Και τότε φορούσα κάτι πρόχειρο, ένα παλτό, το οποιοδήποτε, συχνά εκείνο το κυπαρισσί, που έχει καταντήσει απ’ τη χρήση αποφόρι των ματιών που μου ’τρωγαν την πλάτη, κι έτρεχα στο δάσος κάτω απ’ τις νιφάδες του χιονιού, έβρισκα στήριγμα σε δέρματα κορμών, κι ήτανε τότε όλα τα μάτια που γράφανε τ’ όνομά μου με τα βλέφαρά στο χιόνι, Φρίντα, Φρίντα, κροτάλιζαν οι ρίζες, σαρκαστικοί περίγελοι, κι όχι δεν ήτανε φωνές, μόνο κομμένα λόγια χάρτινων ανθρώπων, που ’σκαγαν, κορδωμένοι απ’ τα κλαδιά, τα πρόσωπα με κρότο μες στο χιόνι, με τους χοντρούς τους σβέρκους δεμένους σε προσχήματα γούνινων γιακάδων, αρρενωποί πασαλειμμένοι σαπουνάδες, αξιοπρεπείς προπάντων, με τις λάμες τους καλά λιμαρισμένες. Τους ονειρεύτηκα ντεκόρ συχνά, θρυμματισμένους από χρυσοποίκιλτους μπαλτάδες και με τη λάμψη του χρυσού στο έλατο των Χριστουγέννων στημένο στην κεντρική πλατεία του Λαβίλ μας. Κι εγώ εκεί, πώς όχι; φορώντας τον κυνισμό όσων στρογγυλοκάθονται στο επέκεινα του πόνου, άτρωτοι, βουβοί ατρόμητοι, κωφοί, κίτρινοι σαν το κερί, εγώ, η Φρίντα Νέθελ, στη γιορτή, με μπόλικη πούδρα, μαύρα λουστρίνια, φόρεμα ανοιχτό στην πλάτη από κόκκινο βελούδο, μαύρο μεταξωτό φιόγκο γύρω από τη μέση, λαμέ τσαντάκι με παγιέτες και μια μικρή ανεμώνη από στρας να ασφαλίζει.
Μ’ όλα τα σύνεργα των κυριών εκεί, για τρόπαιο αθωότητας, κρατώ τη μικρή Φρίντα από το ένα της χεράκι, τη ζεσταίνω, με το άλλο γλείφει ένα ζαχαρωτό, το πιο πολύτιμο, το πιο γλυκό, το πιο μεγάλο, έναν πράσινο φραμπαλά με μάτια ροζ κι ένα καπέλο κίτρινο, αγορασμένο από το παντοπωλείο στην ανηφοριά του Τζέφερσον. Χαίρετε, χαίρετε, απευθύνω ένα στυφό αλλά ευγενικό χαμόγελο στα χάρτινα πραγματάκια που περπατούνε γύρω μου. Με τούτα τα πολεμοφόδια ανάρρωσης, στέκομαι κάτω από το φωτισμένο έλατο μέσα στον χιονιά και μ’ άδειο από κάθε συναίσθημα στομάχι, χωρίς ν’ ακούω την ανάσα ούτε κανέναν άλλον ήχο, μόνο το παιδικό τραγούδι που λέγαμε με τον Πατρίκ μας, η μικρή Φρίντα τραγουδά, φέρτε μας ένα αγγελάκι στα ζεστά, τα κρύα πο… ο… ο… δαράκια του φτωχού Πατρίκ, ω έλα, μικρό μας αγγελάκι να ζεστάνεις!
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες, μθστρ., Σμίλη 2017
ι