.
Όταν οι βάρβαροι πήραν την πόλη έσφαξαν όλους τους κατοίκους κι έριξαν τα κλαδεμένα κορμιά τους στα πηγάδια. Μα τα νερά έτυχαν ιαματικά κι οι άνθρωποι, όλοι τους σχεδόν φουκαράδες ή έμποροι, καθώς βούλιαζαν σιγά σιγά βρήκαν τον εαυτό τους γιατρεμένο. Έτσι μαζώχτηκαν απ’ όλες τις μεριές στον πάτο, μαζώχτηκαν σε μικρές ανήσυχες ομάδες και κουβέντιαζαν τι συμφορά τούς είχε λάχει. Τα νερά ήταν ήσυχα και καθαρά, εκεί κάτω το φως ενύσταζε σε μικρούς τρυφερούς λεκέδες και με τον καιρό η γκρίνια νύσταξε κι αυτή, οι γυναίκες στέγνωσαν τα δάκρυά τους κι έπιασαν να συγυρίζουν, οι άντρες κάπως κατσούφηδες γύρισαν το βράδυ, τέλος βολεύτηκαν στο νέο τους σπιτικό κι εκεί ζουν ακόμη, ανατρέφοντας παιδιά, γράφοντας ποιήματα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον συμπαθητικά – λένε πως θα ’ρθουν πάλι έξω απ’ το πηγάδι όταν θα έχουμε πεθάνει.
Από τη συλλογή Βιβλίο παραπόνων, Ποίηση ’78, 1978, Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994
Artwork: Maggie Taylor