[…] Προσωπικά, αδημονούσα να με ενημερώσετε επιπλέον για τις δύο φορές που ο Πατρίκ μας έφθασε στο σπίτι χωρίς εσώρουχο και με το παντελόνι του αιμόφυρτο. Πονάς, Πατρίκ, τον ρώτησα; Kόλπα! μου είπε, και δεν με άφησε να τον πλησιάσω. Αγκάθια! Eίδες τον κύριο Φρανκ σήμερα; Πατρίκ, Πορδή, Πατέρας! μου απάντησε, μ’ έκφραση αλλοιωμένη, σαν καρικατούρας, έτσι όπως πρόφερε με πρωτάκουστη ωμότητα τις φράσεις με τα Π του. Τι κάνατε σήμερα με τον κύριο Φρανκ, βάλατε πολλά γράμματα στον σάκο; Πατρίκ, Πορδή, Πατέρας! ανασήκωσε λίγο το πιγούνι κι έπειτα βρέθηκε, ανοιγοκλείνοντας τις βλεφαρίδες, σ’ ένα τοπίο δίχως σύνορα, προορισμό, αρχή, μέση και τέλος, ενώ τα χέρια του έφτιαχναν χέλια και νήματα αράχνης στον αέρα. Τη δεύτερη φορά που έφθασε με αίματα στο σπίτι, αναζήτησε ένα παρατημένο και φτηνό κασκόλ από μαλλί, που το ξετρύπωσε στην αποθήκη. Κουρελιασμένο πλέον, σε χρώμα φούξια με λίγο πορτοκαλί στα κρόσσια και με κομπάκια,ήταν σαν τούτο το κουρέλι να βρισκόταν σε πλήρη αρμονία μ’ ένα μυαλό που έβρισκα πως σβόλιαζε όλο και πιο πολύ μέρα με τη μέρα. Κουνούσε ρυθμικά και το κεφάλι, όσο τα δάχτυλά του παλεύανε να ξεκολλήσουν εκείνα τα κομπάκια, κάτι στρατιώτες κουλουριασμένους σε αποσύνθεση, παλεύντας με ζέση να αιχμαλωτίσει την ενέργεια των έντονων χρωμάτων. Το δέρμα στα χέρια του ξεφλούδιζε και ο Πατρίκ μας άρχισε να παίζει πάλι με το μαχαίρι της πουτίγκας. Όταν έκοβε την πουτίγκα, έκοβε κι ένα δάχτυλο μαζί, αλλά […]
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες, μυθιστόρημα, Σμίλη, 2017
Πίνακας: Βασίλης Πέρρος
.
.