Σπρώχνω τη νύχτα σ’ ένα σατανικό e-mail και τη στέλνω σε ολόκληρο το έθνος. αν και ένα τραγούδι χρειάζεται κάτι περισσότερο. παραείναι εύκολο να φύγει έτσι. Αυτό που χρειάζεται, παραδείγματος χάριν, είναι να πεις: Κυριακή σήμερα, νωρίς το απόγευμα κάπου πανηγυρίζουν αγόρια, επειδή η ομάδα τους κέρδισε, το καλοκαίρι ξέσπασε σε γόνατα, σε μαζεμένα μαλλιά που βλέπουμε κυρίως στα κορίτσια. να πεις, να φύγει, να πήξει ένα κομμάτι γαλατένιας πέτσας καρφωμένης στον ουρανό, ενώ οι λέξεις κάτω απ’ το τραπέζι στριμώχνονται σαν πόδια, μυρωδιές βαριές και αποπνικτικές σαν ποντίκια της ψυχής. περισσότερα. χρειάζονται πολύ πολύ περισσότερα. και μπαίνω γρήγορα στο τραγούδι όπως ένα στήθος μπαίνει στο βρέφος-Ιησού: είναι καυτή Κυριακή, νωρίς το απόγευμα και οι άνθρωποι τρελαμένοι από το φως, περιμένουν να έρθει το πρωί για ν’ ανοίξουν το e-mail
Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.
Έρχομαι προετοιμασμένη. Προσπαθώ να σταθώ στο σωστό σημείο, ανάμεσα στο όριο του πένθους και του πένθους. Του θρήνου και του θρήνου μου. Σου μιλώ στη γλώσσα των ζωντανών, όπως μιλούσαμε παλιά. Σου περιγράφω τα λουλούδια που σου φέρνω, τις πασχαλιές της προσεχούς μας Άνοιξης. Εσύ δεν αποκρίνεσαι. Μόνον η γάτα σου η μπλε μού απαντά, ο φύλακας του άσβεστου γαλαζωπού φωτός σου. Αρχίζω να μιλώ τη γλώσσα των νεκρών. Ολισθηρή η γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της. Και ενώ με καταπίνει, νιαουρητά σκίζουν τα κύτταρά μου.
Αγγελική Πεχλιβάνη, Τετάρτη, από τη συλλογή Οι Γάτες του Τρίτου κι άλλοι ζωντανοί, που κυκλοφορεί οσονούπω από τις εκδόσεις Κίχλη.
Αυτό που λέμε σύνορα τώρα είσαι εσύ. Ήταν Μάιος, αργός και βαρετός, ο δρόμος ξεκοιλιασμένος από οδικά έργα, το χιόνι ξαφνικό, στεγνό. Για να πω την αλήθεια: Δεν χρωστούσα τίποτα σε κανέναν. Στεκόμουν δίπλα στις πόρτες, το νερό παγωμένο από τον φόβο μούσκευε την πλάτη μου κι όταν έκλεισα τα μάτια, είδα πoπ κορν να ορμάνε στο αλάτι τους και ήξερα πως κάτι νύχτες τα κουκούτσια μαυρίζουν σαν περιτ- τώματα. Μπήκα μέσα για ν’ αντικρίσω την αηδιαστική σκηνή: όχι αγάπη, ηλιθιότητα, ηλιθιότητα είναι η καρδιά τού κόσμου – και τώρα μ’ εκείνες τις παντόφλες, τρώω και κλαίω, μόνο τρώω και κλαίω μες στο σπίτι.
Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.
Το όνομά σου αναλώθηκε στην ποίηση Εσύ, Λαίδη Τάνταλε, κάνεις τη μέρα μου να μοιάζει σαν αιωνιότητα η μουσική σου και ο Ματίς σου ο Μπράντο και ο Τοτό ο Μπαλτίς κι ο σκύλος σου ο Άρτσιμπαλντ που τρώει μεγάλα κομμάτια ανανά και οι άρλεκιν χαρακτήρες σου χορεύεις με τις σκιές τους στο σκοτάδι στο τέλος ζητάς την εικόνα μου, τη φτιαγμένη από κερί με περιμένεις να λάμψω σαν εκείνο τον στίχο της πρώτης μας φοράς μη μιλάς γύρισε πίσω στα χρώματά σου
Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.
Ακόμα και τώρα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο τού Οδυσσέα πατέρα της, προσπαθώντας να γράψει «για όλα αυτά», αισθάνεται βραχυκυκλωμένη. Γράφει και σβήνει και, αν συνεχίζει, είναι μόνο και μόνο γιατί στην οθόνη της φαντασίας της τον βλέπει μπροστά της ρηξικέλευθο και νεφεληγερέτη να της φωνάζει: «Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια! Κατάληγε! Συμπέρασμα!» Το συμπέρασμα είναι ότι ο Οδυσσέας υπήρξε πάντοτε απολύτως ορθολογιστής και πρακτικός, και όχι μόνο αγνόησε θρησκείες και θεούς, αλλά ποτέ δεν προσείλκυσε το ενδιαφέρον του καμία μεταφυσική και καμία υπέρβαση. Ο θάνατος ήταν το απαράδεκτο τέλος των ανθρώπων, των πιο αγαπημένων του. Αυτό υπήρξε το δόγμα του, και της πήρε μια ζωή για να ψυχανεμιστεί τις καταβολές του στους ομαδικούς τάφους και στα νερά της θάλασσας, όπου βρήκαν τελευταία κατοικία οι γονείς και τ’ αδέλφια των γονιών του. […]
Κι όταν, κάποτε, κατάπληκτη η Άννα μουρμούρισε: «Μα γιατί δεν μας είπες ποτέ τίποτα;» —και αναφερόταν στο γεγονός ότι τον φυλάκισαν με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστής, και καταδότης του ήταν το ίδιο το κόμμα—, της απάντησε με μια ερώτηση που την άφησε άφωνη: «Και νομίζεις ότι θα με πιστεύατε;» Ήξερε από κομμουνιστές ο Ιγνάτιος, και υπερθεμάτισε: «Θα μπορούσατε να πείτε ότι είχαν αλλάξει εν τω μεταξύ! Τώρα, όμως, είδατε μόνοι σας». Αυτοί «που είδαν μόνοι τους» ήταν η Άννα και ο Γόρδης, ο αδελφός της, οι μόνοι από τα εγγόνια του που υπήρξαν ευάλωτοι στην κρυφή γοητεία του κομμουνισμού. […]
Μόνο καταγράφοντας σκέψεις, αναμνήσεις, εντυπώσεις και συναισθήματα με τρόπο ασύνδετο, αποσπασματικό αλλά και με πολλές επαναλήψεις, όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, θα μπορούσε να υφάνει τον καμβά όλων αυτών των αντιφάσεων, που για χρόνια έκλεινε μέσα του τραύμα και ντροπή, αφού ποτέ της δεν άκουσε τίποτε ούτε για τους Ποντίους ούτε για τους καταδιωγμένους αριστερούς στα σχολεία της, μια κι εκείνον τον καιρό, της επταετίας δηλαδή, στο μάθημα της ιστορίας η κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τύχαινε πάντα να συμπίπτει με το τέλος της σχολικής χρονιάς. Έτσι, επί χρόνια, υπήρξε επιρρεπής στις «συνωμοτικές» εκδοχές της ιστορίας, ενώ ακόμα και σήμερα εύκολα την διατρέχουν φευγαλέα κύματα καταδίωξης. Βέβαια, από δω κι από κει, κάτι είχε υπόψη της για τις «διχόνοιες των Ελλήνων» και αρκετά νωρίς σχημάτισε την εντύπωση πως πατρίδα δεν ήταν παρά ο αντικατοπτρισμός μιας όασης η οποία αποδεικνυόταν απρόσιτη σε όσους μάχονταν γι’ αυτήν· και ότι οι αγωνιστές της ελευθερίας της Ελλάδας συχνά φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, τουφεκίστηκαν και δολοφονήθηκαν μέχρι και από… αφηνιασμένα τρίκυκλα. Έτσι, ο πατριωτισμός τής φαινόταν έννοια υποκριτική, και κυρίως αφότου στο χουντικό σύνθημα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» ήρθαν και έδεσαν «της γης οι κολασμένοι», εφόσον δεν γίνεται να ξεχαστεί ότι οι αιρετικοί της Τετάρτης Διεθνούς έπεσαν θύματα των ίδιων των συντρόφων τους. […]
Τα παιδιά δεν είναι δίκαια, ένα παιδί κρατά στη μνήμη του όσα έχει λάβει το σώμα της: ένα φιλί αποδιωγμένο με θυμό και μια στιγμή που εκείνη με κλωτσά, ελαφρά μα σταθερά, κάτω από το φουστάνι. Αργότερα, θυμάμαι αυτά που της έδωσα, όταν έτρεχα με φόρα προς το σώμα της, και τις μεγάλες ζεστές αγκαλιές. Το σώμα της είναι μια χορδή και είναι έτοιμο ν’ αποσυρθεί. Μαλακό απ’ έξω, σουπιά και κόκαλα σουπιάς, από μέσα έχει σπάσει, ένα ένα κοκαλάκι.
Αγγίζω τη μαμά με το μέτωπο και τα μάγουλα: η νευρώδης ύπαρξή της, λεπτή και δυνατή. Η μητρότητα είναι αυταπόδεικτη και άχρηστη, όπως τα πυροτεχνήματα, τα μπολ και οι λεπίδες, στήθη δυσανάλογα μεγάλα για τόσο αδύνατο σώμα και μεγάλα λευκά δόντια φτιαγμένα για πλατιά χαμόγελα. Το λεπτό σώμα της μητέρας μου κυρτωμένο σαν ερωτηματικό, μια παράπλευρη απώλεια. Μέσα της έχει σκόνη, στάχτη και χιονοθύελλα.
Χάνει κοκάλινα χτενάκια εκεί στις ρίζες των μαλλιών μου και λέει: Πού άφησα τα δάχτυλά μου; Βάζει τα χέρια στο κεφάλι μου, βάζει το κεφάλι της στα χέρια μου. Αυτό είναι, αυτό είναι. Έτσι μυρίζει ένα κορίτσι που το φροντίζουν καλά οι νοσοκόμες.
Πίνακας: Leon de Smedt
Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.
Όπως όλοι οι άστεγοι φοβάμαι τον χειμώνα η κάρτα ανεργίας, χαρτί όπου ακουμπάω το πεπρωμένο μου.
Τα ιστορικά γεγονότα ξεθωριάζουν σαν απόδειξη ταμειακής μηχανής σε τσέπη καλοκαιρινού πουκάμισου.
Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου. Σκέψη και περιγραφή, σώμα και υποκείμενο. Η μοντέρνα λυρική ποίηση συνεπάγεται ελευθερία σκέψης και συνείδησης· η μετωνυμία, σπασμένο πόδι της μεταφοράς.
Γονείς, δάσκαλοι και γιατροί μ’ έχουν κρατήσει στη ζωή.
Κρέμομαι σαν τρεμουλιαστή λευκή λάμπα στο ξέφωτο, πίσω απ’ τον αδελφό, την αδελφή μου και το κουνιστό αλογάκι, στην πρόσοψη του σπιτιού της Μάρθας
Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.
Βρέχει πάλι στο όνειρο. Είμαι ο παραλήπτης των χιλιάδων χαμένων επιστολών της Έμιλυ και δεν ζω στο Άμερστ αλλά στη Νίκαια θρηνώντας τους δικούς μου νεκρούς. Έχω ταξινομήσει 8.950 επιστολές με αυστηρή χρονολογική σειρά. Τις αρωματίζω με λεβάντα και τις τοποθετώ σε ερμάρια λευκά σαν ολάνθιστους κρίνους. Επί 24 χρόνια, 6 μήνες και 15 μέρες σάς τις διαβάζω χαμηλόφωνα πίσω από την πόρτα. Κάθε μέρα σάς διαβάζω και μία. Τη βροχή δεν τη βλέπω ποτέ. Την ακούω μόνο και τη νιώθω. Με ποτίζει όπως ποτίζει τους ασφόδελους του κήπου. Τους ασφόδελους και τους κατιφέδες. (Παρεμπιπτόντως, και εγώ την κηδεία του πατέρα μου την παρακολούθησα από μια ρωγμή του πατρικού μου, της δε μητέρας, ήμουν το χώμα, ήμουν η χους εις χουν, η παρακλητική).
Σήμερα διάβασα την τελευταία της επιστολή και πλέον ξέρω.