Στα σιτοχώραφα με δυο σπρωξιές
κεραυνό ή απήγανο γέννησε.
Στη λοχεία επάνω
εννόησε
την ασήκωτη πέτρα. Σιτάρι
θέρισε αγίνωτο.
Με τα πρώτα της ξανά έμμηνα
λοξά τον μίσχο της τον σουγιάδισε
και ρίχτηκε στους αγέρηδες
μυτερό άγανο, καημός
στο ατελείωτο γλέντισμα,
στης αγάπης
βαθιά την αιώρηση, μιας αγάπης
πάντοτε που οδεύει