Σουρούπωνε, σκούρα πέπλα σαβάνωναν τον ουρανό, μια ριπή ανέμου φορτωμένη με άρωμα αγριολούλουδων θέρισε τον οικισμό. Ο πατέρας βγήκε απ’ το σπίτι και έγνεψε στον γιο του να τον ακολουθήσει. Εκείνος πήρε και το τσεκούρι μαζί του. Όδευαν προς το δάσος. Αν μπορούσε να δακρύσει ο Τρύφωνας, θα δάκρυζε από χαρά, ένταση, δικαίωση. Έφτασαν. Τη νύχτα στο δάσος επικρατούσε βαθιά ηρεμία· όταν η σιγή έσπαγε απ’ τις κραυγές και τα αλυχτίσματα των αρπακτικών, καθηλωνόσουν, σαν να περπατούσες πάνω σε παγωμένη λίμνη και να το συνειδητοποιούσες στην πρώτη μεγάλη ρωγμή κάτω απ’ τα πόδια σου. Κατέληξαν σε ένα μικρό ξέφωτο. Ο πατέρας κοντοστάθηκε δείχνοντας κάμποσα έλατα παρακάτω. Του έκανε νόημα να βιαστεί. «Για το πρωί», είπε. O σκελετός ίσα που πρόλαβε να τα δει κι εξαφανίστηκε. Είχε πέσει σε παγίδα, έναν λάκκο καλυμμένο με χόρτα. Αμέσως ο πατέρας έσυρε μια πέτρινη πλάκα πάνω από την παγίδα –την είχε σχεδιάσει και για παραπάνω από έναν, αν χρειαζόταν– και τη σφράγισε. Έπειτα έβγαλε έναν κουβά γεμάτο τσιμέντο πίσω από κάποιο δέντρο και τον άδειασε περιμετρικά της πέτρινης πλάκας. Στο τέλος τη σκέπασε με χόρτα. Η φωνή του Τρύφωνα βούιζε μέσα απ’ τον αναπάντεχο τάφο του, καθώς ο πατέρας του απομακρυνόταν. Ο γιος του δεν θα ανέβαινε ποτέ ξανά στην επιφάνεια του κόσμου – ή έτσι τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει.
Δημήτηρης Στατήρης, Σκελετός, από τη συλλογή διηγημάτων Προτομές, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2020, σελ. 15-16.
Ξέπλυνα πρόσωπο και χέρια, όμως η μυρουδιά δεν έλεγε να φύγει, και μαζύ με το σαπούνι μού ερέθιζε κάπως τα ρουθούνια. Ύστερα άνοιξα τον σάκκο, έβγαλα πουκάμισο και κολλάρο και γραβάτα, έβαλα μέσα τα ματωμένα, έκλεισα τον σάκκο, και μετά ντύθηκα. Την ώρα που βούρτσιζα τα μαλλιά μου το ρολόι χτύπησε τη μισή. Όμως είχα ακόμη περιθώριο μέχρι να πάει παρά τέταρτο, εκτός και αν, νομίζω βλέποντας το σκοτάδι που εφορμούσε μόνο το δικό του πρόσωπο και όχι τσακισμένο φτερό, εκτός κι αν ήταν δύο, όμως όχι δύο όπως τότε πηγαίνοντας για Βοστώνη το ίδιο βράδυ έπειτα το πρόσωπό μου το πρόσωπό του για μια στιγμή μέσα στον θόρυβο του σπασίματος όταν ξεπετάγεται μέσα από το σκοτάδι δύο φωτισμένα παράθυρα συνθλίβονται μέσα σε τραχύτατη φευγαλέα σύγκρουση εξαφανίστηκε το πρόσωπό του και το δικό μου το βλέπω είδα ίσως δεν είδα αντίο το στέγαστρο όπου κανείς δεν τρώει τώρα άδειο ο δρόμος άδειος μέσα στο σκοτάδι σε σιωπή το γεφύρι με τις καμάρες του μέσα στη σιωπή σκοτάδι σε σιωπή το γεφύρι με τις καμάρες του μέσα στη σιωπή σκοτάδι και ύπνο το νερό ειρηνικό και γοργό χωρίς αποχαιρετισμούς χωρίς έχετε γεια
.
Έσβησα το φως και γύρισα στο δωμάτιό μου, μακριά από τη βενζίνη αν και μου μύριζε ακόμη. Στάθηκα στο παράθυρο, οι κουρτίνες κινήθηκαν αργά, βγήκαν από τα σκοτάδια και άγγιζαν το πρόσωπό που σαν κάποιος που ανασαίνει στον ύπνο του, ύστερα επέστρεφαν στα σκοτάδια με αργή αναπνοή, δεν με άγγιζαν τώρα. Μόλις ανέβηκαν απάνω, η Μητέρα πεσμένη στην πολυθρόνα της, το μαντήλι με την κάμφορα στο στόμα της. Ο Πατέρας δεν είχε αλλάξει θέση. Καθισμένος πάντα στο πλάι της τής κρατούσε το χέρι το βέλασμα σαν σφυροκόπημα απομακρυνόμενο, σαν να μην έβρισκε θέση στη σιωπή Όταν ήμουνα μικρός είχε μια εικόνα κάπου σ’ ένα βιβλίο μας, ένα σκοτεινό μέρος όπου έμπαινε λοξά μία μοναχική αχτίδα φως και έπεφτε πάνω σε δύο πρόσωπα που υψώνονταν μέσα στο σκοτάδι. Ξέρεις τι θα ’κανα εγώ αν ήμουνα βασιλιάς; Ποτέ της δεν έλεγε είμαι βασίλισσα ή νεράιδα, πάντα της ήτανε βασιλιάς ή γίγαντας ή στρατηγός θα γκρέμιζα τοίχο στο δωμάτιο και θα τους έβγαζα έξω σέρνοντας και θα τους μαστίγωνα πολύ άγρια Και το δωμάτιο κατεδαφισμένο, ξεκοιλιασμένο. Κι εγώ χαρούμενος.
.
Και αδύνατο να το εγκαταλείψω επειδή το ρημαγμένο μπουντρούμι ήταν η ίδια η Μητέρα, εκείνη και ο Πατέρας υπερυψούμενοι σε χλωμό φως πιασμένοι χέρι-χέρι και μεις να έχουμε χαθεί σε τόπο πιο κάτω απ’ αυτούς, δίχως ούτε μια αχτίδα φως. Και ύστερα έκανε εισβολή το αγιόκλημα. Μόλις έκανα να σβήσω το φως και δοκίμαζα να κοιμηθώ, αυτό άρχιζε έφοδο στο δωμάτιο κατά κύματα, όλο και πιο πηχτό, ώσπου χρειαζόταν να λαχανιάσω και να εξασφαλίσω μία εισπνοή και τελικά αναγκαζόμουν να σηκωθώ και να βρω τον δρόμο μου ψαχουλευτά, όπως όταν ήμουνα μικρό παιδάκι τα χέρια μπορούν να βλέπουν ψηλαφώντας μέσα στη μνήμη σχηματίζοντας αόρατη πόρτα Πόρτα τώρα το κενό τα χέρια μπορούν να βλέπουν Η μύτη μου μπορούσε να δει τη βενζίνη, το γιλέκο στην καρέκλα, την πόρτα.
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 194-195, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002
Τα οστά περίσσευαν πάνω απ’ το χαντάκι με τις σκοτεινές πρασινάδες που κατοικούν στο σκοτεινό χαντάκι και μπήγονταν στο φεγγαρόφωτο σαν μερικά σχήματα να είχαν μαρμαρώσει εκεί που ορθώνονταν. Και μετά όλα μαρμάρωσαν και γύρω σκοτεινά και μόλις έκοψα βήμα κι εγώ για να ξαναρχίσω, μπόρεσα και άκουσα τη Μητέρα, και πόδια που ξεμακραίνουν βιαστικά και ένα σχήμα που μπόρεσα να το μυρίζω.. Και μετά ήρθε το δωμάτιο, όμως τα μάτια μου κλείστηκαν. Δεν σταμάτησα. Μπορούσα να οσμίζομαι. Και ο Τ.Π. ξεκαρφίτσωσε τις παραμάνες στα σκεπασματα του κρεβατιού. […] Κατεβήκαμε τη σκάλα. Τα σκαλοπάτια κατέβηκαν σ’ ένα σκοτάδι και ο Τ. Π. με πήρε απ’ το χέρι και βγήκαμε από την πόρτα και από το σκοτάδι. Ο Νταν στην πίσω αυλή και αλυχτούσε. — Τον πήρε μυρωδιά. Ο Τ.Π. είπε. Έτσι δεν το πήρες μυρουδιά και του λόγου σου; Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια, πήγαμε κοντά στις σκιές μας. — Ξέχασα το πανωφόρι σου. Ο Τ. Π. είπε. Σου χρειάζεται, αλλά δεν ξαναγυρίζω εκεί μέσα. Ο Νταν κλαψούρισε. — Σουτ. Είπε ο Τ.Π. Οι σκιές μας προχώρησαν. Του Νταν η σκιά δεν κουνιόταν, εξόν μονάχα όταν γάβγιζε. — Δεν μπορώ να σε μπάσω στο σπίτι μας άμα βελάζεις έτσι. Είπε ο Τ.Π. Ήσουνα που ήσουνα μπελάς προτού αποχτήσεις αυτήν τη βατραχοφωνάρα. Προχώρα. Απριλίου 7η, 1928 Σελ. 64-65
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Απριλίου 7η, 1928, σελ. 64-65, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002