Ήταν ευδιάθετη και δεν δίστασε να μου εκφράσει την αιτία: «Στον δρόμο τυχαία έπεσα επάνω του. Η ερωτική ιστορία μας παλιά και με διακυμάνσεις μέσα στον χρόνο. Με χαιρέτισε φιλώντας τρυφερά κι απαλά τα χείλη μου. Εγκάρδιος, προσηνής, αλλά και κάπως πτοημένος από μοναξιά κι αντιξοότητες. Επιβεβαίωνε τον ανδρισμό του που τον άφησα να με φιλήσει στο στόμα. Με είχε ανάγκη, του έδινα μια ανάσα ζωής.
Κι όπως στεκόμασταν, πάλι μ’ απαλό φιλί στα χείλη μ’ αποχαιρέτισε. Οι δρόμοι μας χώριζαν.
Σαν ηλιαχτίδα που θωπεύει –που κράτησα κι αποθαύμασα– η ανέλπιστη τρυφερότητά του».
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Σαν ηλιαχτίδα από την ποιητική συλλογή Ντελικάτη γυναίκα, εκδόσεις Πόλις, 2021
To λακωνίζειν εστί μελαγχολείν – γι’ αυτό και τα πιο αεράτα συνθήματα φέρουν μια μελανή νότα. Το πώς διαβάζει κανείς την ακουστική της στα κοινωνικά πράγματα του καιρού και το πώς διαπραγματεύεται την ερμηνεία της είναι ζήτημα μιας διαχρονικής και πάντα επίκαιρης πολιτικής γραμματικής, γύρω από το οποίο μαίνονται ασταμάτητες συγκρούσεις. Έτσι, στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, στον τοίχο ενός ενός κτηρίου γραφικών τεχνών –και, διόλου τυχαία, ακριβώς απέναντι από τον εκδοτικό οίκο που επιμένει στο πολυτονικό σύστημα– υπάρχει το σύνθημα:
ΑΙΝΑΝΤΥΑ ΣΤΙΝ ΑΣΤΟΙΚΥ ΩΡΘΩΓΡΑΦΕΙΑ
Διαγωνίως απέναντι και παρηχώντας ευφυώς το γνωστό σύνθημα «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», δεν άργησε καθόλου να εμφανιστεί και η αντιστοιχούσα σωφρονιστική απάντηση
ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΟΙ ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΑΣΚΑΛΕΣ
Ενώ λιγάκι παρακάτω, με πεζά, καλλιγραφημένα και εμφανώς πολυτονισμένα γράμματα, κατατίθεται ως αιχμηρό σχόλιο στην προηγηθείσα πυγμαχική συνομιλία ένα ακόμη σύνθημα
Η επανάσταση είναι πια θέμα αιώνων
Η συνθηματική συνομιλία, άμεση κατά τα δύο πρώτα σκέλη και υπαινικτική κατά το τρίτο, είναι πολιτικά πλήρης, καθώς εμπεριέχει τα πάντα: την ανορθόγραφη μούφα, την τιμωρητική της απειλή και την ορθογραφημένη διάψευση και των δύο μαζί. Στις δύο κάθετες πλευρές του τριγώνου αποτυπώνεται αφενός η γοερή πίστη ότι η αποσυγκρότηση του γλωσσικού συντάγματος θα συνεργήσει στην πολιτειακή ανατροπή και αφετέρου η κραυγαλέα πεποίθηση ότι η γραμματική της μαγκούρας έχει άμεσα αποτελέσματα στα κακά παιδιά. Στην υποτείνουσα εγγράφεται η μελαγχολική διαπίστωση ότι τίποτε, μα τίποτε αληθινά επαναστατικό δεν θα καταφέρουμε χωρίς καλά συγκροτημένη παιδεία και ενσυνείδητη μετοχή στη μεστότητα της ιστορικής μας παράδοσης.
Η σκιαμαχία έχει επιπλέον και τούτο το παράδοξο: η βίαιη ανορθολογικότητα του πρώτου συνθήματος και η καγχαστική παιδαγωγική του δεύτερου προσομοιάζουν με σκιρτήματα ρομαντικής εξέγερσης – μα μονάχα ο τονισμένος πεσιμισμός του τρίτου είναι γνήσια ρομαντικός. Οι δύο πρώτοι συνθηματογράφοι έχουν κοινή τη ρηχή προσδοκία πως όλα μπορούν να γίνουν βιαστικά και διατεταγμένα. Από αυτή την άποψη βρίσκονται εντός και επί τα αυτά, και μόνον η διαφορά αντιληπτικού τόνου τους τοποθετεί φαινομενικά στα άκρα του φάσματος. Ο τρίτος όμως, ενστερνιζόμενος από την αντίπερα όχθη την προοπτική της ρηξιγενούς συγγένειας, απορρίπτει και τη δήθεν ριζοσπαστική άποψη ότι το άλμα δεν χρειάζεται εφαλτήριο και την αυταρχική της αντήχηση, ότι δηλαδή αντί εφαλτηρίου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πειθαρχικό σκαμνί. Γνωρίζει ότι η παραμυθία της άμεσης επανάστασης δοξάζεται σε επιφανειακές ρωγμές, ενώ η πραγματική επαναστατική πολιτική αναπτύσσεται σε σεισμικό βάθος, κι επειδή δεν αισθάνεται κάτι ριγηλό να πάλλεται στον ορίζονται ούτε διακρίνει κάποιο φως, αποσύρεται – και μελαγχολεί.