Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Οι ποιητές θα διαβάσουν τα ποιήματα τους στην εκδήλωση που θα γίνει την Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου στο Black Duck Garden, πλατεία Κλαυθμώνος, ( Ι. Παπαρρηγοπούλου 5), στις 8:30 μ. μ. Στην ίδια εκδήλωση θα παρουσιαστούν video και μουσικές με αφορμή το έργο του ποιητή.
Ευχαριστώ εκ των προτέρων τους φίλους ποιητές που θα φροντίσουν, λόγω της απόστασης, για την ανάγνωση του δικού μου ποιήματος, που είναι εμπνευσμένο από το παραπάνω ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη και εμπεριέχει το στίχο “Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω”
Κανενός είδους υποκρισία δεν σπίλωνε την αγνότητα της απλοϊκής αυτής ψυχής, πλανεμένης από ένα πάθος που ποτέ της δεν είχε ως τότε αισθανθεί. Ξεγελιόταν, όμως άθελά της, κι ωστόσο κάτι σαν ένστικτο αρετής μέσα της τρόμαζε. Έτσι αντιπάλευε με τον εαυτό της, όταν ο Ζιλιέν έφτασε στον κήπο. Τον άκουσε που μιλούσε και σχεδόν την ίδια στιγμή, τον είδε να κάθεται δίπλα της. Τη συνεπήρε ξανά η γλυκιά εκείνη ευτυχία που, εδώ και δυο βδομάδες, πιο πολύ την ξάφνιαζε παρά την έθελγε. Όλα τής ήταν πρωτοφανέρωτα. Όμως λίγες στιγμές μετά: αρκεί λοιπόν, συλλογίστηκε, να είναι κοντά μου ο Ζιλιέν για να σβήσει ό,τι άδικο μού έχει κάνει; Κατατρόμαξε, και τότε ήταν που αποτράβηξε το χέρι της. Τα γεμάτα πάθος φιλιά, που ποτέ της δεν είχε δεχθεί παρόμοια, την έκαναν ξαφνικά να ξεχάσει πως ίσως αυτός αγαπούσε μιαν άλλη. Και σε λίγο, είχε πάψει να τον θεωρεί ένοχο.
Ο διαπεραστικός πόνος, γεννημένος από την υποψία, που την ταλάνιζε, χάθηκε, και η ευτυχία που ένιωθε και ποτέ της δεν την είχε καν ονειρευτεί τη δονούσε από έρωτα και θεότρελη χαρά. Η βραδιά αυτή ήταν όμορφη για όλους, εκτός από το δήμαρχο της Βεριέρ, που δεν μπορούσε να ξεχάσει τους νεόπλουτους βιοτέχνες του. Ο Ζιλιέν δεν σκεφτόταν πια τη σκοτεινή του φιλοδοξία, ούτε τα δυσκολοκατόρθωτα, σχέδιά του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, άφησε να τον παρασέρνει η δύναμη της ομορφιάς. Χαμένος σ’ έναν ακαθόριστο γλυκό ονειροπαρμό, τόσο ξένο προς τον χαρακτήρα του, σφίγγοντας απαλά το χέρι, που τον μάγευε η τέλεια χάρη του, μισάκουγε τα φύλλα της φλαμουριάς, που θρόιζαν στο ανάλαφρο αεράκι της νύχτας και τα σκυλιά του νερόμυλου, που αλυχτούσαν πέρα, μακριά, στον Ντου. Όμως αυτή η συγκίνηση ήταν μια απόλαυση και όχι ένα πάθος. Γυρνώντας στην κάμαρά του, συλλογίστηκε τη μοναδική του ευτυχία, να ξαναπιάσει στα χέρια του το αγαπημένο του βιβλίο. Όταν είναι κανείς είκοσι χρονών, η σκέψη του κόσμου και η προβολή του εγώ πάνω σ’ αυτόν είναι πιο δυνατή απ’ όλα τ’ άλλα.
(Ηenri Beyle) Stendhal, Το κόκκινο και το μαύρο, σελ. 95-96, μτφρ.: Γιώργος Σπανός, Εκδόσεις Εξάντας, 1987
Έτσι γλιστρούσε και λικνιζόταν, λοιπόν, με τη γόνδολα, ξαπλωμένος σε μαλακά μαύρα μαξιλάρια, ακολουθώντας την άλλη μαύρη, μυτερή βάρκα, που το πάθος του τον έδενε πάνω στα ίχνη της. Στιγμές στιγμές την έχανε: τότε ένιωθε γιομάτος έγνοια και ανησυχία. Μα ο οδηγός του, σαν να ήταν καλά εξασκημένος σε τέτοιες δουλειές, μπορούσε πάντα μ’ επιδέξιες μανούβρες, με γρήγορα λοξά πλευσίματα και συντομεύσεις να φέρνει μπροστά του το ποθούμενο. Ο αέρας ήταν ήρεμος κι ευωδιαστός, ο ήλιος έκαιγε βαριά μέσα από την αχλή που έδινε ένα χρώμα σχιστόλιθου στον ουρανό. Το φώναγμα του γονδολιέρη, μισοαποτροπή, μισοχαιρετισμός, προκαλούσε με μια παράξενη σύμβαση μια απάντηση από μακριά, μέσα από τη σιωπή του λαβύρινθου. Από μικρούς, ψηλά βρισκόμενους κήπους κρέμονταν αρμαθοί λουλουδιών, λευκοί και πορφυροί, που μύριζαν σαν αμύγδαλα πάνω από σαθρά μουχλιασμένα ντουβάρια. Τα αραβουργήματα στις κορνίζες των παραθύρων αντανακλούνταν στο θολό νερό. Τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας κατέβαιναν μες στη φουσκονεριά• ένας ζητιάνος καθισμένος ανακούρκουδα στα σκαλοπάτια αυτά, διεκτραγωδώντας τη δυστυχία του άπλωνε το καπέλο του κι έδειχνε το άσπρο των ματιών του, σαν να ήταν τυφλός• ένας έμπορος αρχαιοτήτων, μπροστά στο άντρο του, καλούσε τον περαστικό από κει με δουλοπρεπείς χειρονομίες να σταματήσει με την ελπίδα να τον εξαπατήσει.
.
Αυτό ήταν η Βενετία, η γαλίφα και ύποπτη καλλονή – αυτή η πόλη, η μισοπαραμύθι, μισοπαγίδα για τον ξένο, που στον μουχλιασμένο αέρα της η τέχνη φούντωσε ακόλαστα, έναν άλλον καιρό, και που έδωσε τους μουσικούς λικνιστικούς και ερωτικά αποκοιμιστικούς τόνους. Στο ριγμένο στην περιπέτεια φαινόταν σάμπως το μάτι του να έπινε από την ίδια αφθονία, σάμπως το αυτί του να ζητούσε να συλλάβει γύρω του κάτι από τις μελωδίες• θυμόταν, επίσης, πως η πόλη ήταν άρρωστη και πως το έκρυβε, από την απληστία της για κέρδος, και παρακολουθούσε με το πιο αχαλίνωτο πάθος τη γόνδολα που λικνιζόταν σε κάποια απόσταση μπροστά του. Έτσι, λοιπόν, ο περιπεπλεγμένος αυτός άνθρωπος δεν ήξερε και δεν ήθελε τίποτε άλλο πια, παρά να παίρνει αδιάκοπα από πίσω το αντικείμενο που τον φλόγιζε, να το ονειρεύεται όταν έλειπε και, όπως οι ερωτευμένοι, να δίνει τρυφερά ονόματα στη σκιώδη εικόνα του. Η μοναξιά, το ξένο μέρος και η ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης τον ενθάρρυναν και τον έπειθαν να επιτρέπει, άφοβα και δίχως κοκκίνισμα, στον εαυτό του να κάνει και την πιο μεγάλη αποκοτιά, όπως έγινε αργά, ένα βράδυ που γυρίζοντας από τη Βενετία σταμάτησε στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου, μπροστά στην πόρτα του δωματίου του ωραίου αγοριού και ακουμπώντας το μέτωπο, μες στην ολοκληρωτική μέθη του, στο ρεζέ της πόρτας, επί πολλή ώρα δεν έβρισκε τη δύναμη να ξεκολλήσει από κει, με κίνδυνο να τον πιάσουν ξαφνικά σε μια τόσο τρελή κι ανάρμοστη στάση.
Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία, σελ. 84-86, μτφρ.: Άρης Δικταίος, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1993
Στην ιστορία της Δύσης υπάρχουν αναρίθμητες φρικαλεότητες, τις οποίες η Δύση διέπραξε τόσο εναντίον των άλλων όσο και εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Οι φρικαλεότητες όμως δεν αποτελούν προνόμιο της Δύσης. Παντού στον κόσμο υπάρχει συσσώρευση φρίκης, είτε πρόκειται για την Kίνα, την Iνδία, την Aφρική πριν από την αποικιοκρατία, είτε για τους Aζτέκους. H ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Eίναι η ιστορία των φρικαλεοτήτων – αν και όχι μόνον αυτή. Yπάρχει, οπωσδήποτε, ένα θέμα προς συζήτηση: το θέμα του ολοκληρωτισμού. Eίναι ο ολοκληρωτισμός –όπως το νομίζω– η κατάληξη της τρέλας για κυριαρχία ενός πολιτισμού ο οποίος διέθετε τα μέσα εξόντωσης και χρησιμοποίησε την πλύση εγκεφάλου σε τέτοια κλίμακα που ποτέ άλλοτε δεν γνώρισε η Iστορία; Eίναι ο ολοκληρωτισμος ένα διεστραμμένο πεπρωμένο, εγγενές στη σύγχρονη εποχή, με όλες τις αμφισημίες που τη χαρακτηρίζουν; Eίναι, μήπως, κάτι άλλο ο ολοκληρωτισμός; Για τη συζήτησή μας το θέμα αυτό, αν μπορώ να πω, είναι θεωρητικό. Kαι είναι θεωρητικό στο μέτρο που τις φρικαλεότητες του ολοκληρωτισμού η Δύση τις έστρεψε εναντίον των δικών της (των Eβραίων συμπεριλαμβανομένων).
Eίναι θεωρητικό στο μέτρο που η φράση «σκοτώστε τους όλους, ο θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του», δεν είναι φράση του Λένιν, αλλά ενός πολύ θεοσεβούμενου χριστιανού δούκα και ελέχθη όχι τον 20ό αλλά το 16ο αιώνα. Eίναι θεωρητικό, στο μέτρο που οι ανθρώπινες θυσίες έχουν εφαρμοστεί αφειδώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις μη ευρωπαϊκές κουλτούρες κ.λπ. Tο Iράν του Xομεϊνί οπωσδήποτε δεν είναι προϊόν του Διαφωτισμού. Yπάρχει όμως κάτι το οποίο αποτελεί την ιδιομορφία, τη μοναδικότητα και το βαρύ προνόμιο της Δύσης: πρόκειται γι’ αυτή την κοινωνικο-ιστορική αλληλουχία που ξεκινά στην αρχαία Eλλάδα και αρχίζει ξανά, από το 11ο αιώνα και μετά, στη δυτική Eυρώπη. Aυτή είναι η μόνη στην οποία βλέπουμε να προβάλει ένα πρόταγμα ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, κριτικής και αυτοκριτικής. H πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωση αυτού είναι ακριβώς ο λόγος ο οποίος καταγγέλλει τη Δύση. Διότι στη Δύση έχουμε τη δυνατότητα –τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς– να καταγγέλλουμε τον ολοκληρωτισμό, την αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο των Mαύρων, την εξόντωση των Iνδιάνων στην Aμερική. Όμως δεν έχω δει τους απογόνους των Aζτέκων, των Iνδών ή των Kινέζων να κάνουν μια ανάλογη αυτοκριτική. Aπεναντίας, βλέπω ότι ακόμη και σήμερα οι Iάπωνες αρνούνται τις θηριωδίες που διέπραξαν κατά το B Παγκόσμιο Πόλεμο.
Tις πταίει
Οι Άραβες καταγγέλλουν συνεχώς ότι για όλα τα κακά που τους ταλαιπωρούν ¬εξαθλίωση, έλλειψη δημοκρατίας, διακοπή της εξέλιξης του πολιτισμού τους κ.λπ.¬ ευθύνεται η αποικιοκρατία την οποία υπέστησαν από τους Eυρωπαίους. Ωστόσο, η αποικιοκρατία σε αρκετές αραβικές χώρες διήρκεσε στη χειρότερη περίπτωση εκατόν τριάντα χρόνια (έτσι συνέβη στην Aλγερία, 1830-1962). Όμως οι ίδιοι αυτοί Άραβες, πριν από την αποικιοκρατία των Eυρωπαίων, είχαν υποστεί για πέντε αιώνες το ζυγό των Tούρκων. H τουρκική κυριαρχία στην Εγγύς και τη Mέση Aνατολή αρχίζει τον 15ο αιώνα και τελειώνει το 1918. Aλλά οι Aραβες, καθώς οι Tούρκοι κατακτητές τους ήταν ομόθρησκοί τους μουσουλμάνοι, δεν μιλούν για την κυριαρχία αυτή. Πάντως, η εξέλιξη της αραβικής κουλτούρας σταμάτησε το 11ο με 12ο αιώνα, δηλαδή οκτώ αιώνες πριν καν να μπορεί να γίνει λόγος για την κατακτητική επέκταση της Δύσης. Eξάλλου και αυτή η ίδια η αραβική κουλτούρα βασίστηκε στις κατακτήσεις, την εξόντωση και τη λίγο έως πολύ βίαια επιβολή της ισλαμικής θρησκείας στους κατακτημένους πληθυσμούς. Στην Aίγυπτο το 550 μ.X. δεν υπήρχαν Άραβες, όπως δεν υπήρχαν Άραβες, τότε, ούτε στη Λιβύη ούτε στην Aλγερία ούτε στο Mαρόκο ούτε στο Iράκ. Οι Άραβες που βρίσκονται τώρα εκεί είναι απόγονοι των κατακτητών που κυρίευσαν αυτές τις χώρες και που επέβαλαν, με ή χωρίς βία, στους τοπικούς πληθυσμούς τη δική τους θρησκεία.
Δεν βλέπω όμως να γίνεται καμία κριτική αυτών των γεγονότων μέσα στο χώρο του αραβικού κόσμου. Kατά τον αυτό τρόπο, μιλάμε βεβαίως για το δουλεμπόριο των Mαύρων από τους Eυρωπαίους (16ος αιώνας και εντεύθεν), αλλά δεν μιλάμε ποτέ για το γεγονός ότι το δουλεμπόριο και η συστηματική υποδούλωση των Mαύρων στην Aφρική τα εγκαινίασαν Άραβες έμποροι (11ος-12ος αιώνας και εντεύθεν, με τη συνενοχή-συμμετοχή, όπως πάντα, βασιλιάδων και φυλάρχων). Eπίσης, δεν μιλάμε για το γεγονός ότι η δουλεία δεν καταργήθηκε αυθόρμητα σε καμία ισλαμική χώρα και ότι σε κάποιες από αυτές η δουλεία ισχύει ακόμη και σήμερα. Δεν θέλω να πω με κανέναν τρόπο ότι όλα αυτά απαλείφουν τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Δυτικοί. Λέω μόνον ότι η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του της αυτοαμφισβήτησης και της αυτοκριτικής. Στην ιστορία της Δύσης, όπως και σε όλες τις άλλες ιστορίες, υπάρχουν θηριωδίες και φρικαλεότητες. Aλλά όμως μόνον η Δύση δημιούργησε την ικανότητα για εσωτερική αμφισβήτηση, αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών και των ιδεών της εν ονόματι της λογικής συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων, η οποία παραμένει ανοιχτή στο διηνεκές και δεν αναγνωρίζει έσχατο δόγμα.
Oι βράχοι ανέκαθεν μου έστελναν αλληγορίες και μεταφορές. Είπα πώς γίνεται και στα φιλιά μας ομοιοκαταληκτούν από καταβολής τα κύματα. Με σμίλη, με ελκόμενες πνοές η από μέσα γλύπτρια θ’ ανοίξει το πνευστό μας σπήλαιο. Με ρεύματα και βογκητά. Καθώς ανασηκώθηκες όλη κόκκινες καμπύλες, ωσάν η θάλασσα, με τόσα βλέφαρα με κοίταξες. Και οι πέτρες γύρω στρογγυλές μέσα στο φως οι σιωπηλοί σου σπόνδυλοι αρθρώνανε ένα μονοπάτι που τέμνεται τη μια με φρύγανα θανάτου και την άλλη με τον ουρανό.
Άφησε να μιλήσει το νερό.
Η τραχεία: η βιόλα• οι κυψελίδες-τσέμπαλο
με του αέρα τα κλαδιά.
Της αγριόχηνας το τέλειο
αδιάβροχο, με ρήτρα φύσης.
Να βγαίνει η ομιλία σαν τη φυλλωσιά.
Πως βγαίνει ο ήχος νήμα νήμα από
του χαλκού τη δόνηση.
Μανόλης Πρατικάκης, Εκλογή από το έργο του, σελ. 140, από τη συλλογή η Λήκυθος
Δεν είναι από λάθος μου
αν τα μπούτια μου είναι καλοχυμένα
μέσα στο πετσί μου
Δεν θέλησα να ξεσηκώσω το μορφασμό του πόθου σου
Όταν έβγαλα τη φούστα μου
φασκιωμένος από ευτυχία κατάχτησες τη σχισμή μου
Δεν είναι από λάθος μου
αν ήχησε ο συναγερμός
και παγιδεύτηκε το χέρι σου
ξεριζώθηκε καταδικάστηκε ανατράπηκε
κι απ’ το λαιμό κρεμάστηκε όμοιο με κούκλα από κρέμα
Δεν είναι από λάθος μου
Ήθελα να σε συγχωρήσω
Joys Mansour, Από τη συλλογή Όρνια, σελ. 118, από το βιβλίο Κραυγές, σπαράγματα, όρνια, μτφρ.: Έκτωρ Κακναβάτος, Εκδόσεις Άγρα, 1994
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και από προηγούμενη δουλειά του, αρέσκεται να παίζει στους τίτλους, και μάλιστα με άκρως επιτυχή τρόπο, με τις λέξεις, τη θέση και την ασυνείδητη δύναμη και λειτουργία τους. Στην τελευταία συλλογή του Κύμα Άλμα (Γαβριηλίδης 2014) μάς καλεί σε μία πολλαπλή τοπολογικά ανάγνωση (βουστροφηδόν, καθρεφτική, διαγώνια και πάντα κυκλική), που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η συλλογή ασχολείται μ’ έναν τετελεσμένο και καταστροφικό κύκλο πραγμάτων. Η λέξη alma επίσης, στα Ισπανικά, σημαίνει ψυχή. Και ιδού το ομώνυμο ποίημα της συλλογής και τα κλειδιά του:
Πλέχει στον κόσμο η ψυχή μου/ όρτσα πρίμα η απαντοχή μου/ δέκα φουρτούνες και μία κάλμα/ πλέχει πανί κουρέλι/ πάει ένα κύμα ένα άλμα/ κι ούτε κάβους ούτε καβοδέτες θέλει/ μόνο ελεύθερη να πλέχει/για την αγάπη του απέραντου/ μ’ όψη παιδιού αμάραντου.
Το ρήμα πλέχει με τις διαγώνιες παραμέτρους του χ επαληθεύει τη χιαστί ανάγνωση του τίτλου, η λέξη ψυχή (alma) είναι παρούσα και μάλιστα συνομιλεί με το χ στο ρήμα που προηγείται (πλέχει/ψυχή), το πανί κουρέλι σηματοδοτεί μιαν απώλεια, και του παιδιού αμάραντου, όχι μόνον μας επιστρέφει στην νοσταλγία μίας εποχής όπου ο ευνουχισμός και η έλλειψη ήταν ανύπαρκτα αλλά επιπλέον, στη λέξη amaraντου, ακούγονται οι ήχοι: am (ψυχή στα γαλλικά), αma (λατινική ρίζα του αmo, αγαπώ) –ο Παναγιωτίδης αναφέρεται στην αγάπη– αλλά και η λέξη ara (κατάρα).
Η συλλογή στο σύνολό της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ανατομία του ελληνικού μύθου και της διάψευσής του– τσακισμένα κουφάρια ταξιδεύουν στο φως (Θριαμβευτικό) – ∙ η ανατομία επίσης του νόστου της παιδικής ηλικίας, διά μέσου ενός μνημονικού άλματος στην εποχή αυτή –Το πλήθος παρακαλά να πέσω /μες στο θέρος των χρόνων (Μονομάχος), προκειμένου να ισορροπηθεί η απώλεια και να βρεθεί ένα καταφύγιο παραμυθίας για έναν ματαιωμένο πλέον ενήλικα –για να επιστρέφεις στο παιδί που ήσουν / έρχομαι και σε βρίσκω/ κάθε φορά που πας να μαραθείς (Μια ωραία λεπτομέρεια).
Όσοι ανήκουν στη γενιά του Παναγιωτίδη ηλικιακά, γεννημένου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μπορούν πολύ εύκολα να ταυτιστούν και να συγκινηθούν από την ανάπλαση μιας εποχής, που υπήρξε μεταβατική και η οποία στη συλλογή ξεκινά από την παιδική ηλικία, περνά την εφηβεία και την εποχή των νησιών με τα ατέλειωτα μπλε αλλά και μελαγχολικά καλοκαίρια και φτάνει στην εποχή της ωριμότητας, πλέον, των σημερινών πενηντάρηδων.
Πρόκειται για μία γενιά που άκουσε στην παιδική της ηλικία για τη Χούντα, το Πολυτεχνείο και την Κύπρο, έζησε στην οικογένεια το μικροαστικό όνειρο της δεκαετίας του ’70 και τον οικοδομικό οργασμό του αυθαίρετου της εποχής για τις καλοκαιρινές διακοπές∙ φόρεσε ποδιές και απήγγειλε με περηφάνια πατριωτικά ποιήματα, έκανε παρελάσεις, έζησε τα πρώτα μεικτά σχολεία, έβγαλε πανηγυρικά τις ποδιές και συμμετείχε πρώτη φορά σε διοικητικά συμβούλια μαθητικών κοινοτήτων∙ είδε στην εφηβεία της το όραμα του σοσιαλισμού και το παιχνίδι της εναλλαγής στην εξουσία της βουστροφηδόν ελληνικής πολιτικής, έζησε τη μεγαλομανία και τη φτήνια του νεόπλουτου Έλληνα, ενώ, τέλος, βιώνει σήμερα το έσχατο, τη σήψη και την παρακμή ολόκληρης της χώρας – μόνοι επιστρέφουμε ολοένα /στα σπίτια που μας πήρανε/ στα σπίτια μας που στέκονται χωρίς εμάς/ μνήματα τυφλά στη μέθη αποσταμένα. (Ένας κανένας). Πρόκειται για μία γενιά που, αν και δεν έζησε πολέμους, νιώθει κυρίως
προδομένη από τις φαμφάρες στα προεκλογικά μπαλκόνια, τις χυδαιότητες των μέσων ενημέρωσης, τα ψεύδη μιας κίβδηλης και λάμπουσας συνάμα εποχής∙ για την τελευταία ίσως γενιά που είχε όραμα με ξεκάθαρα σημεία αναφοράς, προτού όλα να μπουν στο μπλέντερ μίας μη οριοθετημένης «εξέγερσης», που εκφράστηκε στα σχολεία, από κει και στο εξής, μ’ έναν αφασικό και μπερδεμένο λόγο∙ μία γενιά που ψιθυρίζει μ’ ένα αίσθημα πικρίας –ήταν η σπηλιά, μικρό δωμάτιο του βουνού/ στα μέτρα του ανθρώπου, και πώς/ ν’ αποδράσουμε κρεμασμένοι σ’ ένα ψέμα (Πολύφημος)∙ μια γενιά που έζησε μία απότομη μετάβαση σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο – κι ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο /να του κάψουμε το ένα μάτι έστω (Ένας κανένας).
Ο Οδυσσέας, άλλωστε, ως σύμβολο πλέον ανατρέπεται – μέσα στα ποιήματα ή σε τίτλους ποιημάτων συναντούμε τη συνδιαλλαγή με την παράδοση και την ανατροπή της (Οδυσσέας, Ποσειδώνας, Πολύφημος, μνηστήρες, Οι σύντροφοι του Οδυσσέα και ο Κάτω Κόσμος)προδομένοι από τον ίδιο Οδυσσέα /που αφήναμε τόσα χρόνια να μας κυβερνάει,/ τον ίδιο που μας έριξε στο θυμό του Ποσειδώνα,/ τον ίδιο που κάποτε μας αφάνισε όλους/ για να ’ναι αυτός στην Ιθάκη/ και πάλι με τα χρόνια θα τα ξεχάσουμε/ όλα αυτά, πάλι ο Οδυσσέας θα μας πάρει/ και θα μας τσακίσει σ’ άλλα βράχια,/ μακριά απ’ την Ιθάκη εμάς, πάντα μακριά. (Πάνω σε μπλε χαρτόνι).
Το ύφος είναι απλό, λιτό, με διάχυτο τον εξομολογητικό τόνο κι ένα τρυφερό παράπονο που κάποτε μετατρέπεται σε οργή και ειρωνεία. Δεν παρατηρούνται λεκτικοί ακροβατισμοί, ενώ ο ρυθμός ακολουθεί το συναίσθημα που επικρατεί κάθε φορά, άλλοτε πιο αργός, άλλοτε αγχωτικός, άλλοτε ανέμελος και άλλοτε κοφτός. Το ποιητικό υποκείμενο μιλά είτε μέσα από ένα εμείς ταυτιζόμενο ως μέλος ενός συνόλου, είτε με ένα άμεσο εγώ εξομολογούμενο στον κόσμο και απομακρυσμένο από τον κόσμο, είτε μέσα από ένα εσύ, επιστρέφοντας στον εαυτό του, στην ενδοσκόπηση και στον εσωτερικό μονόλογο.
Κυριαρχούν οι εικόνες, οι οποίες δομούνται ομοίως με λιτό τρόπο και απλά υλικά, όπως, για παράδειγμα, μία πεταλούδα, ένα δέντρο, μία ανηφόρα, ένα παράθυρο στη θάλασσα, το χιόνι, ένας γάτος, ένα σύννεφο, η μνήμη του ζυμωτού ψωμιού και των εύγεστων τηγανητών της μαμάς∙ στην ουσία κατασκευάζονται τοπία με τον τρόπο της μεταφοράς που ένα παιδικό μάτι θα απολάμβανε τον κόσμο – Η Κυριακή μικρό νησί/ σηκώνει λευκό πανί και ταξιδεύει, / στο στήθος ένα τσίμπημα ελαφρύ (Kάποτε η Κυριακή).
Άξιο προσοχής είναι ότι το ταξίδι στο παρελθόν δεν επαναφέρει απλώς τα συμβάντα αλλά τα θεατροποιεί, το συμβάν δεν αντιμετωπίζεται από απόσταση αλλά βιώνεται εξαρχής: το ποιητικό υποκείμενο, σε αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως, για παράδειγμα, Το σονέτο του άλφα, Παιδικό τραγούδι, Το τραγούδι της πεταλούδας, Πρωτοχρονιά, δεν μιλάει από ένα παρόν με το βλέμμα στραμμένο προς το παρελθόν, αλλά γίνεται το ίδιο ένα παρελθόν που επανεγγράφεται διά της ποιητικής λειτουργίας στο παρόν, επιστρέφοντας στο καταφύγιο της παιδικής ηλικίας και υιοθετώντας το ρυθμό και την αμεσότητα του παιδικού λόγου, που σιγοψιθυρίζει αθώα αλλά και με παράπονο ένα ποιηματάκι – έτσι πάει άλλη μια Πρωτοχρονιά / όλες οι Πρωτοχρονιές της ζωή μας μαζί/ ένα χαρτί περιτυλίγματος σκισμένο/κι ένα δώρο άφαντο ακόμα. καλή χρονιά (Πρωτοχρονιά).
Καλή χρονιά… εύχεται ο ποιητής στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Κύμα Άλμα, εφόσον προηγουμένως έχει πάρει στους ώμους του και την ντροπή μιας σύγχρονης Ελλάδας, ανάξιας όχι μόνον να αξιοποιήσει, αυτό είναι πολυτέλεια, αλλά έστω και να εκτιμήσει μία κληρονομιά αιώνων, υιοθετώντας πολιτικές που απέχουν από τα ιδανικά της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας, που η ίδια γέννησε∙ όταν, τέλος, κατακρεουργεί τους ποιητές και βάζει τις Ιθάκες τους να ταξιδεύουν σε λεωφορεία της γραμμής, ταρακουνώντας στα καθίσματα μιαν εξαθλιωμένη χώρα, που παρελαύνει με εισιτήριο μπρος απ’ τους τσολιάδες που φωτογραφίζονται για σουβενίρ στο Σύνταγμα.
Στ’ αγρυπνισμένο δέντρο της πλατείας/ βρόχο ρίχνω πέφτω στο κενό της εποχής,/ σε χαρτί τιποτένιο με μολύβι σπασμένο/ ζωγραφίζω ένα γιατί, άνευ ουσίας,/ το σβήνω χιαστί. πώς έχασα τη ζωή μου/ κι έστρεψα σ’ εμένα την ντροπή της πατρίδας./ Με το ποίημα που απήγγειλα μικρός για το ’21,/ ό,τι εξαργύρωσαν οι αγωνιστές εκείνοι, /κι ένα ζεϊμπέκικο με στίχους άνευ σημασίας/ δεν χώρεσα κι ούτε προχώρεσα βήμα κανένα (Έχασα τη ζωή μου).
Έτσι ξεκίνησε η τραγωδία
Αντίθετα στις αλώσεις κεραυνών
στην πυρπόληση του πάπυρου
και της σφηνοειδούς γραφής
στις δίβουλες προφάσεις του Κρόνου και του Δία
τις δολοφονίες των πελεκάνων
και της λευκής αρκούδας
Όλο και κάποιος προλαβαίνει το φεγγάρι
Μέσα σ’ έναν καθρέφτη
Χρόνια γυρεύοντας να ξεπεράσει
Τη γραμμή που ορίζει το απόμακρο
Εντοιχίζοντας στο μέτωπο το μάτι
Αντίθετα στην ασάφεια περιγραφής των φόνων
στα αδηφάγα στόματα χορτάτων
και τις αυθαιρεσίες που φυτρώνουν αυθαίρετα στους στίχους
Ώσπου ο Πολύφημος να σπάσει χίλια δυο κομμάτια
Πρέπει να αγαπιόμαστε μονόφθαλμα πολύ.
[…] Στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου δεν είχαμε ποτέ ρολόγια, ρολόγια τοίχου, ρολόγια με κούκους, ούτε και οι παππούδες μου είχαν από κείνα τα ρολόγια τσέπης που τα ανοίγουν οι μεγάλοι σαν κουτιά πολύτιμα, και φαίνονται μαζί σπουδαίοι και σοφοί, δεν είχαμε ούτε σοφούς ούτε σπουδαίους στην οικογένειά μου. Το μόνο ρολόι που θυμάμαι ήταν της γιαγιάς μου, από κείνα τα ρολόγια κομοδίνου με τις δυο καμπάνες ξυπνητήρια που, όταν χτυπάνε για να σε ξυπνήσουν, πετάγεσαι ως το ταβάνι απ’ τον τρόμο και που το τικ τακ τους ρημάζει τα νεύρα σου. Και, τελικά, η γιαγιά μου ήταν η μόνη σπουδαία της οικογένειας, έτσι νομίζαμε τουλάχιστον όλοι. Εσύ αυτή την ανυπαρξία ρολογιών στο σπίτι μας αδυνατούσες να την κατανοήσεις, μα δεν σας χρειαζόταν η ώρα, μου έλεγες, στα χωριά, σου έλεγα, ο χρόνος υπολογίζεται απ’ τη φωτεινότητα της μέρας κι απ’ τις φωνές των ζώων κι απ’ την κούραση του σώματος. Με τη συλλογή σου φιγουράριζες και στον πατέρα μου, που χωρίς να μπορεί να αποκτήσει ένα, λάτρευε τα Ωμέγα σου και θεωρούσε όλα τα ρολόγια περιουσιακά στοιχεία, έτσι που πέθανε με την ιδέα ότι θα παντρευόμουν έναν μεγιστάνα του πλούτου και, όταν του έλεγα ότι δεν είσαι, μου έκλεινε πονηρά το μάτι, άνθρωπος που μπορεί κι αγοράζει τόσα ρολόγια έχει μεγάλη περιουσία, μου έλεγε, δεν σου τα λέει, για να μην τον θέλεις για τα λεφτά του.
Αυτό που δεν θα περίμενα ποτέ ήταν να χαρίσεις ένα από τα Ωμέγα σου στον πατέρα μου, δεν θυμάμαι ποιο, μπορεί να ήταν και το πιο ασήμαντό σου, αλλά ήταν Ωμέγα και, μάλιστα, όταν δεν θα μπορούσε ούτε να σ’ ευχαριστήσει, ούτε και να το ευχαριστηθεί, του το χάρισες πεθαμένος, ναι, του το βάλαμε στον τάφο του, όπως κάτι βασιλιάδες που τους θάβουν με τα κτερίσματά τους, έτσι θάφτηκε κι ο πατέρας μου μ’ ένα Ωμέγα, σαν βασιλιάς, και με συγκίνησες και σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτή σου την κίνηση, να αναβαθμίσεις τον πατέρα μου μετά θάνατον, αλλά, να, τώρα που το σκέφτομαι, ενοχλούμαι, να είναι ο πατέρας μου δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη λιωμένος και στον καρπό του, στο κόκκαλο που έχει απομείνει απ’ τον καρπό του, να κρέμεται το αγαπημένο σου Ωμέγα κι εσύ να μην είσαι πια στη ζωή μου, μέρος απ’ τη ζωή μου… αλλά ανάμνηση.
Ευσταθία Ματζαρίδου, Τα ρολόγια σου απο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, Τα ρούχα (προδημοσίευση)
Επιτέλους, σηκώθηκε στα πόδια του (ήταν χειμώνας τώρα κι έκανε πολύ κρύο) κι έδωσε έναν απ’ τους πιο βαρυσήμαντους όρκους της ζωής, βαρυσήμαντος γιατί θα τον οδηγούσε σε μια σκλαβιά, που χειρότερη δεν υπήρχε. «Θα είμαι ένας ξοφλημένος», είπε, «εάν γράψω ποτέ μου άλλη λέξη ή αν προσπαθήσω να γράψω άλλη λέξη για να ευχαριστήσω τον Νικ Γκρην ή τη Μούσα. Είτε καλά είτε κακά είτε αδιάφορα, θα γράφω, από δω και στο εξής, μόνο για τον εαυτό μου», κι εδώ έκανε μια κίνηση σαν να ξέσκιζε έναν ολόκληρο τόμο χαρτιά και να τα πετούσε στο πρόσωπο του σαρκαστικού εκείνου άντρα με τα πεσμένα χείλη.
Εκείνη τη στιγμή, σαν κάποιο κοπρόσκυλο που σκύβει γρήγορα, καθώς ετοιμάζεσαι να του πετάξεις μια πέτρα, η Μνήμη εξαφάνισε το ομοίωμα του Νικ Γκρην• και το αντικατέστησε… με τίποτε απολύτως. Ο Ορλάντο όμως παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να σκέφτεται. Είχε πράγματι πολλά να σκεφτεί. Γιατί όταν έσκιζε τα χαρτιά, έσκιζε, με την ίδια κίνηση, την κυλινδρική σφραγισμένη περγαμηνή που είχε φτιάξει μόνος του στη μοναξιά του δωματίου του, ορίζοντας τον εαυτό του, όπως ο Βασιλιάς ορίζει τους Πρεσβευτές, σαν τον πρώτο ποιητή της γενιάς του, σαν τον πρώτο συγγραφέα της εποχής του, απονέμοντας την αιώνια αθανασία στην ψυχή του και παρέχοντας στο σώμα του ένα μνήμα ανάμεσα σε δάφνες και σε άσπιλα λάβαρα, δείγματα του άσβεστου σεβασμού των ανθρώπων. Όσο εύγλωττα κι αν ήταν όλα αυτά πάνω στην περγαμηνή, ο Ορλάντο τώρα την έσκισε και την πέταξε στα σκουπίδια.
«Η Φήμη», είπε, «είναι σαν» (και μια που δεν υπήρχε ο Νικ Γκρην να τον σταματήσει, άρχισε ν’ απολαμβάνει διάφορες εικόνες, απ’ τις οποίες εμείς θα διαλέξουμε μια δυο, τις πιο σύντομες) «ένα πανωφόρι στολισμένο με σειρήτια και γαλόνια, που εμποδίζει τα μέλη να κινηθούν ελεύθερα• ένας ασημένιος χιτώνας που σφίγγεται γύρω απ’ την καρδιά• ένα πλουμιστό κάλυμμα που σκεπάζει ένα σκιάχτρο» κ.λπ κ.λπ Η ουσία των φράσεών του ήταν ότι, ενώ η Φήμη εμποδίζει και περιορίζει κάποιον, η αφάνεια τον τυλίγει σαν ομίχλη• η αφάνεια αφήνει το νου του ανθρώπου ν’ ακολουθεί το δρόμο που θέλει ανεμπόδιστος. Πάνω από τον αφανή άνθρωπο απλώνεται το σπλαχνικό πέπλο του σκότους. Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει ή από πού έρχεται. Μπορεί να ψάχνει την αλήθεια και να τη διαλαλεί• μόνο αυτός είναι ελεύθερος• μόνο αυτός ξέρει τι θα πει γαλήνη• Κι έτσι ο Ορλάντο ηρεμούσε, κάτω απ’ τη βελανιδιά, που οι σκληρές ρίζες της, που προεξείχαν απ’ τη γη, του φαινόντουσαν πιο αναπαυτικές από ποτέ άλλοτε. Παραδόθηκε για πολλή ώρα σε βαθιές σκέψεις, γύρω από την αξία της αφάνειας, την ευχαρίστηση της ανωνυμίας, την ευτυχία τού να είσαι ένα κύμα που ξαναγυρνάει στα βάθη της θάλασσας• σκεφτόταν πως η αφάνεια απαλλάσσει το νου από την ενοχλητική ζηλοτυπία και την εχθρότητα• πως κάνει να τρέχουν μέσα στις φλέβες τα ελεύθερα νερά της γενναιοδωρίας και της μεγαλοψυχίας• και πως μπορεί να δίνει και να παίρνει, χωρίς να νοιάζεται για ευχαριστίες και επαίνους• πράγμα που θα πρέπει να έκαναν όλοι οι μεγάλοι ποιητές, υπέθεσε (αν και οι γνώσεις του γύρω από τα Ελληνικά δεν ήταν αρκετές, για να μπορέσουν να επιβεβαιώσουν αυτήν τη θέση), γιατί, σκέφτηκε, ο Σαίξπηρ μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να έγραφε και οι χτίστες των εκκλησιών έτσι πρέπει να έκτιζαν, ανώνυμα, χωρίς να έχουν την ανάγκη των ευχαριστιών ή της δημοσιότητας αλλά μονάχα της καθημερινής τους δουλειάς και πιθανόν λίγης μπύρας το βράδυ. «Tι υπέροχη ζωή είναι αυτή», σκέφτηκε, τεντώνοντας τα μέλη του κάτω απ’ τη βελανιδιά.