα χέρι
τύποι με νευρικά τικ
τύποι με διαταραχές ομιλίας
τύποι με λεύκη πάνω απ’ το ένα μάτι,
δειλοί
μισάνθρωποι
φονιάδες
ηδονοβλεψίες
και κλέφτες.
Στα εργοστάσια,
στην πιάτσα,
πάντα τραβούσα τους ανεπιθύμητους. Με έβρισκαν
κατευθείαν και με πλησίαζαν
από μόνοι τους. Όπως
και τώρα.
Σ’ αυτήν τη γειτονιά
με βρήκε πάλι
ένας.
Περιφέρει
ένα καρότσι από σούπερ μάρκετ,
φορτωμένο με σκουπίδια:
τσαλακωμένα κουτιά, κορδόνια,
άδειες σακούλες από πατατάκια,
κουτιά από γάλα, εφημερίδες, κοντυλοφόρους…
«E, φιλάρα, πώς πάει;»
Σταμάτησα και μιλήσαμε
για λίγο.
Ύστερα χαιρέτησα
όμως αυτός ακόμη
με ακολουθεί
στις μπίρες και στα πηδήματα…
«Kράτα με ενήμερο,
φιλάρα, κράτα με ενήμερο. Θέλω να ξέρω
τι τρέχει».
Είσαι ο καινούργιος μου.
Δεν τον είδα ποτέ
να πιάνει κουβέντα
με άλλον.
Τώρα το καρότσι κουτρουβαλιάζεται
πίσω μου
ακριβώς,
ύστερα κάτι
πέφτει.
Σταματά
να το μαζέψει.
Χώνομαι τότε
στην είσοδο
εκείνου του πράσινου ξενοδοχείου,
στη γωνιά
διασχίζω
το διάδρομο
βγαίνω
από την πίσω πόρτα
εκεί,
να σου μια γάτα
κάθεται μακάρια ευτυχισμένη,
κάνει
να μου χιμήξει.
Τσαρλς Μπουκόβσκι, Πάντα άρεσα στους ψυχοπαθείς από τη συλλογή Τρόμου και αγωνίας γωνία,
H αφύπνιση δεν δραπετεύει
όπως δραπετεύουν τα όνειρα.
Κανένας θόρυβος, κανένα κουδούνι
δεν την ταράζει,
καμιά κραυγή, ούτε πάταγος
ξεπετιέται απ’ αυτήν.
Θολές και πολυσήμαντες
είναι οι εικόνες στα όνειρα,
που μπορεί κανείς να τις ερμηνεύσει
με πολλούς, διάφορους τρόπους.
Αφύπνιση σημαίνει αφύπνιση σκληρή
κι αυτό είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα.
Για τα όνειρα υπάρχουν κλειδιά.
Η αφύπνιση ανοίγεται μόνη της πάντα
και δεν περιχαρακώνεται ποτέ.
Χύνονται απ’ αυτήν
σχολικά απολυτήρια και άστρα,
πέφτουν πεταλούδες
και οι ψυχές των παλιών σίδερων,
χωρίς κεφάλια καπέλα
και κρανία των σύννεφων.
Κι όλο αυτό
ένας άλυτος γρίφος.
Χωρίς εμάς δεν θα υπήρχαν τα όνειρα.
Αυτός που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε η αφύπνιση,
είναι άγνωστος
και της αϋπνίας του η κατάληξη
δένεται με τον καθένα
που ξυπνάει.
Τα όνειρα δεν είναι τρελά,
τρελή είναι η αφύπνιση,
έστω και με το πείσμα,
που κρατεί
στων γεγονότων το τρέξιμο.
Στα όνειρα ζει ακόμα
ο νεκρός μας πριν από λίγο καιρό,
χαίρεται κιόλας την υγεία του
και την ξαναποκτημένη του νιότη.
Η αφύπνιση όμως μπρος απ’ τα μάτια μας
το νεκρό του σώμα υψώνει.
Η αφύπνιση ούτ’ ένα βήμα πίσω δεν κάνει.
Η λεπτότητα των ονείρων
τη μνήμη εύκολα γλιτώνει απ’ αυτά.
Η αφύπνιση δε χρειάζεται να φοβάται τη λησμονιά.
Σκληρή πτυχή η αφύπνιση.
Φορτώνεται στο σβέρκο μας,
βαραίνει την καρδιά,
γκρεμίζεται στα πόδια.
Δεν υπάρχει απ’ αυτήν φυγή,
γιατί και στη φυγή μάς συνοδεύει.
Και τέτοιος σταθμός δεν υπάρχει
στη διαδρομή του ταξιδιού μας,
που να μη μας περιμένει.
Βισλάβα Σιμπόρσκα, Αφύπνιση από τη συλλογή Τέλος και αρχή, σελ. 26-27, μτφρ.: Nίκος Χατζηνικολάου, Κούριερ Εκδοτική, 1993