RSS

Daily Archives: 04/03/2021

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμός

.

Kι ο Χούγκενάου που στα παλιά του ταξίδια είχε επισκεφτεί πολλές όμορφες παλιές πόλεις, χώρις όμως να προσέξει ιδιαιτέρως καμιά, ένιωσε να τον συνεπαίρνει ένα παράξενο συναίσθημα, ένα πραγματικά άγνωστο ως τώρα συναίσθημα, που ούτε να το κατονομάσει μπορούσε, ούτε και να πει τι το είχε δημιουργήσει και το οποίο ωστόσο τον έκανε να νιώθει μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο σαν το στο σπίτι του: εάν κάποιος του έλεγε ότι αυτή ήταν μια αισθητική συγκίνηση ή ότι επρόκειτο για ένα συναίσθημα που πήγαζε από την ελευθερία, θα γελούσε δύσπιστος, θα γελούσε σαν κάποιος που δεν τον είχε αγγίξει καν η ιδέα της ομορφιάς του κόσμου, και θα είχε δίκιο να γελάει στο μέτρο που είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις αν είναι η ελευθερία που αποκαλύτπει την ομορφιά στην ψυχή ή η ομορφιά που μεταδίδει στην ψυχή την ιδέα της ελευθερίας, όμως κατά βάθος θα είχε άδικο, γιατί ακόμα και για έναν άνθρωπο σαν τον Χούγκενάου δεν είναι δυνατόν παρά να υπάρχει εκείνη η βαθύτερη ανθρώπινη γνώση, ο ανθρώπινος πόθος για την ελευθερία από την οποία εκπηγάζει όλο το φως του κόσμου και μέσω της οποίας βλαστάνει ο κυριακάτικος καθαγιασμός κάθε ζωής – κι επειδή έτσι έχει το πράγμα και δεν είναι δυνατόν να έχει αλλιώς, μια αχτίδα αυτού του ανώτερου φωτός ίσως να έπεσε πάνω στον Χούγκενάου τη στιγμή που σύρθηκε έξω από το χαράκωμα και αποδεσμεύτηκε από τις υποχρεώσεις που τον έδεναν με τους άλλους ανθρώπους, μια αχτίδα του φωτός που είναι η ελευθερία που παραχωρηθηκε ακόμα και σ’ αυτόν, έτσι που για πρώτη φορά ν’ αφοσιωθεί στην κυριακάτικη σχόλη.

  Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμόςσελ. 17-18, Μέδουσα, 1993.

Πίνακας: József Rippl-Rónai