RSS

Daily Archives: 15/10/2015

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος, Κάμιρος

Μπήκε Απρίλης• έτσι, μάζεψα τα ρούχα, που δεν ήταν πολλά, σ’ ένα σάκο, έτριψα το φρέσκο μάγουλο, μέσα παλάμη και ανέβηκα στο «Κάμιρος» προς την Πάτμο. Ενώ έπεφτε αργά η νύχτα, όσες νησίδες συναντούσαμε στ’ αριστερά, τις έσβηνα μια μια με τα βλέφαρα, ηχηρά σαν κροτίδες. Αστέρια δεν ανάβανε, μόνο βάρκες και τούρκικα καΐκια, δεμένα αρόδο. Ένας σκύλος στο κατάστρωμα, μαύρος κι αβρός σαν καταιγίδα, δεν ξεχώριζε τη θάλασσα από τη στεριά μες στο σκοτάδι και γρύλιζε. Του είπα από μακριά για την εαρινή σοροκάδα. Σίγουρα με κατάλαβε, γιατί γύρισε τη μουσούδα στο πλάι κλαίγοντας, πισωπάτησε και χάθηκε για τα καλά, πίσω από τα καθίσματα. Έπειτα ψώνισα μια σοκολάτα να σε ταΐσω, περνούσε και η ώρα κι έμπηγες τα νύχια βαθιά. Ως την Κάλυμνο, μου είχες ανοίξει μια ουλή φρέσκια ίσαμε δυo παλάμες. Αλλά η νύχτα μύριζε τόσο δυνατά που δεν σκεφτόμουν τον πόνο ούτε τη θάλασσα ούτε το σκύλο, μόνο πως έκανα μια βόλτα από αυλή σε αυλή στην παλιά μου γειτονιά, κάθε αυλή κι ένα λιμάνι. Κι όπου και να την έψαχνα να μπορούσα να τη βρω• αρκούσε να τη σκεφτώ ν’ ανοίγει αυτή την πόρτα ή να σερβίρει αυτή το παγωτό με τον καφέ, και τα χείλη της ας είναι μωβ σαν της νεκρής, τα μάτια της κλειστά στον πάγο και τα πουλιά ακούνητα και αλάλητα σαν μέσα θρήνος. Μόνο να την ένιωθα, για λίγο, ζεστή με κορμί. Στην Πάτμο σαν φτάσαμε, ούτε το πέλαγο δεν έβλεπα πια, μόνον ένα ατέλειωτο λιβάδι μαύρες πόες και χιόνι αμόλυντο, σαν ένα ποτάμι μελάσα και ζαχαρωτά, που χυνόταν προς τη Χώρα και το μοναστήρι. Αλλού βουτούσε, αλλού σκαρφάλωνε. Σε χάιδεψα κι ήρθε κι ο σκύλος και τρίφτηκε στα πόδια μου, και για λίγο ήταν σχεδόν καλά, σα να μ’ αγαπούσαν δυό πλάσματα, ένα γήινο κι ένα ξωτικό. Μετά άναψες, σε είδε ο σκύλος και φοβήθηκε, κι ας είχε γλυκαθεί, κι έγλειφε το αίμα απ’ την πληγή• χάθηκε πάλι κλαίγοντας.

– Δεν είμαι ξωτικό, είπες. Η ψυχή της είμαι, πάνω σου για πάντα…

Πίνακας: Stephen Mackey

(Προδημοσίευση)

.

.

.

.