RSS

Daily Archives: 21/12/2017

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες

Και τότε φορούσα κάτι πρόχειρο, ένα παλτό, το οποιοδήποτε, συχνά εκείνο το κυπαρισσί, που έχει καταντήσει απ’ τη χρήση αποφόρι των ματιών που μου ’τρωγαν την πλάτη, κι έτρεχα στο δάσος κάτω απ’ τις νιφάδες του χιονιού, έβρισκα στήριγμα σε δέρματα κορμών, κι ήτανε τότε όλα τα μάτια που γράφανε τ’ όνομά μου με τα βλέφαρά στο χιόνι, Φρίντα, Φρίντα, κροτάλιζαν οι ρίζες, σαρκαστικοί περίγελοι, κι όχι δεν ήτανε φωνές, μόνο κομμένα λόγια χάρτινων ανθρώπων, που ’σκαγαν, κορδωμένοι απ’ τα κλαδιά, τα πρόσωπα με κρότο μες στο χιόνι, με τους χοντρούς τους σβέρκους δεμένους σε προσχήματα γούνινων γιακάδων, αρρενωποί πασαλειμμένοι σαπουνάδες, αξιοπρεπείς προπάντων, με τις λάμες τους καλά λιμαρισμένες. Τους ονειρεύτηκα ντεκόρ συχνά, θρυμματισμένους από χρυσοποίκιλτους μπαλτάδες και με τη λάμψη του χρυσού στο έλατο των Χριστουγέννων στημένο στην κεντρική πλατεία του Λαβίλ μας. Κι εγώ εκεί, πώς όχι; φορώντας τον κυνισμό όσων στρογγυλοκάθονται στο επέκεινα του πόνου, άτρωτοι, βουβοί ατρόμητοι, κωφοί, κίτρινοι σαν το κερί, εγώ, η Φρίντα Νέθελ, στη γιορτή, με μπόλικη πούδρα, μαύρα λουστρίνια, φόρεμα ανοιχτό στην πλάτη από κόκκινο βελούδο, μαύρο μεταξωτό φιόγκο γύρω από τη μέση, λαμέ τσαντάκι με παγιέτες και μια μικρή ανεμώνη από στρας να ασφαλίζει.

Μ’ όλα τα σύνεργα των κυριών εκεί, για τρόπαιο αθωότητας, κρατώ τη μικρή Φρίντα από το ένα της χεράκι, τη ζεσταίνω, με το άλλο γλείφει ένα ζαχαρωτό, το πιο πολύτιμο, το πιο γλυκό, το πιο μεγάλο, έναν πράσινο φραμπαλά με μάτια ροζ κι ένα καπέλο κίτρινο, αγορασμένο από το παντοπωλείο στην ανηφοριά του Τζέφερσον. Χαίρετε, χαίρετε, απευθύνω ένα στυφό αλλά ευγενικό χαμόγελο στα χάρτινα πραγματάκια που περπατούνε γύρω μου. Με τούτα τα πολεμοφόδια ανάρρωσης, στέκομαι κάτω από το φωτισμένο έλατο μέσα στον χιονιά και μ’ άδειο από κάθε συναίσθημα στομάχι, χωρίς ν’ ακούω την ανάσα ούτε κανέναν άλλον ήχο, μόνο το παιδικό τραγούδι που λέγαμε με τον Πατρίκ μας, η μικρή Φρίντα τραγουδά, φέρτε μας ένα αγγελάκι στα ζεστά, τα κρύα πο… ο… ο… δαράκια του φτωχού Πατρίκ, ω έλα, μικρό μας αγγελάκι να ζεστάνεις!

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες, μθστρ., Σμίλη 2017

ι

 

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός

«Nτρρρ», ορμάει στον δρόμο το πούλμαν και έπειτα δεν ξέρω από πόσα χιλιόμετρα κοντεύει να με ψιλοπάρει ο ύπνος και το μυαλό μου έχει γίνει κουρκούτι. Ύστερα περνάμε από ένα χωράφι με κοπριά ή κάτι τέτοιο, μια έντονη μπόχα απ’ αυτές που οι δικοί μου προσποιούνται πως δεν τις προσέχουν όταν είσαι στο αμάξι μαζί τους, και ξαφνικά μου πλημμυρίζει τις αισθήσεις με την Τέηλορ Φιγκερόα. Μη με ρωτήσετε γιατί. Τη διαισθάνομαι σ’ ένα χωράφι δίπλα στην Εθνική. Είναι πεσμένη στα τέσσερα πίσω από έναν θάμνο, γυμνή, εκτός από το γαλάζιο συνθετικό κιλοτάκι που χώνεται καρατσιτωμένο στο τριγωνάκι ανάμεσα στα μπούτια της και εκπέμπει καύλα. Είμαι κι εγώ εκεί. Δεν κινδυνεύουμε και είμαστε άνετοι, με χρόνο στη διάθεσή μας. Σερφάρω στο περίβλημά της με τη μύτη μου, χαρτογραφώ τις κολλώδεις γεύσεις της πλάι από στριφώματα που τρεμολάμπουν μέχρι εκεί που το κιλοτάκι αγκαλιάζει τα πόδια της και η μυρωδιά γίνεται πιο αψιά, σαν σοκολάτα με γέμιση όξινης σάλτσας, γίνεται τσουχτερή και με τινάζει μακριά από τη σπιρτάδα της. Στο όνειρό μου τινάζομαι πάρα πολύ μακριά. Ύστερα βλέπω ότι βρισκόμαστε σ’ ένα χωράφι με καρπούς κώλων και ξαφνικά δεν ξέρω αν μυρίζω τη μυρωδιά της Τέιλορ ή απλώς το χωράφι. Παλεύω να γυρίσω τη σχισμή της, αλλά τα στριφώματα έχουν εξαφανιστεί. Η απαγορευμένη οσμή διαλύεται μες στην ιδρωτίλα και τα αφτερσέιβ του λεωφορείου. Εκείνη έχει χαθεί. Έρημες εκτάσεις κυλάνε έξω απ’ το παράθυρο.

 

Ανακάθομαι στο κάθισμά μου, με την ελπίδα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι όλα είναι φυσιολογικά. Αλλά τα κύματα αρχίζουν να μπουκάρουν, παλιρροϊκά κύματα φρίκης στα νώτα αυτού του όμορφου ονείρου. Τώρα σχηματίζονται γύρω μου ζωηρές εικόνες του Ιησού. Δεν με κοιτάζει. Κοιτάζει μακριά και βάζει την κάννη στο στόμα του, γεύεται την κάψα της. Γύρω του, θολά μάτια διασχίζουν την αυλή του σχολείου σαν λουλούδια, μάτια που κινούνται σπασμωδικά, ολοένα πιο αργά και σβήνουν. Μπαμ. Ο αέρας κομματιάζεται, εκκρίνει βηξίματα και βραχνά γουργουρητά, συρίγματα από φριχτό σχηματισμό θρόμβων,  από τελευταία μηνύματα ζωτικής σημασίας που δεν ακούει κανείς. Ο κύριος Νακλς , καθηγητής, είναι και αυτός εδώ, το πρόσωπό του στολισμένο με φυσαλίδες νεανικού αίματος. Οι αναμνήσεις γύρισαν. Χύνω ασυγκράτητα δάκρυα για τους σκοτωμένους, για τον Μαξ Λετσούγκα, τη Λόρι Ντόνερ και όλους, και ξέρω ότι αυτό το πράμα θα με γαμήσει και θα με καρφώσει απ’ την τρύπα του  καυλιού μου στον μεγαλύτερο σταυρό. Πώς είναι δυνατόν να νομίζουν ότι το έκανα εγώ;  Έκανα παρέα με τον αποτυχημένο, έφυγα απ’ το κοπάδι, να πώς, και τώρα πήρα τη θέση του, τώρα οτιδήποτε μη συμβατικό είπα ή έκανα ποτέ έχει αποκτήσει μια πιο καταχθόνια απόχρωση. Για πρώτη φορά τον καταλαβαίνω.

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός, σελ. 194-195, μτφρ.: Bίκυ Τόμπρου, Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, 2004.

Artwork: Christopher Nevinson

 

Γιάννης Τσίγκρας, Το αίμα και τη μνήμη

.

Κάθε βράδυ, βγάζω έξω στη βροχή
ό,τι απέμεινε από την κατασκευή των ποιημάτων
να μουσκέψει, να το φάνε τα πρωϊνά πουλιά:
Βγάζω το πριονίδι της σκληρής στίξης,
τα επιτατικά μόρια, τα πολύχρωμα επίθετα,
τους γελοίους αρμούς,
ένα πριονίδι ύφους–

Καμιά φορά, πετώ και την ίδια την ποιητικήν ιδέα.

Ως το μεσημέρι έχουν εξαφανιστεί.

Όχι, πάντως, όλα.

Η παλιά εικόνα που έχω
των σκαμμένων από σφαίρες τοίχων,
η εικόνα που ποτέ δε μορφώθηκε σε ποίημα,
μένει πάντα στην άκρη του πιάτου.

Τα πουλιά ξεδιψούν με ουρανό
κι αφήνουνε σ’ εμάς το αίμα και τη μνήμη
που, ως γνωστόν, στάζουν αυτά τα σπίτια.

Artwork: Leon de Smet

 

Ιωάννης Πανουτσόπουλος, Νυμφεύτηκα!

.

 

[…] Nυμφεύτηκα…

Με την Κασσάνδρα έτοιμη
Να δώσει στους νεόνυμφους τις πιο θερμές ευχές της
Με την Εκάβη
Ανάμεσα
Σε πλήθος Τρωαδίτισσες που μόλις κατασπάραξαν
Τους γιους του Πολυμήστορ
Και δίνουν τα στολίδια τους στην Πολυαγαπημένη
Που βλέπει τόσες αυλακιές
Το αίμα να σκάβει γύρω της
Που νιώθει ότι έρχεται μια νύχτα ματωμένη.

Nυμφεύτηκα…

Με την Ηλέκτρα να θρηνεί ξανά τον Αγαμέμνονα
Με τον Ορέστη να χτυπά τον Αίγισθο κατάστηθα
Με τις κυρίες της τιμής πενθηφορούσες κι άκλαυτες
Με τη Μαιρούλα να αγρυπνά στα σκοτεινά ανάκτορα
Με τη γαμήλια πομπή
Να αποτελείται μοναχά
Από τους μελλοθάνατους και τους εκτελεστές τους
Και επιπλέον μάρτυρες
Δυο σπουδαγμένους της σιωπής
Δυο απογόνους γνήσιους του βλοσυρού Αισχύλου
Σχεδον υπομνηματιστές
Μιας τραγωδίας που άρχισε

Το δάγκωμα ενός σκύλου

Ιωάννης Πανουτσόπουλος, Νυμφεύτηκα! από τη συλλογή Η ωραία κοιμωμένη (δύο μονόλογοι σε ένα όνειρο), Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012

Πίνακας: Αndrei Remnev

 

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος, Βόλγκογκραντ

Τον ουρανό αποδέχτηκα, όταν είπα θα σε κοιτώ μέσα από τον ύπνο των πουλιών, θα σε κοιτώ τις νύχτες κι οι φιλύρες θα είναι ένας σταθμός των διψασμένων γερανών, θα είναι ένα αιώνιο στασίδι της ψυχής μου, κι ένα εξαπτέρυγο. Κι ας μη σε πιστεύω. Κι όταν θα λειτουργείσαι, το ξέρω πως θα μαχαιρώνεις το ποίμνιό σου με μιαν αγάπη που θα σε ξεπερνά σε σύλληψη, ως ύπαρξη και ως ουσία, διότι η ουσία σου έφτιαξε τούτο το όνειρο από ψωμί, κι έπειτα σιώπησε για να το ακούσεις να φουσκώνει. Και το μαχαίρι που έφερα για να το κόψω, το εγκατέλειψα στο τέμπλο της Παναγίας του Καζάν κάτω από τη λέξη “Παντάνασσα”. Έπειτα ο Ρουμπλιόφ καλέστηκε και ζωγράφισε – αντί εσένα – εκείνον τον άφυλο άγγελο που το φύλο του εκκρεμεί. Συν μιαν εικόνα του ψωμιού όπου έσπαζε ο Υιός σου τις μερίδες με τα δάχτυλα, και μοίραζε εκ του Όρους. Μα εδώ, ο άνεμος ήταν πάντα ο αδερφός του ποταμού, ένας Ερμής που έπαιρνε τις ψυχές κι έφερνε τα όνειρα και την ατέλειωτη, παγωμένη στέπα στα μάτια των πουλιών. Γι’ αυτό σαν ξάπλωσα στο Στάλινγκραντ Χριστούγεννα στο χιόνι, άκουγα τούτο το ποτάμι που ανέβαινε από την Κριμαία, ανάποδα, σα να ήταν Υπερσιβηρικός, ενώ στο Δημαρχείο ένα γραμμόφωνο έπαιζε τη Διεθνή, όπως την τραγουδούσε η Χορωδία του Κόκκινου Στρατού πάνω στο τραγούδι “Βόλγα, Βόλγα”, πριν σκοτωθούν σε εκείνο το αεροπορικό. Κι όλοι οι Νέοι Πρωτοπόροι, που τρίβαν τα πηλίκια αμήχανα στη σκάλα, ανέβαιναν μια οκτάβα στο ρεφρέν, σαν αδέξιοι καστράτι. Ως τ’ Αη Γιαννιού, καβάλησε τα ρείθρα κι έπνιξε την πόλη στο λασπόχιονο. Μα σαν έφτασε εμπρός σου βροντοφώναξες “τας Θύρας, τας Θύρας” και με μιας, χωρίστηκε στα δυο, ενώ ακούγονταν χίλιοι ψαλτάδες που υμνούσαν τη Υπερμάχω. Έκτοτε κυλά εκατέρωθεν. Λες και χρωστούσε ο Θεός και στον Βόλγα μια Κροστάνδη.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ – 5. ΒΟΛΓΚΟΓΚΡΑΝΤ

Photo: Hugh Shurley

.

 

 

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Τα γυαλικά

 

 

Το τρέμουλο στα δάχτυλά της πάντα
μουτζούρωνε την στοίχιση των σερβίτσιων
κηλίδα μελάνης στο λινό τραπεζομάντηλο
ακριβώς πάνω στις ρώγες του κεντήματος
πριν το γεύμα πώς  ο λεκές από οίνο ερυθρό;
δεν είναι ακόμα οι μέρες του μήνα
ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά ιστορούνται.

Βγήκε στο μπαλκόνι. Στα πόδια της η θάλασσα.
Ποθούσε το φέτος το καλοκαίρι το δάσος να είναι γυάλινο
αλλά εκείνο το αλλού δεν χώραγε στο κάδρο
είχε αναληφθεί μαζί με τον αμνό του Πάσχα
στο οικογενειακό συμπόσιο στο χωριό
πατέρας σύζυγος αδερφός γιός
φερ φορζέ πόδια να βιδώνουν τα μωσαϊκά
με το τρανζίστορ να παίζει τα ωραία λαϊκά
τσιγκέλια στη σειρά στη φωτογραφία της αποθήκης
ράφια μαρμελάδες και κουζινικά παστά

Προσπάθησε να κραυγάσει το unsex me here
στη θεά για να εξαγοράσει το φόνο
αλλά περισσότερο ως μηδείαμα ακούστηκε
ανορθόγραφα η φωνή της μέσα στους διαδρόμους.

Χτύπησε το κουδούνι.
– Ανοίξτε τα βιβλία στη σελίδα 39,
πρόσταξε η κυρία.
Ίσιωσε το πιρούνι στα δεξιά του πιάτου.
-Να μην ξεχάσω να μαζέψω τα
γυαλικά κάτω από το τραπέζι,
σημείωσε στο τετράδιο
κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα.

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Τα γυαλικά από τη συλλογή «μεταπλάσματα», Σαιξπηρικόν, 2017

Πίνακας: Pierre Bonnard

—————–

*Σημειώσεις:
– «φέτος το καλοκαίρι το δάσος να είναι γυάλινο»  αναφορά στο «Μανιφέστο του σουρεαλισμού»,  André Breton
– «unsex me here»  από Macbeth, William Shakespeare, Πράξη 1, σκηνή 5, 41

——————————–

 

Ευσταθία Ματζαρίδου, Τα ρούχα

Τα παπούτσια σου

…Ο σκοπός του ταξιδιού μας στο Λονδίνο δεν ήταν, λοιπόν, τα μουσεία και τα παλάτια αλλά η κατασκευή εκείνων των παπουτσιών. Ένα εργαστήριο παπουτσιών για λόρδους, όλο το μαγαζί εξωτερικά έδινε την εντύπωση ότι ήταν από καλογυαλισμένο, λουστραρισμένο δέρμα, ένα βαθύ σοκολατί δέρμα, περβάζια, κάσες παραθύρων, εξώπορτα, πόμολα, όπως και τα μαλλιά των τεχνιτών ή οι αντίστοιχες φαλάκρες τους ήταν όλα γυαλισμένα, είχαν όλα λουστραριστεί για να διαφημίσουν το προϊόν τους, καθόμασταν σε δερμάτινες αγγλικές πολυθρόνες, επίσημοι καλεσμένοι για τσάι, οι υπάλληλοι πηγαινοέρχονταν αθόρυβα, παχιά περσικά χαλιά απορροφούσαν πατημασιές από βαριά παπούτσια,  το κατάστημα διακριτικά φωτισμένο, για να τονίζεται η γυαλάδα των παπουτσιών, ο πρώτος υπάλληλος, δεν θα μπορούσα να πω τεχνίτης, δεν ταιριάζει σε έναν γραβατοφορεμένο, ο πρώτος σε συνόδεψε να διαλέξεις τα καλαπόδι, ο δεύτερος έπιασε το πόδι σου με ευλάβεια και πήρε τις διαστάσεις του, φάρδος κουντεπιέ, δαχτύλων και αστραγάλου, ναι, ακόμη και τον αστράγαλό σου μέτρησε και σου έδειχνε ένα ένα τα δέρματα από μοσχάρι κι από κατσίκι κι άλλα εξωτικά δέρματα, και παρέλαυναν τότε από μπροστά μου όλα τα μοσχάρια και τα κατσίκια των παιδικών μου χρόνων, ολόκληροι στάβλοι με μοσχάρια, με τα μουγκρητά τους και τις μυρωδιές τους, κι ο υπάλληλος εμπλούτιζε διαρκώς τις περιγραφές του με πληροφορίες παπουτσιών, ήξερε όλη την ιστορία των παπουτσιών, κι έτσι όπως ήταν στητός κι ανέκφραστος σαν μούμια, είχα την αίσθηση ότι ήταν χιλιάδων ετών κι ότι είχε ζήσει όλη την ιστορία του παπουτσιού, κι όταν είπε για το αρχαιότερο παπούτσι, που ήταν πιθανότητα το μοκασίνι των ινδιάνων (15000 χρόνια πριν), φτιαγμένο από δέρμα και οπλές ζαρκαδιών και φιδιών, εγώ σκέφτηκα τους παππούδες μου, που φορούσαν τσαρούχια από δέρμα γουρουνιών, κι ότι αυτά ήταν ακόμη κρεμασμένα στην αποθήκη του πατρικού μου, χειροποίητα γουρουνίσια τσαρούχια, κρεμασμένα στον τοίχο, και μου ήρθε μια μπόχα αποθήκης με όλα τα πολυκαιρισμένα πράγματα, ανάμειχτη με μυρωδιά ποντικιού και σιτηρών, που δεν είχε καμιά σχέση με τη μυρωδιά του μαγαζιού, κι αναρωτιόμουν τότε πώς εγώ μ’ αυτούς τους προγόνους και μ’ αυτή τη μνήμη των οσμών βρέθηκα στην 9 St Jamess street, σ’ αυτό το μαγαζί, που έλεγες ότι κατασκεύαζε κι ο Λόρδος Βύρωνας τα παπούτσια του, να παρίσταμαι στην κατασκευή των παπουτσιών σου, και ήθελα να τον ρωτήσω, τσαρούχια κάνετε, γουρουνίσια τσαρούχια κάνετε; Κι εκείνα τα παπούτσια, εξαιτίας των πολλών επεξεργασιών του δέρματος, τα παρέλαβες ύστερα από οχτώ εβδομάδες, ολόκληρες οχτώ εβδομάδες, κάποιοι δούλευαν τα δικά σου παπούτσια. Αυτό και μόνο πρέπει να κάνει κάποιον να νιώθει πολύ σπουδαίος. Όπως παλιά οι μοδίστρες έραβαν με τις εβδομάδες τα ρούχα και έδιναν έτσι αξία στο ρούχο και στον κάτοχό του, έτσι και με σένα, αυτά τα χειροποίητα ανέβασαν την αξία σου στα ύψη. Όταν τα φορούσες, οπωσδήποτε δεν περνούσαν απαρατήρητα, αλλά κι όποιος έμπαινε στο σπίτι ρωτούσε πάντα πού είναι τα παπούτσια, τα έβγαζες τότε με προσποιούμενη συστολή κι άρχιζες την ιστορία τους, πώς ακριβώς κατασκευάστηκαν, η εξιστόρηση ποίκιλλε αναλόγως του κοινού, στους κατωτέρους ήσουν ανελέητος, στους ισότιμούς σου μετριόφρων και στους ανωτέρους άνετος, σαν να μπορούσες να παραγγέλνεις κάθε μέρα κι άλλο ζευγάρι, απλώς σου ήταν αρκετό το ένα.

Εγώ μ’ αυτές τις περιγραφές ένιωθα τότε απερίγραπτη ταπείνωση. Είναι ίσως ανόητο, αλλά ντρεπόμουν περισσότερο για τα παπούτσια μου παρά για τις ενδεχόμενες ελλείψεις μου στον τομέα της κουλτούρας. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για την εξυπνάδα μου, είχα πολλές όμως για το παρουσιαστικό μου. Ένιωθα σαν σαλιγκάρι που κουβαλάει μαζί του το σπίτι του, το σπίτι ήταν το πατρικό μου, όπου είχα μεγαλώσει, και μετά το διαμέρισμά μας στις εργατικές, ήταν τα πλακάκια που έλειπαν από το πάτωμα κοντά στο φούρνο, ήταν τα ντουλάπια της κουζίνας, που είχαν φουσκώσει στις άκρες, ήταν η μόνιμη μυρωδιά κουζίνας, τα μικρά κεντημένα από τη μητέρα κάδρα στους τοίχους, η πενιχρή επίπλωση. Ήμουν σίγουρη ότι όλη αυτή την αθλιότητα μπορούσε να τη διαβάσει κανείς στην εξωτερική μου εμφάνιση και κυρίως στα παπούτσια μου, από φτηνό δέρμα ή δερματίνη, που η παραμικρή φθορά τα εξευτέλιζε.

Eυσταθία Ματζαρίδου, Τα ρούχα, μθστρ, Σμίλη 2017

Φωτό:Sarah Jarrett

 

Jayne Cortez, Πες το

 

Πες το
Και ξεφλούδισε κείνη την γκρίζα μάσκα από δέρμα ιγκουάνα
Πες το
κι άδειασε την αρένα σου της κοκορομαχίας απ’ αράχνες μεθυσμένες
Βγάλ’ τα σεξουαλικά φύλλα της θλίψης μες απ’ την καρδιά σου
Κόφ’ τα φτερά της νοσταλγίας από τις ρώγες σου
Διώχ’ την αργόσυρτη μαζοχιστική λασπουριά
φωνών κοντράλτο
από το εσπερινό αγωνιώδες σου κρανίο
Πες το
κι άσε τα τρίμματα δοντιού να πέσουνε
από την τρύπα σου αντάρτικων κνησμών
Άσ’ το περιττωματικό βουνό οστών να πεταχτεί μες απ’ τα δέκα
κλανιάρικά σου δάχτυλα τον καιρό των μυγών
γιατί το καθετί είναι σαν ενέδρα
το καθετί είναι σαν επιδρομή
σάρκα αχνιστή σάρκα
σε χασισοφυτεία πενηντάλεπτης κατάρρευσης
χρόνος που σοδομίζει χρόνο
σε κυκλική σήραγγα ασφάλτου και σταχτών
χώρος που εξεγείρεται ενάντια στο χώρο
σε βρυχηθμό πυροβολικής ομοβροντίας γαμησιού
Πες το
κι άσ’ το πιτσιλισμένο σε νεκροτομείο χυμού
βάρους νεκρού με σεληνιακή αντανάκλαση
Πες το
και βάλε στον προπανικό της μνήμης σου κουβά
σποραδικά τρέμουλα φόβου
Χώσ’ το σε σάλιο κατσαρίδας
ξύστρο δοντιών εν μέσω ωαρίου
Πέταχ’ το από τη ραχοκοκαλιά σου κάψας υπέρμετρης
καπνό γονιμότητας τρομάρας αχνισμένης
Μίλα του εαυτού σου σε κλειτορίδας αυτοκίνητο
Ψυχή τόσου ουμανιστικού χειλιού

Πες το
κι άσ’ τα κατουρημένα σεντόνια της καταπίεσης να βγουν
από τα στήθια σου των παρηγορικών φλαμίγκο
Άσ’ τον πολτό κρεματορίου
μες στο μοναχικό κουφάρι σου από κρουστά
μες απ’ την κολπική οξύτητα του κρασοπουλιού σου
Πες το
και βούτα απ’ την αορατότητα του ίδιου του καμουφλάζ σου
Γλίστρα σε νυχιού λίγδα
της κάμπιας σου από κοινοτοπία
γίνε επίτιμη σκατοκεφαλή στη
δικιά σου μπουκιά ανεγερθέντων αγαλμάτων
βγες μες απ’ το δικό σου πρόσωπο συσσωρευμένων βρόντων
της πόρτας μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ
Χθες τη νύχτα
ονειρεύτηκα
πως ο Buddy Bolden* πέταξε το κόρνο του
μες στον ποταμό Pontchartrain
σαν έβαλα τ’ όνομά μου κάτω από κάθε βλέφαρο
κάθε μυρμηγκοφωλιά
κάθε φτερό πουλιού
καθεμιά μάσκα φιδοδέρματος που ξεραινότανε στον ήλιο
Το λοιπό πες το ξέχνα το
και πιες μια γουλιά γκράπα
Ο βάτραχος φτύνει μες απ’ τη μήτρα το Δεκέμβρη

Μετάφραση: Nίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Artwork: Ray Caesar

* Θρυλικός μουσικός των αρχών του 20ου αιώνα, που θεωρείται από πολλούς ως «εφευρέτης» της jazz στη Νέα Ορλεάνη. Δεν άφησε καμιά ηχογράφηση, αλλά η επιρροή του στους πρωτοπόρους του ιδιώματος, όπως ο Louis Armstrong και ο Jelly Roll Morton (που του έχει αφιερώσει ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του, ηχογραφημένο και από τον Armstrong), έχει ομολογηθεί από τους ίδιους. (Σ.τ.Μ.)

.

 

Tags: