RSS

Daily Archives: 02/03/2021

Δήμητρα Κουβάτα, Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι

.

Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε
όταν απ΄ την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.
Ερχόμουν κι ήθελα μονάχα
τα πόδια να του πλένω,  να του γεννώ παιδιά,
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.
Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,
το μπράτσο σημαδεύει.
Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε
ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.
Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.
Τα βράδια που εκείνος δε γυρνά
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί  μου
και σκέφτομαι στης Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.
Σαν να ‘μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου,
μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ‘μουν σκλάβα του,
με μάρκαρε.
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι από τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.
Δε βγάζουνε σωστό λογαριασμό.

Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια.
Και δεν ευθύνομαι  εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.

Δήμητρα Κουβάτα, Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι, από τη συλλογή Καθαρό οινόπνευμα, Μανδραγόρας, 2020.

 

Νιόβη Ιωάννου, Στις οκτώ

.

όταν ερχόταν η ώρα
η αδερφή μου
με τοποθετούσε στο μεγάλο τραπέζι
κρύβοντας τα μάτια μου στις τσέπες της
ίσως και να μην ήμουν εγώ
που χόρευα και γελούσα στον κήπο
ντυμένη στα λευκά
ίσως και να μην ήταν εκείνη
το κορίτσι με το ραγισμένο φόρεμα
που έσφιγγε στους αγκώνες τη φωνή του
ώσπου να πάψουν τα δάχτυλα
ώσπου να πάψουν
μοναχοκόρες ήμαστε
πεινούσαμε πάντα αντικριστά
και κλείναμε τ’ αυτιά μας
ακούγοντας
τους κόκκους του ρυζιού
να πέφτουν με θόρυβο στο πάτωμα
ακούγοντας
το σκοινί να μεγαλώνει
ν’ απλώνεται γύρω απ’ τον πήλινο λαιμό του αλόγου
που έστεκε όρθιο
για χρόνια έστεκε όρθιο
στην άκρη της παλιάς σκονισμένης ροτόντας

Νιόβη Ιωάννου, Στις οκτώ από την ποιητική συλλογή Στην πυρά, Μανδραγόρας, 2020

Πίνακας: Pablo Picasso

 

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμός

 

.

Όσο πιο μόνος είναι ο άνθρωπος, όσο περισσότερο το σύστημα αξιών στο οποίο είναι εντεταγμένος χαλαρώνει, με τόσο μεγαλύτερη σαφήνεια προσδιορίζονται οι πράξεις του από το παράλογο. Ο ρομαντικός άνθρωπος γαντζώνεται από τα σχήματα ενός ξένου και δογματικού πλέον συστήματος αξιών, είναι –όσο και να μοιάζει απίστευτο– πέρα ως πέρα λογικός και τελείως απαλλαγμένος από καθετί παιδικό.

Η λογική του παραλογισμού: ένας φαινομενικά απόλυτα λογικός άνθωπος όπως ο Χούγκενάου δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Σε έναν απόλυτα λογικό κόσμο, δεν υπάρχει κανένα απόλυτο σύστημα αξιών, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, απλώς επιβλαβείς άνθρωποι.

Και ο αισθητής επίσης δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό, εξ ου και η γοητεία του. Όμως γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, απλώς δεν θέλει να τα ξεχωρίσει. Και αυτό τον κάνει διεφθαρμένο.

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμός, σελ. 293, Μέδουσα, 1993.

Πίνακας: Αnne Μagill

 

Στάθης Κουτσούνης, Στο σχοινί

.

Νερά του ποταμού θολά
κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος
όρνια μονάχα κρώζουνε
τροχίζοντας τα ράμφη τους
κι ο αέρας τούς χτενίζει τα μαλλιά
και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας
απ’ τη δική του όμως τη μεριά
τίποτα δεν σκιρτά

στου κανενός τη χώρα
ήδη τρεις μέρες ανεμίζει το σκοινί

Στάθης Κουτσούνης, Στο σχοινί, από την ποιητική συλλογή Στου κανενός τη χώρα, Μεταίχμιο, 2020

Πίνακας: Martin Johnson

 

Jürgen Buchmann, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ

XV

Στον μελωδικό ήχο αυτής της γλώσσας πλειοδοτεί το βενετσιάνικο στοιχείο, και δικαίως θεωρείται η ωραιότερη επί γης. Και όμως, οι λέξεις της, των οποίων ο κυματισμός προοικονομεί μια τέτοια μαγεία, υποφέρουν από έλλειψη που φαντάζει απίστευτη: στερούνται σημασίας. Ένας γραμματολόγος της χώρας, κάτοχος των ταταρικών, με διαβεβαίωσε ότι η ομιλία τους μπορεί να συγκριθεί με τα τραγούδια μας που τα κατέχουμε βεβαίως χωρίς να σκεφτόμαστε το κείμενο· και πρόσθεσε (όχι χωρίς ένα χαμόγελο αυταρέσκειας), ότι σου επιτρέπει εντούτοις να διακρίνεις αν έχεις μπροστά σου την προπετή επιπολαιότητα ενός ανόητου ή τον βαθύ στοχασμό ενός καλλιεργημένου. Η γλώσσα μας, επεσήμανε, φορτώνεται μ’ ένα πλεονάζον βάρος, επειδή στερείται μιας πραγματικότητας στην οποία παραπέμπει· εξ αιτίας, άλλωστε, της ανακρίβειάς της, δεν είναι εν χρήσει, επειδή αναπόφευκτα ο καθένας φαντάζεται για μια λέξη κάτι διαφορετικό.

Jürgen Buchmann, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ, μτφρ. Σταμπουλού Γρ. Συμεών, Gutenberg, 2019

Artwork: Daphne Rocou

 

Δήμητρα Κουβάτα, Μακρά οδός απανδόκευτος

                         

.                          

 του παιδιού μου

Στα σιτοχώραφα με δυο σπρωξιές
κεραυνό ή απήγανο γέννησε.
Στη λοχεία επάνω
εννόησε
την ασήκωτη πέτρα. Σιτάρι
θέρισε αγίνωτο.

Με τα πρώτα της ξανά έμμηνα
λοξά τον μίσχο της τον σουγιάδισε
και ρίχτηκε στους αγέρηδες
μυτερό άγανο, καημός
στο ατελείωτο γλέντισμα,
στης αγάπης
βαθιά την αιώρηση, μιας αγάπης
πάντοτε που οδεύει

έστω και απανδόκευτος.

Απανδόκευτος: Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος (δίχως πανδοχείο). Δημόκριτος

Δήμητρα Κουβάτα, Μακρά οδός απανδόκευτος, από τη συλλογή Καθαρό οινόπνευμα, Μανδραγόρας 2020

Πίνακας: Μιχάλης Οικονόμου

 

Στάθης Κουτσούνης, Το μήλο

 

.

Ν., για το παιχνίδι

Όταν σε σκέφτομαι
τα χέρια μου πουλιά που δραπετεύουν
φτιάχνουν φωλιές στο σώμα σου
κι αρχίζει το παιχνίδι

έλα μού λες
βάλε φωτιά να καούν τα όρια
και γίνε ποτάμι να πέσω μέσα
πνίξε με στα νερά σου να γίνω νερό
και στις όχθες της ενοχής σου
αθώα μετά γέννησέ με

σε πεινώ και λοξά σε κοιτάζω
που πασχίζεις να βγεις απ’ το κάδρο
ψιθυρίζω τ’ όνομά σου και γυρίζεις
αλλά δεν έχεις πρόσωπο
ένα μήλο προβάλλει στον λαιμό σου

έλα μού φωνάζεις
δάγκωσέ το να γίνω συνένοχη

 Στάθης Κουτσούνης, Το μήλο, από την ποιητική συλλογή Στου κανενός τη χώρα, Μεταίχμιο, 2020

Πίνακας: József Rippl-Rónai