Πρώτα ήταν μια μικρή βουή, μα όσο αφουγκραζόταν να την εννοήσει, να ερμηνεύσει τα ακατάληπτα λόγια, τόσο αυτή μεγάλωνε. Κι έπειτα έγινε ίδιος βρυχηθμός που ξεπηδούσε από τα έγκατα της γης, λες και θηρίο αγριεμένο πάλευε να βγει στην επιφάνεια κάνοντας ρήγμα βαθύ. Πώς θάβουν τα ποτάμια τους στην πόλη των ανθρώπων, ο Λύκος μονολόγησε κοιτάζοντας το λιγοστό νεράκι που λίμναζε λερό στο ρείθρο πλάι του δρόμο. Η γλώσσα ακατάληπτη ντυμένη μες στο ψέμα. Άκουγε ο Λύκος και ο θυμός του φούντωνε, τον έπνιγε ανείπωτη κραυγή. Πώς να φανερωθεί μέσα στο πλήθος των ανθρώπων; Πώς να ντυθεί κι αυτός στο ψέμα τους; Κάποιοι με λένε ταξιδιώτη κάποιοι περιπλανώμενη απειλή – ας μην ξανοίγεστε στο δάσος μοναχοί γιατί μπορεί να συναντήσετε συντροφευμένους λύκους…
έτσι σκεφτόταν ο Λύκος
και τρόμαζε και αυτός με την ιδέα
Διώνη Δημητριάδου, από την ποιητική σύνθεση Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή, ΑΩ εκδόσεις, 2021
Προπαντός όχι με πνιγμό. Ο θάνατος. Ίσως με μήλο στο κεφάλι, ενώ ο γηραιός Γουλιέλμος σάς σημαδεύει με το βέλος. Ή με πιστόλι. Αν ξέρετε σε ποιο μέρος ακριβώς βρίσκεται η καρδιά. Αν έχετε καρδιά.
Αγαπήστε πολλά κορμιά. Μπορεί ποτέ να μην εμφανιστούν στην ποίηση ανάγλυφα, θα θυμάστε πάντα όμως τον ήχο που έκαναν τα ελατήρια των στίχων στο σκοτάδι.
Μη φοβηθείτε την αρρώστια. Να τρέχετε πάντα πιο γρήγορα από αυτήν. Έστω και αν αυτό σημαίνει να κολυμπήσετε σε κρύα νερά για δέκα λεπτά προσπαθώντας μάταια να πνιγείτε.
Αποφύγετε τις επιστολές και όλα τα γραπτά τεκμήρια που θα υπονοήσουν μία ρομαντική αγάπη που το ύψος και το βάθος της δεν θα φτάσετε ποτέ.
Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε. Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια, τη σύφιλη· ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια.
Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη, από τη συλλογή Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Πόλις 2021
Προτού καλά-καλά δεθούν μεταξύ τους κι αρμόσουνε σωστά οι θεσμοί του νέου κράτους, τα ζύγια με τους νέους καιρούς στράβωσαν και η Ελλάδα έβαλε πλώρη για το διαζύγιο της από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό πριν τ’ αρραβωνιάσματα. Αιτούμενη πλέον μια θέση ευνοούμενης στις παρακάμαρες των ισχυρών της ημέρας, άλλαξε φορεσιά κρατώντας τα χτεσινά της ήθη, με παρεπόμενα ορατά ως τα σήμερα. Αντί για κράτος σύγχρονο, αστικό και κατά μικράν προσέγγισιν έστω ευρωπαϊκό, στήσαμε εκ του προχείρου, συγχωνεύοντας δομικά το τούρκικο σεράι και την ελληνική καλύβα, ένα οικείο στα γνωρίσματά του μεταοθωμανικό δοβλέτι. Έτσι συνεχίστηκαν απρόσκοπτα τα ιδιωτικά νταραβέρια με τον έφορο και τον χωροφύλακα, οι θεσιθηρικές συναλλαγές με τους προεστώτες της επαρχίας ή τους μεσάζοντες της πόλης και οι αλλαξοκωλιές των ληστών με τους διώκτες τους. Φτιάξαμε παιδεία λειψανάλατη και φτενή, με πανεπιζήμια αντί πανεπιστημίων και πολιτεία της φτήνιας, με πελάτες αντί για πολίτες. Εναποθέσαμε τη διαχείριση της εξωτερικής μας πολιτικής σε δουλοπρεπείς αρχοντοχωριάτες και εμπιστευτήκαμε την τοπική αυτοδιοίκηση σε κουτοπόνηρους δημάρχους. Ανεβάσαμε ανεύθυνους κλητήρες στη θέση υπεύθυνων κρατικών λειτουργών και εγκαταστήσαμε διευθυντές με νοοτροπία παραγοντίσκου στα κρισιμότερα διοικητικά πόστα. Εδραιώσαμε κληρονομικούς κομματάρχες αντί για κοινοτικούς αντιπροσώπους ανακλητούς και χρίσαμε άξιους πολιτικούς κάποιους χυδαίους πολιτικάντες με χρέη αποικιακών εντολοδόχων και περισσή έγνοια για τα προσωπικά τους αλισιβερίσια. Μετατρέψαμε τα υπουργεία μας σε παράγκες διεκπεραιώσεως ύποπτων αναθέσεων, τα βουλευτικά γραφεία σε καταστήματα εξυπηρετήσεως ημετέρων και το βουλευτήριο σε μεταμεσονύκτιο πλυντήριο λαθραίων συμφερόντων — των ίδιων που ακόμα απομυζούν τον πλούσιο τόπο μας διαιωνίζοντας τη φτώχεια του.
Ηρακλής Λογοθέτης, Δάνειον Έθνος, μέρος Δ΄, εκδόσεις Σμίλη, 2020
Ο Χάινζ έχει πιάσει ένα μικρό κορίτσι. Είναι ένα αδύνατο κορίτσι που βρομάει. Αλλά και τι μ’ αυτό. Το κορίτσι είναι δεμένο καλά σε μια γωνία. Στο σώμα έχει πολυφορεμένο σώβρακο. Το πειράζει το κορίτσι αυτό. Το τραχύ, άκαμπτο από τη βρώμα ύφασμα, που μυρίζει απροσδιόριστη σαπίλα, στο στόμα του μικρού κοριτσιού, σφιχτά κάτω από τη μύτη. Και με κάθε ανάσα σχεδόν θέλει να ξεράσει. Δεν μπορεί να ξεράσει εξαιτίας του σώβρακου.
Ο Χάινζ κάθεται απέναντι από το κορίτσι. Το κοιτάζει. Θέλει να το κοιτάζει πολλή ώρα, γιατί ξέρει ότι το υπόλοιπο περνάει γρήγορα. Το διαμέρισμα σ’ ένα σπίτι με κόκκινα τούβλα. Ένα δωμάτιο με εντοιχισμένη κουζίνα. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες. Πάνω στο τραπέζι ένα κάλυμμα με μουσαμά, ένα λουκάνικο και μπαγιάτικο ψωμί. Η βρύση δεν στάζει. Μπροστά στο παράθυρο μια κουρτίνα κιτρινισμένη απ’ τον καπνό. Ο Χάινζ είναι ένας μικρόσωμος άντρας. Τα νύχια είναι μαύρα. Στο στόμα μάλλον κιτρινίλα.
Ο Χάινζ είναι λίγο μετά τα τριάντα. Αυτού του φαίνεται ότι είναι παραπάνω. Από τότε που μπορεί να σκεφτεί, ή τέλος πάντων κάτι παρεμφερές, δεν υπήρχε τίποτα εκτός από ώρες που δεν έλεγαν να περάσουν. Παραδόμένος ο Χάινζ στο μικρό του μυαλό. Ανίκανος να νιώσει κάτι άλλο πέρα από βαρεμάρα και αναστάτωση. Αναστάτωση είναι μικρά κορίτσια. Ο Χάινζ δεν μπορεί να κάνει σεξ παρά μόνο με κοριτσάκια. Αισθάνεται μόνο με κοριτσάκια. Ας είναι ο πούτσος του σφυρί του θεού. Και αναστάτωση. Ένα καλό μέγεθος εσωτερικά, αποκτάει. Μέχρι τα κοριτσάκια να γίνουν σκληρά και παγωμένα κι άκαμπτα, άχρηστα, τα βλαμμένα. Μετά μπορεί να φανταστεί πως ήταν θεός, ώσπου η αίσθηση ξεθωριάζει, οι σκέψεις ξεφτίζουν και το κορμί του συρρικνώνεται, αποκτάει το κανονικό του ύψος. Το οποίο δεν είναι μεγάλο.
Και η βαρεμάρα. Τι κάνει κανείς με τη ζωή; Το διάβασμα αποκλείεται, η τηλεόραση προκαλεί πονοκέφαλο, και μένει μόνον να κοιτάς τον δρόμο, και το ανήσυχον ανεβαίνει στον λαιμό, κάνει έναν κόμπο, κάνει τα πόδια του να κατεβαίνουν σκαλοπάτια. Και να ψάχνουν. Έτσι βρήκε το κορίτσι Αυτό ξαπλωμένο στη γωνία κι ο Χάινζ το κοιτάζει. Κάθεται στο τραπέζι και τρώει λουκάνικο, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια απ’ το κορίτσι. Περνάει αργά αργά το μαχαίρι απ’ τα χείλη του και της κλείνει το μάτι.
Το κορίτσι ωστόσο είναι απόμακρο. Αυτό θυμώνει τον Χάινζ, γιατί θέλει μια αντίδραση. Σκουπίζει το στόμα του με το χέρι, το μαχαίρι με το χέρι και σηκώνεται. Στέκεται στο παράθυρο για να νιώσει τη μεγάλη διέγερση. Κι όταν αυτή έρχεται, είναι όπως είναι για τους άλλους να είναι ερωτευμένοι. Τόσο ωραία και δυνατά, είναι γεμάτος χαρά να ξετυλίγει το κορίτσι σαν δώρο, που δεν είχε πάρει ποτέ. Κι ο πούτσος του χτυπάει δυνατά, χαίρεται, ο Χάινζ. Χτυπάει το κουδούνι. Ο Χάινζ τρομάζει. Για λίγο μόνο. Κι ανοίγει, το μαχαίρι κρυμμένο πίσω απ’ την πλάτη του. Μπρος του στέκεται η γειτόνισσά του. Θέλει να δει μαζί του τηλεόραση ή να συζητήσει, ή κάτι τέλος πάντων. Ο Χάινζ αρνείται, έχει δουλειά. Κλείνει την πόρτα και πηγαίνει στο κορίτσι.
Στη θύρα στέκεται η γυναίκα του Λωτ. Είναι και πάλι απολιθωμένη χαμένη στην αιωνιότητα, ανάμεσα στο Ωθώ και το Έλκω. Έχει λησμονήσει για πάντα τ’ όνομά της. Φέροντας ένα ξένο όνομα θα αποτελεί μαρτυρία στο πέρασμα των χιλιετηρίδων για τον αγώνα της στη θύρα.
Από την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών, Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020
Τρεις κορφές κρέμονταν Σαν λουλούδια στον ουρανό Η σελήνη είχε μια ευχάριστη λάμψη Παρ’ όλο που η νύχτα έριχνε Το αγκίστρι της Πετάξαμε ψηλά Τα σώματά μας ακούγονταν Ν’ ανακατεύονται (σαν σούπα) Μέσα στη σφαίρα Οδεύοντας προς το μικροσκοπικό Τσακισμένο Φεγγάρι
(9)
Λυκόφως Είσαι το χωριό μου Ένα λιβάδι σταριού με κουρούνες Ένα λιβάδι Τραγουδώ βαδίζοντας Στο λυκόφως Κρατάω το στρίφωμα της φούστας μου Αποσπώ το χρυσάφι Ξυπνάω πριν ξημερώσει Μόλις που ξαπλώνω, πριν από Την πρώτη ρωγμή φωτός Λεπτό νύχι το φεγγάρι, γέρνει Νεροκολοκύθες μεγαλώνουν Οι κορφές των δέντρων αρχίζουν να ψηλώνουν
Από την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών, Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020
(Τέα, 30. Αυτοδίδακτη ηθοποιός. Την απέρριψαν απ’ όλες τις σχολές. Μέχρι πρότινος πίστευε στο ταλέντο της. Όχι πια.)
Η Τέα είχε πιει. Κι αφέθηκε να πέσει στην τρύπα. Στην τρύπα που υπάρχει στους περισσότερους. Που κανονικά καλύπτεται με φίλους, σινεμά ή δουλειά. Απλώς έπεσε μέσα, κι ένιωσε έκπληξη με το πόσο βαθιά ήταν. Ατέλειωτη. Αυτό κράτησε πολύ, μέχρι που έφτασε στον πάτο, όπου δεν είχε πιο κάτω. Μερικά κόκαλα και σάρκα, ανοησία σε κίνηση. Για κανέναν δεν έχει αξία. Ένας ανθρώπινος σβόλος, που γεμίζει τη γη σκουπίδια, με τα σκατά του, με την ανάσα του. Δεν ωφελεί. Δεν βγήκε ποτέ ξανά από την τρύπα της. Ήταν ειλικρινές. Το πιο ειλικρινές πράγμα που είχε κάνει ως τότε. Όχι ψέματα πια, όχι καμώματα σαν όλα να είχαν κάποιο νόημα. Η Τέα δεν έβγαινε πια συχνά έξω. Κάπου κάπου όταν τέλειωναν τα σναπς, όταν τέλειωνε το φαΐ. Ο σκυλάκος έκανε τα κακά του στο δωμάτιο, ούτε αυτός έβγαινε συχνά έξω. Όταν η Τέα ήταν έξω, περπατούσε σαν σε όνειρο, περπατούσε μπροστά από άλλους που ακόμα έπαιζαν το παιχνίδι που σπάει πλάκα εις βάρος τους. Και καμιά φορά υπήρχε και λίγο περιφρόνηση μέσα της, όταν έβλεπε πώς κορόιδευαν τους εαυτούς τους. Με τις θαυμάσιες δουλειές τους, με την ψευτοαισιοδοξία τους, με το μεγαλύτερο ψέμα, της αγάπης.
Η Τέα απομακρύνεται απ’ τον νιπτήρα. Ήταν ξερακιανή και ταυτόχρονα πρησμένη. Κοιτάζει τον σκυλάκο. Βλέπει ότι είναι νεκρός. Αδιάφορο. Ο σκυλάκος ήταν ακόμη ένα ψέμα από το παρελθόν. Το ψέμα ότι θα υπήρχε κάποιος που θα την αγαπούσε άνευ όρων. Ο σκυλάκος θα αγαπούσε οποιονδήποτε θα του έδινε φαγητό. Αλλά τώρα είναι νεκρός και μαζί μ’ αυτόν και το τελευταίο ψέμα. Η Τέα ξαπλώνει στο στρώμα της. Απ’ το στόμα της βγαίνει λίγο αίμα. Δε το σκουπίζει. Είναι ξαπλωμένη στο στρώμα. Πηγαίνει λίγο βαθύτερα στην τρύπα. Εκεί είναι το τέλος. Κι αυτό είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορείς να τη φέρεις στη ζωή, τη σκρόφα. Και ίσως η μοναδική ευτυχία που είναι ειλικρινής. Το δόντι πονάει αβάσταχτα, κρατάει την Τέα από το να παραιτηθεί εντελώς, το να υποφέρει με πονεμένα δόντια είναι δύσκολο. Το τελευταίο που θα κάνει η Τέα είναι να πάει σ’ οδοντίατρο για να φτιάξει το δόντι της, και ύστερα θα δοκιμάσει αν μπορεί να πεθάνει κανείς από κορεσμό.
Θεανώ, δώρο του θεού μου, κοριτσάκι.
Ατμός απ’ το φουγάρο τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Όσο πιο μακριά σου φεύγω, τόσο πιο κοντά μου φτάνεις.
Η λευκή παλάμη ανθίζει στο μαξιλάρι.
Στους αφρούς των κυμάτων
κορμιά ακέφαλα, σε βιτρίνες στα λιμάνια
στιγμιαία εκσπερμάτιση όπως η καρίνα σκίζει το νερό.
Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός ο καπετάνιος.
Η νηνεμία είναι η δοκιμασία.
Μες στον ύπνο κάθε βράδυ,
να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου
να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα
να γράφω σε φθαρμένη πολυθρόνα,
ενώ μικροί κλώνοι που άλλοι φορούν το κεφάλι σου
κι άλλοι το δικό μου ως καρχαρίες θα κυκλώνουν.
Αλίμονο.
Στα Ελευσίνιά σου κλήθηκα ακάθαρτος.
Στη Βυζαντινή σου εκκλησία, ψάλτης άφωνος.
Φιλέας Φογκ χωρίς ρολόι,
έκαμα τον γύρο του κορμιού σου σ’ ογδόντα μέρες,
όμως την τελευταία στιγμή το ιστιοφόρο έγειρε
κι έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα.
Καλύτερα.
Αφού όλοι γνωρίζουν
ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας
και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο.
Χλόη Κουτσουμπέλη, Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία, από τη συλλογή Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Εκδόσεις Πόλις, 2021
Εκείνο ΠΟΥ ΠΛΑΝΙΕΤΑΙ πάνω από την παλιά γειτονιά και το άλλο που ντύνει κουβέντες μέσα στη σιωπή. Γνωστών ιστορίες. Εν μέσω ελαχίστως διακριτών φράσεων. Η σκέψη που τυλίγει δύο καλλωπισμένες επιστολές αφημένες έξω από την πόρτα γνωστού διπλανού, φίλου πονεμένου. Ποιος να τις έγραψε; Και εκείνος που διηγείται τα ελάχιστα που ξέρει, ραντίζει ευωδία στο κάθε του βήμα. Στην παλιά γειτονιά. Ο έγκλειστος νέος του υπογείου. Η όμορφη απέναντι με τα σορτς που γνέφει συνωμοτικά: ραντεβού τα μεσάνυχτα. Ο αλλόκοτος αλλοτινός μικρόκοσμός μας, η μυρωδιά του φρεσκοσιδερωμένου ρούχου, το ηλιόλουστο διάτρητο απόγευμα. Τώρα η σιωπή βλέπεται πια με τα γυμνά σου μάτια. Να. Εκεί. Στέκει δίπλα στη φιάλη με τα όνειρα που δραπετεύουν λίγο-λίγο προς μια ανέφικτη επιλογή, μακριά. Πολύ μακριά. Κανένα, υπαινικτικό έστω, ίχνος διεξόδου. Μόνο ένα βάρος πάντα· στους
ώμους βαραίνει.
*
II
Τι κι αν οι πόρτες παρέμεναν κλειστές, σημασία είχαν τα διαδοχικά χτυπήματα που ακούγονταν σ’ αυτές, περασμένα μεσάνυχτα, από τη μοναχική, διστακτική, ηλικιωμένη γυναικεία φιγούρα· όμως κανέναν δεν αφορά ο αριθμός των ανθρώπινων σκιών που ένιωσε γύρω της χτες προχτές ή ακόμη παλαιότερα. Το γεγονός ότι χτυπούσε πόρτες αγνώστων, περασμένα μεσάνυχτα, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως ανάρμοστο, κάθε ήχος έχει τη σημασία του, όπως οι φωνές που πάντα κάτι
αναζητούν.
Στράτος Φουντούλης, Σημειωματάριο βαρύτητας, πεζά και άλλα.
Προλόγισμα: Δημήτρης Φύσσας ― ΑΩ Εκδόσεις, 2021
Πίνακας: Nicolas Martin
«Είναι το βιβλίο ενός εικαστικού: χρώματα, σχήματα, σκιές, όγκοι, σχέδια, ανάγλυφα, αποχρώσεις, φωτισμοί, αρχιτεκτονικές, οπτικοποιήσεις της γραφής και γενικά όλα τα εικαστικά εργαλεία έχουν εδώ την τιμητική τους. Κορυφαίο δείγμα, «Η κουρτίνα» (βρέστε την ξεφυλλίζοντας, θα σας κάνει ν’ αγοράσετε το βιβλίο)· ταυτόχρονα, είναι το βιβλίο ενός συγγραφέα. Ενός καλού συγγραφέα.[…]
Ο άνθρωπος γράφει ελληνικά, μα είναι διεθνής και κοσμοπολίτης, δεν ομφαλοσκοπεί εθνιστί, ούτε ελληνιστί. Διαβάζεις πολλούς ξένους τόπους και μόνο μια οδό Πραξιτέλους,Υμηττού, Χιμάρας από Αθήνα/ Ελλάδα. Όπως άλλωστε διεθνείς και κοσμοπολίτες είναι κι οι δάσκαλοί του στη Γραφή, τα Εικαστικά, τη Μουσική – κι όχι μόνο.
«Ζήλεψα» τα διαλογικά μέρη: κοφτά, άμεσα, μάγκικα- καλογραμμένο θέατρο/ το σολιψιστικότατο XVIII/ τα παραληρηματικά σημεία/ τη χαμένη νότα του Λιστ/ τις μετασουρεαλιστικές και σχεδόν λετριστικές «μακέτες» του / τον εξαιρετικό τίτλο του όλου/ το συγγραφικά δυσκατάτακτο του εγχειρήματος/ τη γλωσσική – τυπολογική άντληση από ιζήματα ποικίλων εποχών[…]
Οι επιστήμες, είτε ονομαστικά, είτε περιγραφικά, είτε μέσω των εργαλείων τους, είναι επίσης παρούσες. Τέχνες, επιστήμες κι όνειρο πάνε δω χέρι χέρι. ΄Ενα μόνο παράδειγμα: «Εμφανίζεσαι φορώντας φόρεμα με τετράγωνα σχήματα και άνθη, πάντρεμα Γεωμετρίας, Βοτανικής και Βιολογίας. Μου λες η ντουλάπα σου είναι ένας κύκλος, το πόδι σου ένα τετράγωνο, το οποίο είναι λουλούδι, το οποίο είναι βλέφαρο· που πρόκειται να ανθίσει.
[Απόσπασμα από το προλόγισμα του Δ. Φύσσα]
Σύντομο βιογραφικό
O Στράτος Φουντούλης είναι εικαστικός. Γεννήθηκε το 1954 στην Κάλυμνο και μεγάλωσε στη Νότιο Αφρική και στην Αθήνα. Αν και σπούδασε γραφικές και μερικώς καλές τέχνες, θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο. Έχει πραγματοποιήσει πάνω από 100 ομαδικές κι ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Κείμενά του πεζά, ποιητικά και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα και ελληνόφωνα έντυπα, καθώς και στο διαδίκτυο. Από το 1991 ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες. Το 2003 ιδρύει το περιοδικό λόγου Στάχτες(staxtes2003.com), το οποίο και διατηρεί έως σήμερα.
[…] Προσωπικά, αδημονούσα να με ενημερώσετε επιπλέον για τις δύο φορές που ο Πατρίκ μας έφθασε στο σπίτι χωρίς εσώρουχο και με το παντελόνι του αιμόφυρτο. Πονάς, Πατρίκ, τον ρώτησα; Kόλπα! μου είπε, και δεν με άφησε να τον πλησιάσω. Αγκάθια! Eίδες τον κύριο Φρανκ σήμερα; Πατρίκ, Πορδή, Πατέρας! μου απάντησε, μ’ έκφραση αλλοιωμένη, σαν καρικατούρας, έτσι όπως πρόφερε με πρωτάκουστη ωμότητα τις φράσεις με τα Π του. Τι κάνατε σήμερα με τον κύριο Φρανκ, βάλατε πολλά γράμματα στον σάκο; Πατρίκ, Πορδή, Πατέρας! ανασήκωσε λίγο το πιγούνι κι έπειτα βρέθηκε, ανοιγοκλείνοντας τις βλεφαρίδες, σ’ ένα τοπίο δίχως σύνορα, προορισμό, αρχή, μέση και τέλος, ενώ τα χέρια του έφτιαχναν χέλια και νήματα αράχνης στον αέρα. Τη δεύτερη φορά που έφθασε με αίματα στο σπίτι, αναζήτησε ένα παρατημένο και φτηνό κασκόλ από μαλλί, που το ξετρύπωσε στην αποθήκη. Κουρελιασμένο πλέον, σε χρώμα φούξια με λίγο πορτοκαλί στα κρόσσια και με κομπάκια,ήταν σαν τούτο το κουρέλι να βρισκόταν σε πλήρη αρμονία μ’ ένα μυαλό που έβρισκα πως σβόλιαζε όλο και πιο πολύ μέρα με τη μέρα. Κουνούσε ρυθμικά και το κεφάλι, όσο τα δάχτυλά του παλεύανε να ξεκολλήσουν εκείνα τα κομπάκια, κάτι στρατιώτες κουλουριασμένους σε αποσύνθεση, παλεύντας με ζέση να αιχμαλωτίσει την ενέργεια των έντονων χρωμάτων. Το δέρμα στα χέρια του ξεφλούδιζε και ο Πατρίκ μας άρχισε να παίζει πάλι με το μαχαίρι της πουτίγκας. Όταν έκοβε την πουτίγκα, έκοβε κι ένα δάχτυλο μαζί, αλλά […]
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες, μυθιστόρημα, Σμίλη, 2017