RSS

Daily Archives: 17/04/2021

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ

17:39

Παουλάκος, 40. Ο κόσμος αποτελείται από κακούς ανθρώπους, καλούς ανθρώπους, από λιακάδα, που είναι καλή, και καταιγίδες, είναι πολύ άσχημες. Ο κόσμος αποτελείται απ’ την εύρεση φαγητού, καλός, ο κόσμος είναι καλός. Ο κόσμος αποτελείται απ’ την κατσίκα)

Ένα αυτοκίνητο πατάει μια γυναίκα. Το κεφάλι της σκάει, κι ο Παουλάκος κλείνει τα μάτια της κατσίκας του. Έπειτα το μαζεύουν κι ο Παουλάκος έχει κιόλας ξεχάσει το περιστατικό. Ευτυχισμένος Παουλάκος. Το πώς βρήκε ο Παουλάκος την κατσίκα είναι ασαφές. Και το πώς επίσης βρίσκεται στη ζωή, εν γένει. Ο Παουλάκος περπατάει στους δρόμους της πόλης με την κατσίκα του, προφανώς είναι η πιο μικροσκοπική κατσίκα του κόσμου. Αυτός ψάχνει στους σκουπιδοντενεκέδες για τροφή. Πρώτα για την κατσίκα του και μετά για τον ίδιο. Απ’ το στόμα του Παουλάκου τρέχει μονίμως σάλιο, γιατί το στόμα δεν μπορεί να κλείσει, γιατί είναι στραβό, ένα μάτι δεν υπάρχει, και το άλλο κοιτάζει σαν χαζό. Ο Παουλάκος είναι μια τερατογένεση, ένας συνδυασμός συνδρόμου Ντάουν και εμβρυουλκύας, κι ό,τι κι αν είναι δεν είναι ευπαρουσίαστο. Αλλά έκανε καλό στον νου του. Ο Παουλάκος δεν αναρωτιέται για τίποτα, ο Παουλάκος χαμογελάει. Καμία κακία μέσα του, καμία άβυσσος, μόνο χαρά. […]

Ποτέ, ποτέ να μη μ’ αφήσεις μόνο μου. Δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς εσένα. Πού είναι τα κορίτσια, που αλλιώς περπατάνε πάντα στον δρόμο, με φούστες και αστεία πόδια και με όμορφα πρόσωπα, όχι σαν το δικό μου πρόσωπο, ίσως τόσο όμορφο όσο το δικό σου πρόσωπο. Λέει ο Παουλάκος στη γλώσσα που κανείς δεν καταλαβαίνει, εκτός από την κατσικούλα του, και κείνη σφίγγεται πάνω του, τον κοιτάζει κι αρχίζει να του  γλείφει το πρόσωπο, πολύ απαλά. Όσο πιο απαλά μπορεί μια κατσίκα. Ο  τα είναι λυπημένος, κλαίει, κι όλα ξεβράζονται. Σήμερα είναι λυπημένος, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, ότι οι άνθρωποι υποφέρουν, ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Σκαλίζει με το κεφάλι του το τρίχωμα της κατσικούλας και κλαίει, κρατιέται σφιχτά από πάνω της σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει τίποτα για να κρατηθείς, και τον παίρνει ο ύπνος. Όταν ο Παουλάκος ξανανοίγει τα μάτια του, όταν ανασηκώνεται, έχει σκοτεινιάσει λίγο ακόμα. Η μικροσκοπική κατσικούλα του δεν είναι πια εκεί.

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ, μτφρ.: Μαρία Μουρσελά, Εκδόσεις Τόπος, 2007

Artwork: Johann Fournier

 

Μέλπω Αξιώτη, Θέλετε να χορέψομε Μαρία;

.

Ίσαμε και το Μούργο, το σκυλί, τον τύλιξε ο Γιώργης στον λαιμό του ένα γύρο, σαν μαργαριτάρια. Κι ύστερα εκάθισε ν’ αναπαυτεί. Κι όσο που αναπαυόντανε, κι επερνούσανε οι ώρες μια μια, και οι γυναίκες θρηνούσαν τα πράγματα του σπιτιού και τα ρούχα, επειδή πάντα οι γυναίκες θρηνούν τα μικροπράγματα, γιατί τους είπανε και το πιστέψανε πως δεν είναι άξιες για τα μεγάλα, τότε αγάλι αγάλι, ο τόπος ένα γύρο καθάριζε, τ’ αστροπελέκια εστραφήκανε αλλού, κατά το νοτιά, τα νερά εστραγγίσανε κάτω τις ρίζες της γης, και στην επιφάνεια απόμειναν, απ’ όπου διαβήκανε τα νερά, όλα τα ψόφια πράματα, άχρηστα πια να ζήσουνε, και οι βουές  απ’ όλα τα ανθρώπινα, τον τρόμο και τους πόνους, συχάσανε κι ήρθε το σκότος της νύχτας απάνω απ’ όλα τότε και τα θεράπεψε.

Μέλπω Αξιώτη, Θέλετε να χορέψομε Μαρία; εκδόσεις Κέδρος, 2003

Artwork: Johann Fournier