RSS

Monthly Archives: December 2015

Άντον Τσέχοφ, Το βιολί του Ρότσιλντ

Η κωμόπολη ήταν μικρή, χειρότερη και από χωριό. Ζούσαν σε αυτήν σχεδόν αποκλειστικά γέροι, οι οποίοι πέθαιναν τόσο σπάνια, ώστε καταντούσε ενοχλητικό. Το νοσοκομείο και οι φυλακές χρειάζονταν ελάχιστα φέρετρα. Με άλλα λόγια, οι δουλειές πήγαιναν χάλια. Αν ο Γιακόβ Ιβάνοφ ήταν φερετροποιός σε κάποια μεγάλη πόλη του κυβερνείου, τότε ίσως και να είχε δικό του σπίτι και να τον φώναζαν Γιακόβ Ματβέιτς. Εδώ όμως, σε αυτή την πολιτειούλα, τον φώναζαν απλώς Γιακόβ, ενώ το παρατσούκλι του για κάποιο λόγο ήταν «Μπρούντζος». Ζούσε πάντως φτωχά, σαν απλός μουζίκος, σε μια μικρή, παλιά ίζμπα με ένα και μόνο δωμάτιο, όπου στριμώχνονταν αυτός, η Μάρφα, η σόμπα, ένα διπλό κρεβάτι, τα φέρετρα, ο πάγκος της δουλειάς του και όλο το νοικοκυριό.

Ο Γιακόβ έφτιαχνε ωραία φέρετρα, ανθεκτικά. Για τους μουζίκους και τους μικροαστούς τα έφτιαχνε στα δικά του μέτρα και δεν έπεφτε ποτέ έξω, μια και ψηλότερο και δυνατότερο άνθρωπο από αυτόν δεν θα έβρισκες πουθενά, ούτε καν στη φυλακή – κι αυτό, παρόλο που είχε κλείσει τα εβδομήντα. Για τους ευγενείς πάλι και για τις γυναίκες, έπαιρνε μέτρα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν το σκοπό έναν σιδερένιο πήχη. Παραγγελίες για παιδικά φερετράκια δεχόταν με μεγάλη δυσφορία και τα έφτιαχνε κατευθείαν, χωρίς να πάρει μέτρα, με απέχθεια, ενώ κάθε φορά που έπαιρνε λεφτά για τη συγκεκριμένη δουλειά, έλεγε: – Oμολογώ πως δεν μου αρέσει να πληρώνομαι για κουραφέξαλα. (…)

Το πρωί σηκώθηκε με κόπο και πήγε στο νοσοκομείο. Ο ίδιος νοσηλευτής, ο Μαξίμ Νικολάιτς, του είπε να βάλει στο κεφάλι μια κρύα κομπρέσα και του έδωσε ένα φάρμακο σε σκόνη. Από την έκφραση του προσώπου του και από τον τόνο της φωνής του, ο Γιακόβ κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν άσχημα και πως κανένα φάρμακο δεν θα βοηθούσε. Στο δρόμο για το σπίτι, σκεφτόταν πως ο θάνατός του θα είχε ένα μόνο όφελος: Δεν θα χρειαζόταν ούτε να τρώει ούτε να πίνει ούτε να πληρώνει φόρους ούτε να προσβάλλει τον κόσμο. Και μιας και οι άνθρωποι δεν μένουν στον τάφο ένα παρά εκατό και χίλια χρόνια, τα κέρδη, αν τα υπολογίσεις, είναι τεράστια. Η ζωή του ανθρώπου είναι μόνο ζημίες, ενώ ο θάνατος κέρδη. Αυτή η σκέψη, φυσικά, είναι σωστή, παρ’ όλα αυτά στενάχωρη και πικρή: Γιατί να υπάρχει στον κόσμο αυτή η παράξενη τάξη πραγμάτων, στην οποία η ζωή που δίνεται στον άνθρωπο μόνο μια φορά, περνάει έτσι άδικα, χωρίς κέρδος;

Άντον Τσέχοφ, Το βιολί του Ρότσιλντ, σελ. 7-8 και 21-22, μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Εκδόσεις Άγρα, Σειρά: Ο άτακτος λαγός, 2015 

Artwork: Vladmir Fedotko

.

.

 

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο

Straw hatO καινουργιοφερμένος έκανε μεταβολή δίχως να πει λέξη. Οι άλλοι τον κοιτούσαν που εξαφανίστηκε πίσω από το σωρό τα πριονίδια, κι ύστερα ξανάρθε μ’ ένα φτυάρι κι έπιασε δουλειά. Ο επιστάτης και ο διευθυντής μιλούσαν στην πόρτα. Χώρισαν κι ο επιστάτης γύρισε μέσα. «Τον λένε Χριστούγεννα», είπε.
«Πώς;» έκανε κάποιος.
«Χριστούγεννα»
«Ξένος είναι;»
«Άκουσες ποτέ κανένα λευκό να τον λένε Χριστούγεννα;»
«Μωρ’ ούτε λευκό ούτε αράπη δεν έχω ματακούσει με τέτοιο όνομα».
Και, κατά πώς θυμάται ο Μπάιρον, ήταν η πρώτη φορά που του πέρασε η σκέψη ότι τ’ όνομα ενός ανθρώπου –που υποτίθεται πως δεν είναι παρά το υποκατάστατό του σε ηχολόγημα– μπορεί ν’ αποτελέσει κατά κάποιον τρόπο χρησμό του τι πρόκειται να κάνει αυτός ο άνθρωπος στο μέλλον, φτάνει μόνο να ξέρεις να ερμηνέψεις τη σημασία του έγκαιρα. Του φαινόταν πως κανείς τους δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στον ξένο μέχρι που άκουσαν τ’ όνομά του.

Straw hatΌμως μόλις τ’ άκουσαν, θαρρείς και υπήρχε μες στο ηχολόγημα τούτης της λέξης κάτι που προσπαθούσε να τους προειδοποιήσει για το τι να περιμένουν• λες και κουβαλούσε μαζί του ο Χριστούγεννας το δικό του αναπόδραστο προμήνυμα, όπως κουβαλάει ένα λουλούδι την ευωδιά ή ο κροταλίας το κροτάλισμά μου. Μονάχα που κανένας τους δεν είχε τότε το μυαλό να τον αντιληφτεί. Νόμισαν απλά πως ήταν ένας ξένος, και όπως τον περιεργάζονταν τις υπόλοιπες ώρες εκείνης της Παρασκευής, εκεί που δούλευε με το σιδερωμένο πανταλόνι του και τη γραβάτα και το ψαθάκι στο κεφάλι, συμφώνησαν αναμεταξύ τους πως έτσι θα συνήθιζαν να δουλεύουν στον τόπο του• μολονότι ήταν και μερικοί που είπαν: «Μωρέ θ’ αλλάξει απόψε, να μου το θυμηθείς. Δεν θα μας έρθει κι αύριο με τα κυριακάτικά του».

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, μτφρ.: Βικτώρια Τραπάλη, Εκδόσεις Εξάντας, 1987

Πίνακας: Vincent Van Gogh

.

.

 

Μιχάλης Γκανάς, Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Shimoda Hikari

.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα• απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχονο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Μιχάλης Γκανάς, Χριστουγεννιάτικη ιστορία (απόσπασμα), Εκδόσεις Μελάνι, 2014

Πίνακας: Shimoda Hikari

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Εορταστικές υπηρεσίες

.

Σχεδόν λερώνει αυτό το κρύο από κει πάνω
Σαν κάποιος να μη θέλει που ξύπνησε
Και χύνει αργά τον καφέ στα πλακάκια.
Τέτοια βουνά δεν τ’ ακουμπά μεσημέρι.
Κάθονται υπέρβαρα κι άντυτα
Κι από το ύψος της αθανασίας τους
Ξεφυσάνε το χιόνι κατάμουτρα
Στους κοκαλιάρηδες τους λύκους του σπιτιού.

Έτσι μου ’ρχεται να το σκάσω απ’ τον Θάνατο
Κουκουλώνοντας τη γειτονιά μ’ ένα σκούφο,
Χώνοντας τ’ αγρίμια σε υπνόσακους
Και σπρώχνοντας τις βλαστήμιες μου
Σ’ ένα ζευγάρι χνουδωτές παντούφλες.
Να του δέσω μ’ ένα κασκόλ τα μάτια,
Τάχα πως παίζουμε τυφλόμυγα,
Κι άσ’ τον μετά να σκουντουφλάει γελοίος
Στα παγωμένα παπλώματα.

Για δες, πώς κατεβαίνουν τα Χριστούγεννα,
Φτερούγα Αρχαγγέλου με γυάλινες αρβύλες
Και εκείνο το υπηρεσιακό χαμόγελο
Κάποιου που σε κυνηγά και σε βρίσκει.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Από τη συλλογή Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Εκδόσεις Μελάνι 2014

Πίνακας: Katherine Ace

 

Αλέξανδρος Κορδάς, Του Σισύφου

Δεν είχαμε ψωμί στο σπίτι και τα δόντια μας πέφτανε. Αναγκαζόμασταν να βρίσκουμε έξυπνες λύσεις, πότε κάναμε ότι κλωσάγαμε ένα αυγό, πότε ότι γεμίζουμε τον ουρανίσκο μας αγκάθια και μιμούμασταν τον ουρανό με τα χαλινά του. Ο πατέρας ήταν κατάκοιτος στο κρεβάτι, είχε βγάλει κάτι αράχνες μεγάλες που τον πόναγαν. Έπρεπε κάθε τόσο να τον κουβαλάμε στην ερημιά, γιατί σταμνί δεν ξέραμε κι όποτε χρειαζότανε νερό, τον πηγαίναμε στο πηγάδι. Το μόνο μας παιχνίδι ήτανε το πηγάδι, που το ρωτάγαμε τι θα συμβεί άμα μεγαλώσουμε κι εκείνο απάνταγε με τρεις οργιές νερό και αλάτι. Και μεγαλώσαμε και κάναμε απ’ τη δυσκολία κοφτερό μυαλό. Ο πρώτος άνοιξε μεσιτικό γραφείο στην Παλλήνη, ο τρίτος μαστόρευε λαγήνια και βεγγαλικά κι εγώ έγινα βασιλιάς στη Θήβα.


Ό,τι κι αν κάναμε πάντοτε κουβαλούσαμε στην πλάτη τον πατέρα. Κάποτε ήθελε νερό, άλλοτε ζητούσε τουαλέτα. Γκρίνιαζε στην υγρασία και φώναζε στη ζέστη. Γέμιζε μύγες και έπρεπε να τον καθαρίζουμε. Η μητέρα παραπονιόταν μ’ ένα τασάκι στο κεφάλι της: Να περάσετε τον πατέρα σας ένα χέρι μπογιά, άσπρισε πολύ. Αυτός πόνεσε για να σας μεγαλώσει, γι’ αυτό έχετε πάνω σας φυλαχτό και ξόρκι. Μην πετάτε τα μέλη σας, σας δόθηκαν με κόπο, να τα κουβαλάτε πάνω σας. Και εμείς υπακούαμε, βάφαμε τον πατέρα μας κόκκινη μπογιά και τον στεριώναμε στον φράχτη. Έτσι δεν μαζεύονταν σφίγγες και οι μύγες ψόφαγαν στ’ ανοιχτά των εργοστασίων, ανάμεσα στα άντερα των εργατών και στις κοπριές των ζώων. Μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας! Ο αδελφός μου ο μεγάλος να εμπορεύεται χώμα και νερό, ο αδερφός μου ο μικρός να χαλκεύει τα λαγήνια του κι εγώ ν’ αλλάζω τα καλοριφέρ απ’ τα παλάτια μου, που ήταν χωρίς γόμωση και ίδρωναν.


Όμως πέρασε ο καιρός και πέθανα κι οι αδερφοί μου, μού φόρεσαν ένα στενό κουστούμι και κλαίγανε, γιατί δεν είχαν να μου αγοράσουν φέρετρο. Κι εγώ τους έλεγα: Μην κλαίτε, θα ζητήσουμε απ’ τον πατέρα την αναπηρική του σύνταξη, που κρύβει στα κορδόνια των παπουτσιών του. Μα ο πατέρας είπε: Θα στο φτιάξω εγώ με κέδρους απ’ τα ορεινά κι αγριοκάλαμα. Και μαστόρευε τα χέρια του να μου το φτιάξει. Μα το κουστούμι με στένευε και το σώμα μου άρχισε να μυρίζει και να αφοδεύει χωρίς να το θέλω. Και είπα: Πατέρα βιάσου, γιατί νομίζω ότι θα γεννήσω. Κι η πλάτη μου φούσκωσε και έβγαλα μία άσχημη καμπούρα. Ο αδερφός μου ο μικρός άρπαξε το τσεκούρι του – που το ’χε να χαλκεύει τα λαγήνια – και μου το κοπάνησε στην πλάτη. Από την πληγή βγήκε ο γιος μου, που ήταν ίδιος με μένα, αλλά πιο μικρός. Η μάνα μου είδε το παιδί κι είπε: Δεν θα το κουβαλάς μια ζωή στην πλάτη σου! Θα το μεγαλώσω μονάχη μου και θα φροντίσω να γίνει βασιλιάς, όπως εσύ. Κι ύστερα έκλεισε την πληγή μου με το χέρι του πατέρα και τη σταύρωσε.

Τώρα ν’ ανέβεις στο βουνό! Είπε ο πατέρας και μου έδωσε το φέρετρο που είχε μαστορέψει. Εγώ το πήρα και καθώς έφευγα χαιρέτισα τον γιο μου, που ήξερα ότι ήμουν εγώ και τον φοβόμουν. Στον δρόμο όμως πείνασα και είχα αγωνία, γιατί δεν ήξερα αν θα έβρισκα φαγητό. Όταν έφτασα στην κορφή, άνοιξα ένα λάκκο και έβαλα το φέρετρο μέσα, έπειτα σκούπισα τον ιδρώτα που έσταζε από τα ορεινά του μετώπου μου και ξεφύσησα μ’ ανακούφιση: Αυτό ήταν, πέθανα! Κι ο δρόμος συνέχισε μονάχος του, δίχως να νοιάζεται για μένανε που κοίταζα εκστατικός απ’ την κορφή του λόφου.

Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 44 του περιοδικού Μανδραγόρας.

Φωτό: Gilbert Garcin

.

.

 

Nίκος Ερηνάκης, Θέλω να σε φιλήσω εκεί που ο θάνατος μοιάζει πιο εύκολος

.

.

Ενθουσιασμένη σε ανακάλυψα
Ανάμεσα σε ψυχές νεκρών να παιχνιδίζουν γύρω σου


Κι ένιωσα τη γλώσσα σου στο αίμα μου


Όλοι μιλούσαν γι’αυτό το πλεονέκτημα
που θα μου αποκαλύψεις


Πες μου λοιπόν από πού βγαίνουν τόσοι νεκροί


Δεν είναι συναίσθημα η μελαγχολία μικρή
Είναι τρόπος να υπάρχεις


Όπως όταν ξεκουράζεις το πρόσωπο στα γόνατά σου
Και κοιτάς έξω σαν να ακούς το κύμα
Από εκείνη τη θάλασσα που απαρνηθήκαμε


Κι αν πάλι βρίσκεις ερωτεύσιμες τις πλάνες
Πόσο λες να μας πονέσει η ελπίδα


Αν πρέπει να ταχτώ
Θα ταχτώ στη φαντασία

.

.
Εδώ που είμαι βρέχει
Κι εσύ είσαι πολύ όμορφη στη φωτογραφία


Φέρεις την Kίνηση
Τη μανία του πανικού


Μα τον εξεγερμένο έρωτά μας
Απειλεί η αγάπη ακόμα


Δεν ξέρουμε να λέμε σ’ αγαπώ
Χωρίς αλάτι στα χείλη


Θα ζήσουμε ανάμεσα σε δύο καθρέφτες


Tι έχει πάει τόσο λάθος μαζί σου
Για να μου αρέσεις τόσο πολύ


Θέλω να σε φιλήσω
Εκεί που ο θάνατος μοιάζει πιο εύκολος

Νίκος Ερηνάκης,  από τη συλλογή ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013

Πίνακας: Karen Divine

.

.

 

Μανώλης Αλιγιζάκης, Νεκροθάφτης

.

Ήταν ακόμα νωρίς όταν μας υποδέχτηκε ο νεκροθάφτης
κι επειδή ήμασταν πολλοί υποσχέθηκε να μας βαλσαμώσει
έναν-έναν έστω κι αν αυτό έπαιρνε χρόνια και ξέραμε πως
έπρεπε να ξεκινήσει απ’ την αρχή: απ’ τον Αδάμ και την Εύα
και φυσικά το φίδι δίχως τα φαρμακερά του δόντια.
Ήταν η ώρα που η ζωή αποκτούσε σπουδαιότητα λίγο
πριν παρουσιαστεί η ζήλεια και το αλάτι του κορμιού που
έδενε κόμπους στο νήμα της αλληλεγγύης κι ο Υπεράνθρωπος
συμβούλεψε ν’ αρχίσουμε μ’ ένα τραγούδι προς τιμήν των νεκρών
του Τρωϊκού πολέμου, αλλά το φως στο δρόμο ήταν τόσο έντονο
που οι φωνές μας παράξενα ακούγονταν όταν άνοιξε
την αγκαλιά Του κι αφού φίλησε το μέτωπο του πρώτου νεκρού,
είπε: “Αυτό το κουφάρι είναι ο Υπεράνθρωπος του μέλλοντος”.

.

.

Undertaker

It was still early in the day when the undertaker
received us yet since we were a large crowd he promised
to embalm us one by one even if this would take years
and we knew he had to start from the very beginning,
with Adam and Eve and of course the serpent without
its poison fangs.
It was the time just before jealousy appeared when life
regained its importance and the body’s salt
tied knots on the thread of compassion when
Ubermensch advised us to start with a song to honour
the dead of the Trojan war but the light in the street
was so bright our voices sounded strange. Then
He opened his arms and after kissing the forehead
of our first dead He said: “this corpse will be
the future Ubermensch.”

~Ubermensch, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2013

Πίνακας: Anneke Van Brussel 

Η ιστοσελίδα του Μανώλη Αλιγιζάκη

.

.

.

.

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Η φύση του πράγματος

.

Κάτι έχει αυτός ο άντρας, κάτι έχει.
Κάτι έχει κρεμασμένο στο λαιμό του,
Ένα βραχνά, μια ποινή, μια πεποίθηση,
Κάτι που δένει τα νεύρα του
Με το λουρί του σκύλου απ’ την καρέκλα,
Όπου το ομοίωμά του κάθεται
Μ’ ολόκληρο το χοντροκόκαλο σώμα.
Και μέσα από τις μπογιές τις χυμένες
Απ’ άκρη σ’ άκρη στον ουρανό της βεράντας
Μπαίνει στο πλάνο φέρνοντάς του τον καφέ
Μια γυναίκα που δεν έχει ξαναδεί
Με τρίδιπλα σκεπασμένα χέρια.


Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια,
Πάλι θ’ ακούω με τα μάτια.
Πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι
Και θα ’μια τόσο περιττή όσο η ζάχαρη
Μες στο ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας

Δήμητρα Χριστοδούλου, Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Μελάνι 2014

.

 

Tζένη Φουντέα-Σκλαβούνου, Γάλα σε σκόνη

.


Κοιτώντας πίσω
σαν τη γυναίκα του Λωτ
βλέπω το μέλλον

Αυτό που είναι να συμβεί
το έχω προσπεράσει

Tζένη Φουντέα-Σκλαβούνου, Γάλα σε σκόνη, 44 χαϊκού με υστερόγραφο, Μανδραγόρας 2013

Πίνακας: Ida Budetta

 

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Βολέματα καταστροφής

 

.

Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ∙
θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.
Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.
Όταν βουλιάζω σ’ εύκολες εξάψεις,
Να ’ρχεται μια εξευτέλιση και να με συνεφέρνει.
Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
να ’χω ένα όραμα να με θαμπώνει.
Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.
Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά
να ’χω τη δύναμη να πω «Kύριε, όχι άλλο» –
κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός, 1960, Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994