RSS

Daily Archives: 15/12/2017

Malcolm de Chazal, Σκέψεις

ΣΚΕΨΕΙΣ

Η τρέλα ρίχνει όλα τα χαρακτηριστικά της όψης από τη μια πλευρά του προσώπου. Όλοι οι τρελοί έχουν ύφος μονόφθαλμου.

Τα μάτια που φαρδαίνουμε με μακιγιάζ φαρδαίνουν τους ώμους. Τα χείλη που φαρδαίνουμε κατά τον ίδιον τρόπο στενεύουν τους γοφούς.

Φυσικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος του προσώπου; Η μύτη και τ’ αυτιά.

Ψυχικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος του προσώπου; Τα μάτια και το στόμα.

Το κίτρινο είναι ο παγκόσμιος κορσές των χρωμάτων. Όταν η φύση θέλει να εμποδίσει ένα χρώμα να «ξεχειλίσει» το περισφίγγει με κίτρινο—πράγμα που μας εξηγεί γιατί οι άνθρωποι έχουν επιλέξει το κίτρινο, προτιμώντας το απ’ οποιοδήποτε άλλο χρώμα, ως σύμβολο της καραντίνας.

Το νερό είναι το ταμπούρλο του ανέμου.

Η αυτοκτονία είναι η αιμομιξία του εγώ.

Το νερό έχει χέρια, μπράτσα, αλλ’ όχι και καρπούς.

 

Το σεξ είναι ένας λαβύρινθος που κανείς δεν έχει ιδεί τον Μινώταυρό του. Αυτή η μάταιη αναζήτηση της ολοκληρωτικής σαρκικής ικανοποίησης στον έρωτα εξηγεί την παρουσία στα όνειρά μας κείνων των άγριων ταύρων που μας κυνηγούν δίχως ποτέ να μας φτάνουν—αντιστροφή ρόλων τόσο οικεία στα όνειρα.

Είναι πιο εύκολο να έχεις παρθένο γέλιο παρά παρθένο χαμόγελο, αφού το γέλιο είναι διανοητικό και το χαμόγελο σεξουαλικό.

Μελάνη της κόρης του ματιού, μελανοδοχείο της ίριδος, στυπόχαρτο του ασπραδιού, γραφείο του προσώπου, καρέκλα του στόματος, δωμάτιο του κορμιού, σπίτι της ψυχής. Η γραφή είναι μια ολική αντανάκλαση του ανθρώπινου όντος.

Ταραγμένα κύματα: το νερό έχει χάσει όλη τη σάρκα του, και δεν είναι πια παρά ένας σωρός από εξαγριωμένα κόκαλα, τένοντες και μύες. Καταρράχτης: τένοντες και μύες έχουν φύγει˙ το νερό εφ’ εξής δεν είναι παρά σκελετός που προσπαθεί ν’ αποδράσει μες από γυάλινο φέρετρο

Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακες: Anne Moore

 

Tags:

Mary Low, Η νύχτα είναι παντοτινή

V

Κι όμως θα μπορούσαμε να ‘χαμε ξαναζήσει
φτάνοντας μαζί τα στάδια
της αποσύνθεσής μας˙
προσφέροντας κι οι δυο στη γη
τα υπολείμματα του ιερού αλατιού μας
και το νερό που ευλογούσε τα κύτταρά μας˙
για να ξανάρθουμε την άνοιξη αναμεσίς στα ρόδα.
Μα συ άρχισες μοναχός την αλχημεία μας,
αφήνοντάς με έγκλειστη του αίματός μου,
αφήνοντάς με κοιμισμένη στο ίχνος του μάγουλού σου
ακόμη χλιαρό στο μαξιλάρι,
κι είναι κιόλας αργά

Ίσως σε μι’ άλλη διάσταση
—στερνή ελπίδα,
στερνή προσευχή,
στερνή κίνηση του πόθου που γονατίζει στο θάνατο—
θα ξαναϊδωθούμε πέρα απ’ όλα τα εμπόδια,
μες στο άγνωστο δίχως μορφή μήτε όνομα.
Θα το μπορούσαν θαρρείς τα σκορπισμένα μας άτομα;
Θ’ αναγνωρίζαν θαρρείς την αλλοτινή μας προέλευση;
Α, είμαι βέβαιη πως η ύλη θα έκραζε,
πως τα τυφλά κύτταρα θα φώτιζαν τ’ αστέρια,
πως ο χρόνος
πως ο χώρος
πως το άπειρο θα ηττούνταν από μας,
μες στη φωτιά των φωτιών μας,
από το φοίνικα των τεφρών μας!

Ω καρδιά κοιμισμένη, βουβή, γιομάτη χώμα,
πότε θα ζήσουμε
την επόμενη φορά;

Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακας: Albert Marquet

 

 

Tags: