Κάθε βράδυ, βγάζω έξω στη βροχή
ό,τι απέμεινε από την κατασκευή των ποιημάτων
να μουσκέψει, να το φάνε τα πρωϊνά πουλιά:
Βγάζω το πριονίδι της σκληρής στίξης, τα επιτατικά μόρια, τα πολύχρωμα επίθετα, τους γελοίους αρμούς, ένα πριονίδι ύφους–
Καμιά φορά, πετώ και την ίδια την ποιητικήν ιδέα.
Ως το μεσημέρι έχουν εξαφανιστεί.
Όχι, πάντως, όλα.
Η παλιά εικόνα που έχω
των σκαμμένων από σφαίρες τοίχων,
η εικόνα που ποτέ δε μορφώθηκε σε ποίημα,
μένει πάντα στην άκρη του πιάτου.
Τα πουλιά ξεδιψούν με ουρανό
κι αφήνουνε σ’ εμάς το αίμα και τη μνήμη
που, ως γνωστόν, στάζουν αυτά τα σπίτια.