RSS

Monthly Archives: October 2015

Σταύρος Σταυρόπουλος, Κατά τον δαίμονα εαυτού


..

[10]
Η ομορφιά με κάνει πάντα να κλαίω. Όταν οι περασμένοι δαίμονες χορεύουν μόνοι τους γύρω από ένα σβησμένο κερί, με ελάττωμα αγάπης.


[30]
Κι όμως. Υπάρχει σαφής ορισμός της αγάπης: Ορμονική σύγχυση σε μεταλλείο χρυσού.

Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ.


[37]
Θέλω να μιλήσουμε για την προδοσία. Τα μήλα. Να ξαναγυρίσω τον πίθηκο μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Θέλω να γίνουν όλα νερό.

Αργότερα θα ασχοληθώ με τις μάσκες.

.

.
[47]
Στον άνθρωπο ενώνεται το αβάπτιστο με τη φρίκη. Το προπατορικό αμάρτημα δεν ήταν η αρχή αλλά το υστερόγραφο.


[61]
Το ψέμα απ’ την αλήθεια έχουν μόνο μισή καρδιά διαφορά. Κι αυτή άρρωστη.


[72]
Άκουσα την παιδική φωνή και κατέρρευσα. Μετά είδα τα φτερά. Την πιπίλα στο στόμα. Δεν ήξερα ότι ήταν ο βρικόλακας που με βύζαινε.

Δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις με τους απόντες.

.


.

[77]
Μιλάμε μόνο για πράγματα που πεθαίνουν, επειδή δεν μπορέσαμε να τα αντέξουμε όσο ζούσαν. Αυτό είναι η μοναδική ευθύνη του συγγραφέα σήμερα: H πούδρα στο πρόσωπο του νεκρού.


[150]
Ό,τι υπήρξε δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν εκδρομές δωματίου ανάμεσα σε δυο λάθος αιωνιότητες.


[156]
O δρόμος της επιστροφής περνάει πάντα από τη μεγάλη θάλασσα. Δεν υπάρχει αποχαιρετισμός όταν μιλάμε για αλάτι.

Σταύρος Σταυρόπουλος, Κατά τον δαίμονα εαυτού, Εκδόσεις Σμίλη, 2015

Πίνακας:  Zhao Kailin

.

.

 

Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος

Ο εισαγγελέας τότε στράφηκε προς τους ενόρκους και δήλωσε: «O ίδιος άνθρωπος που την επομένη του θανάτου της μητέρας του ρίχτηκε στην πιο αισχρή ακολασία, ο ίδιος σκότωσε δι’ ασήμαντον αφορμήν για να ξεκαθαρίσει μια αχαρακτήριστη υπόθεση ηθικής». Ύστερα κάθισε. Ο δικηγόρος μου όμως, χάνοντας την υπομονή του, φώναξε σηκώνοντας τα χέρια, έτσι που τα μανίκια του, καθώς έπεσαν, άφησαν να φανούν οι δίπλες από ένα κολαρισμένο πουκάμισο: «Μα επιτέλους, κατηγορείται επειδή κήδεψε τη μητέρα του ή επειδή σκότωσε άνθρωπο;» Το ακροατήριο γέλασε. Όμως ο εισαγγελέας σηκώθηκε πάλι, τυλίχτηκε στην τήβεννό του και δήλωσε ότι θα ’πρεπε κάποιος να έχει την αφέλεια του αξιότιμου κυρίου συνηγόρου για να μην αντιλαμβάνεται ότι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο φαινομενικά άσχετα γεγονότα υπήρχε μια βαθιά, συγκλονιστική, ουσιαστική σχέση. «Μάλιστα», βροντοφώναξε, «κατηγορώ τον άνθρωπο αυτόν ότι κήδεψε μια μάνα με καρδιά εγκληματία». Τούτη η δήλωση φάνηκε να δημιουργεί μεγάλη εντύπωση στο ακροατήριο. Ο δικηγόρος μου σήκωσε τους ώμους και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Όμως κι εκείνος φαινόταν κλονισμένος, και κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για μένα. Η δίκη διακόπηκε. Βγαίνοντας από το δικαστικό μέγαρο για ν’ ανέβω στην κλούβα, αναγνώρισα για μια στιγμή τη μυρωδιά και το χρώμα της καλοκαιριάτικης βραδιάς. Μέσα στο σκοτάδι της κινητής φυλακής μου, ξαναβρήκα έναν έναν, σαν απ’ τα κατάβαθα της κούρασής μου, όλους τους γνώριμους ήχους μιας πόλης που αγαπούσα και μιας συγκεκριμένης ώρας που μ’ έκανε άλλοτε να νιώθω ευχαρίστηση.

Οι φωνές των εφημεριδοπωλών μες στη χαλαρή κιόλας ατμόσφαιρα, τα τελευταία πουλιά στο πάρκο, οι φωνές των πλανόδιων πωλητών με τα σάντουιτς, το παραπονιάρικο τρίξιμο των τραμ στις στροφές της πάνω πόλης και τούτη η βουή του ουρανού πριν γείρει η νύχτα πάνω στο λιμάνι, όλ’ αυτά ανασυγκροτούσαν μέσα μου μια τυφλή διαδρομή, μια διαδρομή που γνώριζα καλά πριν μπω φυλακή. Ναι, ήταν εκείνη η ώρα που πριν από πολύ καιρό μ’ έκανε να νιώθω αγαλλίαση. Τότε, με περίμενε πάντα ένας ύπνος ελαφρύς, δίχως όνειρα. Κι όμως κάτι είχε αλλάξει, αφού, προσμένοντας την άλλη μέρα, ξαναβρήκα πάλι το κελί μου. Θαρρείς κι εκείνοι οι γνώριμοι δρόμοι, οι χαραγμένοι στους καλοκαιριάτικους ουρανούς, οδηγούσαν τόσο σε φυλακές όσο και σε αθώους ύπνους. .

Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος, σελ. 105-106, μτφρ.: Nίκη Καρακίτσου-Nτουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998

Φωτό:Laura Barchi

.
.

 

Γιάννης Τσίγκρας, Γυναίκες συνήθως

.

Κι όταν βραδιάζει κι ο φάρος τινάζεται φωτεινή κολόνα
στα νερά και τα παιδιά παίρνουν, υπό μάλης, τα παιχνίδια τους
κι αποχωρίζονται μ’ ένα «νύχτααα», σχεδιάζω τα όνειρά μου, απ’ το
παράθυρο περνούν οι νυχτερίδες που τρέφονται με τη στίξη
και τα νεκρά έμβρυα των ποιημάτων, ενδεχομένως
να λείπω εγώ, όμως το όνειρό μου θ’ ανθίζει πάντα,
έστω και ισόβιο να ’ναι – όπως κάπου σημείωσα– του άνθους κάκτου,
εφήμερο ως αυτοκτόνο, κάθονται στις βαριές πολυθρόνες, και τα
σχέδια κι οι σημειώσεις κι ο τόρνος που τα στρογγυλεύει, οι ήρωες,
γυναίκες συνήθως, εν υστερία, κι ο χαμένος ελέφαντας του Νίκου
Γκάτσου μού κάνει παρέα.

Πίνακας: Conclinfelice Casorati

 

Oλβία Παπαηλίου, Μια Ιστορία από τα Παλιά

 Fletcher…Εμένα μου την είπε το Παιδί. Το παιδί από το στόλο – μισός ναύτης, μισός μποξέρ, παρότι πρώτα ναύτης και όταν τον πετάξανε από το στόλο – δεν έμαθα ποτέ γιατί ακριβώς, ούτε μου είπε ούτε κι ερώτησα. Κι αν ήξερα πως ήτανε ποτέ στο στόλο, κι αυτό αβέβαιο, ένεκα που όταν και τον εγνώρισα είχε κάνει όνομα στο ρινγκ: καθότι το τατουάζ στο στέρνο καραβίσιο και, εν πάσης περιπτώσης, τον είχε εικονίσει έτσι και κάποιος ζωγράφος, ήτανε κι ωραίος γκόμενος. Αυτό το ήξερα προτού να δώσουμε γνωριμία από τις εφημερίδες.
Που σκυλιάζανε ότι το μποξ αυτό κι ότι το μποξ εκείνο, και να απαγορευτεί! Και τι άντρες ήτανε αυτοί, αυτό το λέω εγώ, όχι αυτοί που το βλέπανε, οι άλλοι, οι κότες των αθλητικών. Τότε το Παιδί ήταν γνωστός σαν κάποιος Κάποιος, τρέχα και γύρευγε ονόματα, ούτε ο ίδιος πια δεν το θυμάται κι ούτε που έχει σημασία στο φινάλε-φινάλε. Διότι τότε γίνηκε το μπραφ μες στο χαμό που επικράτησε, ολόκληρη ιστορία να αποφασιστεί η τύχη του μποξ, και ήτανε πολιτισμένο σπορ ή όχι, και θα βγαίναμε στην παρανομία ή τι; Και πέφτει ο ζωγράφος ο περί ους ο λόγος ο και πιάνει και τόνε ζωγραφίζει, κι έγραφε ο Θρύλος πως τον είχε και μποξάριζε και τον επλήρωνε με την ώρα, ιδιωτικά. Εμένα το Παιδί αλλιώς μου τα είπε, αυτό όταν τον ρώτησα, σημειωτέον.

FletcherΚι εβαφτίστηκε η εικόνα «Το Παιδί Από Το Στόλο», και μπορώ να φανταστώ την επακόλουθη καζούρα, μέχρι που ορισμένοι φάγανε την παπάρα τους και τους εκάθισε στο λαιμό να φτύνουν να μη βγαίνει, όταν το παιδί έβγαλε νόκ άουτ στον τρίτο γύρο το Σκύλαρο και περπατώντας στις κοιλάδες με τις δάφνες – έγινε το Παιδί.
Ενθουσιάζομαι όταν μιλάω για τον κερατά, σβήσ’ το αυτό, μία το μποξ μία τα νιάτα μου, πίσω στην ιστορία – και γράφ’ το αυτό να μπει στα πρακτικά, ο ζωγράφος ήρθε στο Παιδί, γιατί τον είχε δει τότε που έψαχνε για μοντέλα, δηλαδή πήγε να βρει μοντέλα στο γυμναστήριο, και το παιδί ήταν στο σάκο, και είδε ο τύπος το καράβι, όπου ταξίδευε από Ανατολή σε Δύση στην απλωσιά του στέρνου του. Για το καράβι έφερε ο τέτοιος τα συμπράγκαλα στο γυμναστήριο. Και τον ζωγράφιζε νυχτιά ολόκληρη, από τη δύση στην ανατολή – μίλαγε και ζωγράφιζε, ενώ τον είχε να μποξάρει στο σάκο, με τα φαντάσματα. Όλα αντίπαλα κι όλα φανταστικά.

Και το πρωί όλα τελείωσαν, λεφτά χέρια δεν ανταλλάξανε, μα χειραψία ανταλλάξανε – αυτό το τελευταίο το τόνιζε πάντοτε το Παιδί – σα για να το ακούει ο ίδιος, λες κι ήτανε η πρώτη χειραψία που εδέχτηκε. Και έκτοτε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση και θέαση καμία, μόνο τα σούσουρα στ’ αποδυτήρια. Και που δεν είχε και όπως τι να πει, ένεκα ότι ο ζωγράφος δεν του την είχε δείξει καν, τη ζωγραφιά του, και τα τσογλάνια είχανε να του λένε: να πέσεις στον έρωτά του και να μη σε θέλει, τον βγάζανε περήφανο, κάτι τέτοια του κώλου, πως ήρθε δα κι η τέχνη να του φιλήσει τα πόδια, ούτως ειπεί, σαν κάπως όμως διαφορετικά, το ρήμα «παίρνω», εννοείτε.
FletcherΤο Παιδί ήτανε άντρας αντρών, κι αυτό το ’χει σεσημασμένο όποιος τον είδε στο μποξ, άμα καταλαβαίνει βέβαια από μποξ. Θα επανέλθω: εγώ τον ήξερα και προσωπικώς, κι αυτός πρέπει να σκύλιαζε, γιατί τον είχε περί πολλά, βλέπετε, το ζωγράφο, λόγω και εκ της χειραψίας. Και έλεγε – διότι δεν του είχε κάνει πάσα ο χριστιανός, και που δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος, μόλο που λίγο βάρβαρος, σαν είλωτα τον είχε πια ολονυχτίς – «και τα χαράματα βούιζε το κεφάλι μου, όλη τη νύχτα να παλεύω κι αυτός να μ’ έχει με τα νάνουρα, με ξέκανε – κι ούτε που ένιωσα μαλάκας να μποξάρω τον αέρα».
Γι’ αυτό σου λέω, με τέτοια σούσουρα, αυτός θα αιστανότανε ότι του απαυτώνουνε, λες, την αρραβωνιάρα. Και όταν πια αρχίσανε να του φωνάζουνε «εεε!…από το καΐκι!…», λίγο να πούμε σαν καψόνι, εξαιτίας του ζωγράφου – άκου, δικέ μου, «Το Παιδί Από Το Στόλο»! Πώς του κατέβηκε του πούστη τέτοια ιδέα φαεινή, που μέσα στα σκατά τον άφησε, και το μοντέλο να ’χει δύο να υπερασπίζεται, και το ζωγράφο μα και τον εαυτό του στο καπάκι! Και ποιος να ξέρει μήπως τον πατάγανε και τα καλόπαιδα εκεί όπου τον έτσουζε, ποιος ξέρει μην τύχει κι ήταν πράγματι στο στόλο και τι να του ’χε λάχει εκεί μέσα… Μα ό,τι δε σε σπάει, σ’ ατσαλώνει…

Απόσπασμα συνέντευξης δημοσιευμένης στο τεύχος (;) Ιουνίου 1946 (δυσδιάκριτο)

Πίνακας: Fletcher Martin, A Lad from the Fleet – 1935, ελαιογραφία, 48 Χ 30

(Προδημοσίευση)

.

.

 

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος, Κάμιρος

Μπήκε Απρίλης• έτσι, μάζεψα τα ρούχα, που δεν ήταν πολλά, σ’ ένα σάκο, έτριψα το φρέσκο μάγουλο, μέσα παλάμη και ανέβηκα στο «Κάμιρος» προς την Πάτμο. Ενώ έπεφτε αργά η νύχτα, όσες νησίδες συναντούσαμε στ’ αριστερά, τις έσβηνα μια μια με τα βλέφαρα, ηχηρά σαν κροτίδες. Αστέρια δεν ανάβανε, μόνο βάρκες και τούρκικα καΐκια, δεμένα αρόδο. Ένας σκύλος στο κατάστρωμα, μαύρος κι αβρός σαν καταιγίδα, δεν ξεχώριζε τη θάλασσα από τη στεριά μες στο σκοτάδι και γρύλιζε. Του είπα από μακριά για την εαρινή σοροκάδα. Σίγουρα με κατάλαβε, γιατί γύρισε τη μουσούδα στο πλάι κλαίγοντας, πισωπάτησε και χάθηκε για τα καλά, πίσω από τα καθίσματα. Έπειτα ψώνισα μια σοκολάτα να σε ταΐσω, περνούσε και η ώρα κι έμπηγες τα νύχια βαθιά. Ως την Κάλυμνο, μου είχες ανοίξει μια ουλή φρέσκια ίσαμε δυo παλάμες. Αλλά η νύχτα μύριζε τόσο δυνατά που δεν σκεφτόμουν τον πόνο ούτε τη θάλασσα ούτε το σκύλο, μόνο πως έκανα μια βόλτα από αυλή σε αυλή στην παλιά μου γειτονιά, κάθε αυλή κι ένα λιμάνι. Κι όπου και να την έψαχνα να μπορούσα να τη βρω• αρκούσε να τη σκεφτώ ν’ ανοίγει αυτή την πόρτα ή να σερβίρει αυτή το παγωτό με τον καφέ, και τα χείλη της ας είναι μωβ σαν της νεκρής, τα μάτια της κλειστά στον πάγο και τα πουλιά ακούνητα και αλάλητα σαν μέσα θρήνος. Μόνο να την ένιωθα, για λίγο, ζεστή με κορμί. Στην Πάτμο σαν φτάσαμε, ούτε το πέλαγο δεν έβλεπα πια, μόνον ένα ατέλειωτο λιβάδι μαύρες πόες και χιόνι αμόλυντο, σαν ένα ποτάμι μελάσα και ζαχαρωτά, που χυνόταν προς τη Χώρα και το μοναστήρι. Αλλού βουτούσε, αλλού σκαρφάλωνε. Σε χάιδεψα κι ήρθε κι ο σκύλος και τρίφτηκε στα πόδια μου, και για λίγο ήταν σχεδόν καλά, σα να μ’ αγαπούσαν δυό πλάσματα, ένα γήινο κι ένα ξωτικό. Μετά άναψες, σε είδε ο σκύλος και φοβήθηκε, κι ας είχε γλυκαθεί, κι έγλειφε το αίμα απ’ την πληγή• χάθηκε πάλι κλαίγοντας.

– Δεν είμαι ξωτικό, είπες. Η ψυχή της είμαι, πάνω σου για πάντα…

Πίνακας: Stephen Mackey

(Προδημοσίευση)

.

.

.

.

 

Θανάσης Πάνου, Προνομιούχες υπάρξεις

Edward Cucuel1280

.

Όταν τα όνειρα προσφέρουν ένα καλάθι σύννεφα
θροΐζουν στρατιές από μελαμψές πριγκίπισσες
προνομιούχοι άγγελοι –κι όμως διόλου απονήρευτοι–
με χέρια γεμάτα από ψωμί και εδέσματα
προνομιούχες υπάρξεις που ραμφίζουν τη ζωή
κι αναγεννούν απ’ την αρχή τον κόσμο
γυναίκες-πάνθηρες
φύλακες της ηδονής
όλων των ανδρών μεθύσι
γυναίκες-τελετές
των τρυφερών πελμάτων του έρωτα.

Πίνακας: Edward Cucuel

(Προδημοσίευση)

.

.

 

Αλέξανδρος Αραμπατζής, Περιμένοντας τον Γκοντό

.

Ο Γκοντό ξυρίσθηκε, πλύθηκε, χτενίσθηκε
Για πού το ’βαλες πάλι; ρώτησε η γυναίκα του
Με περιμένουν –είπε– κάτι παλιόφιλοι
Φαντάζομαι τι κουμάσια είναι κι αυτοί
σαν κι ελόγου σου – είπε με περιφρόνηση η γυναίκα του
Πάνω που πήγε ο Γκοντό ν’ ανοίξει την πόρτα
τη βρήκε κλειδωμένη
Τι συμβαίνει; ρώτησε απορημένος τη γυναίκα του
Τι βιάζεσαι, είπε αυτή, άσε κι εσύ επιτέλους
κάποιον να σε περιμένει
Μα, αγάπη μου, πιο μπροστά έχω κι ένα ραντεβού
με τον Μπέκετ – είπε απελπισμένα ο Γκοντό
Σιγά τα μούτρο
Άσ’ τον κι αυτόν, τον γεροπαράξενο μπεκρή, να περιμένει!

Artwork: Jane Long

.

.

 

Νίκος Σταμπάκης, Από τη συλλογή Η ρουλέτα των πόλων

 98Θυμάσαι τάχα, τρυφερή μου γκουβερνάντα, την κρυσταλλένια σφαίρα που αναποδογύριζες, τον ρευστό ακρυλικό κεραυνό σου, που, σαν την επανέφερες, θώπευε πολυδάχτυλος τα φαγωμένα τείχη των πυργίσκων;
Τι γιουρούσι μαγικό από παιδούλες γαλάζιες και πρασινωπές που αναβοσβήναν στ’ αψιδωτά παράθυρα! Τι αναστάτωση γλωσσών που τρεμοπαίζαν θολά στα κηροπήγια, ως τα πηγαινοφέρναν δουλικά με τα συρτά –θαρρούσα τ’ άκουγα– πασούμια!
Μου ’λεγες –κι η ανάσα σου μου λίγωνε τ’ αυτί– πως είναι αυτή μια βραδιά κρίσης, πως ο αφέντης λείπει και τ’ άλογα έχουν αφεθεί αμολητά, η πυργοδέσποινα σπαράζει κάτω απ’ τα ρουμπινένια της σεντόνια κι οι ιπποκόμοι βολοδέρνουν ψαύοντας τις κουρτίνες στις γωνιές, απ’ όπου ξεπροβάλλουν γάτοι φαλακροί, κι οι καμαριέρες τρίβουν μανιωδώς τις κλίμακες κοραλλιών και πυρακάνθων.

Το θυμάσαι, καλή μου γκουβερνάντα, που μου ιστορούσες για τις γυάλες με τις νεραϊδοχελώνες; Για το κρασί που είχε τη γεύση κερασιού και μαστίχας αργασμένης; Και, μολονότι πιότερο από καθετί ήθελα να πιω την κοκκινάδα από τον ώμο σου, ένιωθα, τάχα, το ζαχαρωτό μαστίγιο να κεντρίζει τα βαριά βόδια του αφρισμένου σάλιου.
Το θυμάσαι το θερμοκήπιο των δενδρυλλίων, φορτωμένα αειθαλείς πεταλούδες και ζαφειριών νεφώδη περιδέραια; Τις σκόρπιες φιλντισένιες γόβες στο αιματόστικτο βαμβάκι, που έσωναν ίσια εμπρός στου αχνιστού πηγαδιού το άτεγκτο στόμα;
Κι εμένα, που σε άκουγα, με θυμάσαι, γλυκιά μου γκουβερνάντα, βυθισμένο σε σκέψεις που άπτονταν των λόγων σου, θαρρούσες, όμως στ’ αλήθεια, ήσαν σκέτες έγνοιες μην σε χάσω;
Απόψε, στη διχάλα πάνω μιας βραδιάς, που έπνιξε το πένθος της μες σε βροχή από κεχριμπαρένια κιμωλία, το οκνό μου βήμα με έταξε στο φωτισμένο ακόμη κάστρο. Χαμογέλασα στους παπαγάλους-πυρσούς με το ένα μάτι κοιμισμένο, άνοιξα του ξυλένιου ελέφαντα τη σέλα κι ανέσυρα ένα διαβήτη από δάχτυλα αστερία, τον ξανάφησα κατόπι να τσουγκρίσει πάνω στα κέρματα, κοσμήματα, κόκαλα και κλειστών κουκουναριών κοντύλια της κρεμαστής κηρόχρωμης κοιλιάς, και μπήκα μες στην αίθουσα των καθρεπτών.

Carl Vilhelm Holsøe 214Κι όπως εκτείνονταν στο άπειρο τα είδωλα, έψαχνα τη μορφή σου σαν φεγγαραχτίδα που σφυρά στα κρόσσια του πολυελαίου, μα μοναχά η δική μου όψη μου επιστρεφόταν, ολοένα πιο δύστροπη, πιο θαμπή, πιο ασυμμάζευτη μες στο περίγραμμά της.
Κι ήμουν τόσο νεκρός κι ήταν η θύμησή μου τόσο ζυγιασμένη στα κλωνάρια του γέλιου σου κι είχα τόσο αργά καταλάβει το παιγνίδι σου, γητεύτρα γκουβερνάντα, που, ανάλλαχτη, θα με δείχνεις δίχως άλλο, τώρα δα, ποιος ξέρει σε ποιον νέο του αιώνα, αμούστακο, με τόση πια χλιδή στ’ άγουρα ρίγη του, τέτοια σβελτάδα στη χορδή των κραδασμών, που μόλις λίγο ατονεί, στο κάτω χείλος, εσύ του βάζεις πάνω εκεί το δάχτυλο, κι αμέσως το αποσύρεις.
Κι ήμουν τόσο νεκρός που μήτε λυπόμουν πια μήτε και ζήλευα, μόνον πλανιόμουν στις κενές ολόφωτες αίθουσες για να χαθώ στο βάθος, με χαμόγελο τόσο πιο σκοτεινό όσο έμενε –μένει– ανείδωτο.

Απόσπασμα από τη ρουλέτα των πόλων

(προδημοσίευση)

Πίνακες:  Carl Vilhelm Holsøe

.

.

 

Μαρία Βαχλιώτη, Αριάδνη

.

Καθώς τον έβλεπε
να πλησιάζει τον κάδο
της πέρασε απ’ το μυαλό
να μιλήσει,
να υπογραμμίσει
τη σπανιότητα του προϊόντος,
να επιχειρηματολογήσει
υπέρ της ανεκτίμητης αξίας της κλωστής,
να φωνάξει
(θα ταίριαζε μια οιμωγή
τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματ’ ει)
να γίνουν, τέλος πάντων,
μαλλιοκούβαρα

άλλαξε γνώμη

ήταν ολοφάνερο

ο άνθρωπος δεν ήταν συλλέκτης.

Προδημοσίευση

Πίνακας: Antonio Donghi

.

.

.

.

 

Σοφία Περδίκη, Η κυρία Στόουν

 

.

Η κυρία Στόουν έκλεισε το βιβλίο της
κι ακούμπησε τα δάχτυλα πάνω στο στήθος.
Σ’ αυτήν τη στάση τη βρίσκαμε όποτε επιστρέφαμε.
Τα μάτια της δυο γαλακτεροί φακοί
φώτιζαν τον τοίχο πίσω μας.
Τότε εισβάλλαμε κάτω από το φουστάνι της
να δούμε ακόμα μια φορά
τον ξυλοκόπο να βγάζει τις μπότες
το τσεκούρι να πέφτει από τα χέρια με κρότο
–ένας μολοσσός χασμουριέται στη γωνία–
τον καιρό που άλλαζε απότομα.

Μα η κυρία πάντα ταραζόταν
μεταβαλλόταν
στάζαμε στα χείλη λάδι
καιγόμασταν την ώρα που
το ρούχο ανασηκωνόταν
καμιά χαραμάδα για αέρα
και το φως κι αυτό λιγόστευε
μύριζε το δέρμα αλόη βέρα
ίδρωνε η παλάμη
το σώμα μας γδερνόταν
σε στρώμα τρίχινο
μας έπνιγαν μοτίβα αγκαθωτά
μας μάτωναν τα σχίνα.

Αχ! Κυρία Στόουν εσύ, με τα μάτια σου κρίνα
στο σπίτι του δάσους έλατα
ράβεις στο στόμα
έστω, μια φορά για λίγο, τράβηξε την αόρατη κουρτίνα.

Πίνακας: Edward Killingworth Johnson