«Αρκετά τράβηξε το αστείο», ξέσπασε ο Μηνάς. «Ξεπαγιάσαμε. Μας κουβάλησες χειμωνιάτικα στη άκρη του κόσμου κι αντί ν’ ανάψεις το καταραμένο το τζάκι να ζεσταθεί λίγο το κοκαλάκι μας, το ’χεις σκεπάσει με μεταξωτό σεντόνι, λες και μας κρύβεις την κοιμωμένη του δάσους.
Ο Νικόλας είχε σηκωθεί κιόλας όρθιος. «Πάμε να φύγουμε, ρε παιδιά», είπε τρέμοντας. «Ο τύπος μας περνά για πιγκουίνους».
Παρατηρούσα αμήχανος τους φίλους να φορούν τα παλτά τους. Έπρεπε να τους συγκρατήσω – τουλάχιστον για την τιμή των όπλων.
«Καθίστε λίγο ακόμα», κατάφερα να ψελλίσω. «Αν άνοιγε η ντάμα σπαθί θα σήκωνα το τραπέζι. Κι ύστερα χάνω μια περιουσία. Πού πάτε;».
Άκουσα μόνο το γδούπο της εξώπορτας κι ύστερα το θόρυβο του αυτοκινήτου που έσβηνε στη νύχτα.
«Φίλοι να σου πετύχουν», αναστέναξα, αν και ήξερα πως είχαν δίκιο. Δεν έπρεπε να τους καλέσω για πόκερ σ’ αυτή την ερημιά. Εδώ κι ένα μήνα, μου ήταν αδύνατο ν’ ανάψω το τζάκι.
Άνοιξα διάπλατα την μπαλκονόπορτα να δραπετεύσει η τσιγαρίλα. Όσο κι αν λάτρευα την πράσινη τσόχα, ο καπνός μου τριβέλιζε τα μηνίγγια. Απέναντί μου, στεκόταν το δάσος. Δεν το διέκρινα καλά στο σκοτάδι.
Άκουγα όμως τα δέντρα να μιλούν με το βοριά και το χιονόνερο να στάζει ράθυμα στο καλντερίμι. Θα ξύλιαζα τόση ώρα ασάλευτος, όταν ένα παραπονεμένο αλύχτισμα με επανέφερε στα συγκαλά μου. Ο Αντρέας, το αλεπουδάκι μου, πεινούσε. Έβαλα λίγο γάλα σε μια γαβάθα και την απίθωσα προσεκτικά στην βεράντα. Εν τω μεταξύ, ο πονοκέφαλος έκανε θριαμβευτικά την εμφάνισή του. Προσπάθησα μ’ ένα ποτήρι νερό να τον ξεγελάσω. Μάταιος κόπος. Σωριάστηκα στην παλιά πολυθρόνα μου αποκαμωμένος.
Όλη τη νύχτα έψαχνα την ντάμα σπαθί.
Εξαιτίας της έχασα τόσα χρήματα, τόσα χρώματα, καθώς επέμενα να ποντάρω συνέχεια στο άνοιγμά της.
Κι ας ήξερα πως την είχα σκοτώσει…
Όλα άρχισαν εκείνο το μοιραίο απόγευμα της περασμένης Άνοιξης. Η δουλειά στο γραφείο ήταν πάντα κουραστική, τελευταία όμως το κακό είχε παραγίνει με τις απολύσεις τριών συναδέλφων. Ανέβηκα σ’ ένα μικρό λόφο στην άκρη της πόλης να πάρω λίγο αέρα και να διαβάσω την εφημερίδα μου. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, σχεδόν καλοκαιρινή. Κάθισα σ’ ένα απόμερο παγκάκι κάτω από μια μικρή ανθισμένη φλαμουριά. Προτού ανοίξω την εφημερίδα, αποφάσισα να της εκφράσω τα φυσιολατρικά μου αισθήματα:
«Τι όμορφη που είσαι», της ψιθύρισα, καθώς προσπαθούσε απεγνωσμένα να με προφυλάξει απ’ τις ατίθασες ανοιξιάτικες ηλιαχτίδες. «Θα μου χαρίσεις ένα απ’ τα υπέροχα λουλουδάκια σου;»
Έσκυψε με το πρώτο φύσημα του αγέρα, λυγίζοντας με χάρη τα κλαδιά της, όσο να κόψω ένα λουλούδι.
Συλλογιζόμουν πως είχα περάσει ένα θαυμάσιο απόγευμα, όταν, κατηφορίζοντας για την πόλη, διαπίστωσα ότι δεν ήμουν μόνος. Η μικρή φλαμουριά με είχε ακολουθήσει!
«Γύρισε πίσω κοπέλα μου», άκουσα αποσβολωμένος τον εαυτό μου να νουθετεί το αλλόκοτο δέντρο.
«Δεν είμαι οποιαδήποτε κοπέλα, είμαι η ντάμα σου», με αποστόμωσε κι απλώνοντας ένα κλαδάκι της μ’ έπιασε τρυφερά απ’ το μπράτσο. Άρχισε να μου αραδιάζει ένα σωρό αερολογίες σχετικά με την ανάγκη να συγκατοικήσουμε. «Βαρέθηκα τόσο καιρό στο περιθώριο, πρέπει να βάλω μια τάξη στη ζωή μου», μου εξήγησε επισταμένως. «Λαχταράω τη βουή της πόλης, θέλω να σεργιανίσω στα μαγαζιά, να κοιμηθώ μία φορά σε μαλακό στρώμα. Πάρε με σπίτι σου και δεν θα χάσεις».
«Αδύνατον», είπα με ύφος ιεροκήρυκα. «Ένα τόσο όμορφο δέντρο, δεν βολεύεται σ’ ένα δυάρι».
«Πώς κάνεις έτσι καημένε;» μουρμούρισε η ντάμα μου με απογοήτευση. «Ζήτησα μόνο να ’ρθω μαζί σου. Στο κάτω-κάτω, αν δεν σου κάνω, με φέρνεις αύριο πίσω κι αυτό είναι όλο. Εκτός βέβαια κι αν δε σου αρέσω».
Το κακό ήταν ότι μου άρεσε υπερβολικά. Υποχώρησα όμως, κάτι μου έλεγε πως έκανα λάθος.
Εγκαταστάθηκε στο σπίτι μου σαν πραγματική οικοδέσποινα. Το πρωί με ξυπνούσε μ’ ένα απαλό άγγιγμα των φύλλων της, με αρωμάτιζε με την ανάσα της κι ύστερα κρέμαγε στα κλαδιά της τα ρούχα μου για να διαλέξω την καθημερινή μου αμφίεση πριν ξεκινήσω για το γραφείο.
Το μεσημέρι με δύο φυλλαράκια στην κατσαρόλα, το φαγητό μας μοσχοβολούσε. Κάθε απόγευμα, έβραζε λίγα απ’ τα λουλούδια της και μου ετοίμαζε το πιο καταπραϋντικό τίλιο. «Μπορώ ν’ αλλάξω τα πάντα εδώ μέσα», δήλωνε με καμάρι παρατηρώντας τα παλιά έπιπλά μου. «Φτάνει να με κλαδεύεις τρυφερά κάθε τόσο. Το φλαμούρι μου είναι το καλύτερο ξύλο του κόσμου».
Αλλά η πραγματική παράσταση λάμβανε χώρα αργά το βράδυ.
Άπλωνε στο σώμα μου τους ανθούς της, μ’ έκρυβε ανάμεσα στα κλαδιά της, μ’ άφηνε να γευτώ τους χυμούς της κι ύστερα άνοιγε το κορμί της να βυθιστώ στην άβυσσο του ασίγαστου πάθους της. Για το χατίρι της παραμέλησα τη δουλειά, σταμάτησα να βλέπω τους φίλους μου –ούτε συζήτηση για το καθιερωμένο ποκεράκι της Πέμπτης –διέγραψα αυτομάτως το σινεμά, το θέατρο, τις εκθέσεις, τις συναυλίες, το γήπεδο. Μόνο τηλεόραση βλέπαμε κάπου-κάπου με την αγαπημένη μου – κάτι παράξενα ντοκιμαντέρ για την προστασία του μάνγκο της Μοζαμβίκης και τα τοιαύτα. Όμως τι ρόλο παίζουν τέτοιες λεπτομέρειες μπρος στην πανσέληνο των αισθήσεων και των παραισθήσεων;
Μια νοτερή βραδιά του Ιούνη, η ντάμα μου το παράκανε. Κυριευμένη από μια ατέλειωτη έξαψη, μου προξένησε τόσα σημάδια με τα κλαδιά της, που το σεντόνι μας βάφτηκε με αίμα. Παραξενεύτηκα στ’ αλήθεια με τη μανία της. «Δεν είμαι απλώς η ντάμα σου», μου εξήγησε ξαναμμένη. «Σου είπα μόνο το μικρό μου όνομα. Είμαι η Ντάμα Σπαθί. Να το θυμάσαι».
Ήμουνα τόσο αφοσιωμένος στον έρωτά μας εκείνο το μαγικό καλοκαίρι που δεν έδωσα σημασία στα λόγια της. Με ζηλεύει, συμπέρανα, προσπαθεί να με φοβερίσει. Τα πράγματα, βέβαια, δεν κυλούσαν εξίσου ρόδινα σε όλα τα επίπεδα. Η αγαπημένη μου κατέβαινε κάθε απόγευμα στον ακάλυπτο να κουβεντιάσει με τη μοναχική λεμονιά του διπλανού κήπου. Είχε γεμίσει την είσοδο με πράσινα φύλλα, ο διαχειριστής με κοιτούσε με μισό μάτι. Μια μέρα πάλι, θαυμάζοντας κάτι φορέματα στις βιτρίνες της πλατείας, ξήλωσε τα γαλόνια ενός πλωτάρχη. Ο άνθρωπος έγινε έξαλλος, απειλούσε να καλέσει την Άμεσο Δράση. «Ο κόσμος κουβαλάει τα δέντρα με φορτηγό, όχι στην αγκαλιά του», ούρλιαζε υστερικά στη μέση του δρόμου. Άσε που μόλις μπαίναμε στην ταβέρνα της γειτονιάς γινόταν πραγματικό σούσουρο. Παραγγέλναμε δύο χορτόσουπες και εφτάμισι λίτρα νερό – έπινε τον αγλέουρα το άτιμο δέντρο.
Τα χειρότερα όμως ήρθανε το φθινόπωρο. Με τις πρώτες βροχές, η μικρή φλαμουριά έγινε νευρική, χλωμή, ευερέθιστη, απαιτητική. Δεν φόραγε πια κανένα στολίδι, τα φύλλα της έπεφταν ένα-ένα στο πάτωμα, μέρα τη μέρα έχανε κάτι απ’ τη λάμψη και τη φρεσκάδα της.
«Πρέπει να πάρουμε επειγόντως εξοχικό», αποφάνθηκε ένα μελαγχολικό σούρουπο. «Να μπορώ τουλάχιστον τα σαββατοκύριακα ν’ αντικρίζω ένα πράσι¬νο φύλλο, ένα πεύκο, ένα έλατο, ένα πουλί. Αλλιώς θα πεθάνω από πλήξη προτού μπει ο χειμώνας»
.
Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ; Χρεώθηκα ως το λαιμό, αλλά πέτυχα κάτι το εξαιρετικό. Μια υπέροχη μικρή αγροικία με θέα βουνό απ’ τη μια και θάλασσα απ’ την άλλη. Ένα μικρό καλντερίμι χώριζε το σπίτι απ’ το άγριο δάσος, ενώ στο βάθος απλωνόταν σμαραγδένιο το πέλαγος.
«Σ’ αρέσει;» ρώτησα με αγωνία μόλις φτάσαμε. «Τούτο το σπίτι θα είναι το καταφύγιό μας. Θα το βάφτιζα Ερημητήριο των Εραστών, αλλά προτίμησα να το βγάλω Ερμιτάζ, μιας και θα γίνει στ’ αλήθεια το παλάτι μας».
«Δεν είναι άσχημο», είπε συγκαταβατικά, κοιτάζοντας επίμονα προς τη μεριά του δάσους. «Μάλιστα σκέφτομαι να μείνω μόνη εδώ για λίγο καιρό – ας βλεπόμαστε προσωρινά το Σαββατοκύριακο. Υπάρχει άφθονο νερό στην περιοχή, κι απ’ ό,τι φαίνεται, αρκετοί φίλοι που δεν θα ’λέγαν όχι στην συντροφιά μου».
Έδωσα τόπο στην οργή. Άλλωστε εκείνη τη νύχτα, το Ερμιτάζ έγινε αληθινό ανάκτορο του έρωτα. Χιλιάδες πίνακες ζωγραφικής ακουμπισμένοι παντού –στους τοίχους, στο πάτωμα, στον καναπέ, στο κρεβάτι– φλέγονταν μέχρι το πρωί, αλλάζοντας σχήματα, μορφές, στάσεις και παραστάσεις.
Με τον ερχομό του χειμώνα, η σχέση μας άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Δεν απαρνιέμαι το μερίδιο της ευθύνης μου. Αναγκάστηκα να μείνω κάμποσες μέρες στην πόλη, πέσανε κάτι έκτακτες δουλειές – πώς θα μπορούσα να τις αφήσω στη μέση με τόσα χρέη; Άρχισα να βλέπω τους φίλους μου, πήγαινα γήπεδο, σινεμά, μέχρι που τηλεφώνησα για καφέ σε δυο παλιές μου αγαπημένες.
Μια παγωμένη Παρασκευή, γέμισα το αμάξι τριαντάφυλλα και ξεκίνησα για το Ερμιτάζ. Η μικρή φλαμουριά με υποδέχτηκε μουτρωμένη. Άρχισε να με βρίζει, να με κατηγορεί και το χειρότερο έβρισκε χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην κάνουμε έρωτα. Πότε κρύωνε, πότε βαριότανε, πότε είχε κατάθλιψη.
«Θ’ ανάψω το τζάκι να πλαγιάσουμε στη φλοκάτη», είπα το Σαββατόβραδο. «Πού ξέρεις; Ίσως να βρούμε την παλιά μας φωτιά, να θυμηθούμε την περασμένη Άνοιξη».
Στάθηκε όρθια μπροστά μου, ψυχρή, ξερή, απόμακρη, χωρίς μια σπίθα πόθου στο βλέμμα της.
Δεν κρατήθηκα. «Μπορείς να μου εξηγήσεις πού βρέθηκαν όλες αυτές οι πευκοβελόνες και τα μαύρα φτερά στο πάτωμα;» ρώτησα αγριεμένος ανακαλύ¬πτοντας, δήθεν με καθυστέρηση, τη φοβερή ακαταστασία στο σαλόνι. «Μήπως επέδραμε σύσσωμο το δάσος να καταλάβει το Ερμιτάζ και ν’ απαγάγει την πριγκίπισσα; Αλλά δεν φταίει κανένας άλλος, εγώ φταίω, που σ’ έκανα άνθρωπο».
Με κοίταξε με αφόρητο οίκτο. «Κούνια που σε κούναγε», ψέλλισε μέσ’ απ’ τα κλαδιά της. Προτίμησα να μη δώσω συνέχεια στο θέμα, αν και μέσα μου έβραζα ολόκληρος.
Η εκδίκηση όμως σερβίρεται κρύα.
Δεν θα με αποκαλούσαν μαιτρ του τζόγου, αν δεν ήξερα από μπλόφες. Την επομένη Τετάρτη, ζήτησα άδεια απ’ τον διευθυντή μου κι έβαλα πλώρη γιατη φωλιά μας. Άραξα μακριά απ’ το σπίτι και πλησίασα ακροπατώντας, αγνοώντας το ξεροβόρι που πάσχιζε να με σταματήσει. Φθάνοντας σε απόσταση αναπνοής, κάτι αλλόκοτα βογγητά με αναστάτωσαν. Η αγαπημένη μου ούρλιαζε σαν μαινάδα, λυσσομανούσε σαν άγριο θεριό – για μια στιγμή φοβήθη¬κα πως το Ερμιτάζ δεν θ’ άντεχε στο θυελλώδες κρεσέντο του παροξυσμού της και θα κατέρρεε.
Άρπαξα έξαλλος το τσεκούρι, από τον κήπο, έσπασα βίαια το τζάμι της μπαλκονόπορτας κι όρμησα σαν σίφουνας στο σαλόνι.
Η μικρή φλαμουριά κυλιόταν στο πάτωμα, μ’ ένα ζωηρό καταπράσινο πεύκο που μόλις με είδε το ’σκάσε έντρομο προς το δάσος.
Δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί. «Δεν θα τολμήσεις να πλησιάσεις», με απείλησε. «Πιστεύω να θυμάσαι καλά τ’ όνομά μου. Είμαι η Ντάμα Σπαθί. Αν κάνεις ακόμα ένα βήμα, μπορώ να σε κάνω κομμάτια». Κοντοστάθηκα. Δεν φανταζόμουν τέτοιο θράσος.
Βέβαιη πως με είχε πληγώσει βαριά, αποφάσισε να με αποτελειώσει. «Ή μάλλον όχι», πρόσθεσε με δηλητηριώδες ύφος. «Μιας και δεν πρόλαβα να τελειώσω, σου επιτρέπω για τελευταία φορά να εκπληρώσεις τις φαντασιώσεις σου. Αν πέσεις πλάι μου, κάτι θα γίνει». Ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ. Σήκωσα το τσεκούρι και το κατέβασα στο κορμί της. Τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει. Για λίγο άκουγα τα ουρλιαχτά της, ύστερα μόνο το θρήνο του δάσους. Ένα παράξενο κίτρινο υγρό, κύλησε στις πλάκες του σαλονιού αργά, τελετουργικά, σχηματίζοντας θολές νησίδες.
Άναψα το τζάκι και την πέταξα στη φωτιά. Δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια μου –μα τι περίεργο– πάγωναν πριν κυλήσουν στα μάγουλά μου. Αφουγκραζόμουν κάμποση ώρα τους τριγμούς των κλαδιών της όπως καιγόντουσαν. Άραγε μου ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια; Στεκόμουν ακίνητος μπροστά στο τζάκι, ώσπου το σώμα της να γίνει στάχτη. Κατόπιν, πήρα ένα λευκό μεταξωτό σεντόνι και την αγκάλιασα τρυφερά, αφήνοντάς την να κοιμηθεί…
Άτιμο πράγμα ο πονοκέφαλος, ειδικά όταν σε ξυπνάει μ’ ένα σφυρί απ’ το λήθαργο. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας απ’ την πολυθρόνα μου, ψάχνοντας για καμιά ασπιρίνη. Στο στρογγυλό τραπέζι, μια ταλαίπωρη τράπουλα, ξαπόσταινε στην αγκαλιά της πράσινης τσόχας. Ανακάτεψα και τράβηξα τυχαία ένα φύλλο.
Δεν ξέρω αν πιστεύετε στα φαντάσματα.
Όλη τη νύχτα έψαχνα τη ντάμα σπαθί.
Αυτή τη φορά, την είχα στο χέρι.
Χάρης Μελιτάς, Ντάμα σπαθί, σελ. 23, από τη συλλογή διηγημάτων Το κάπα του Κόνδορος, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2013