Λεία επιδερμίδα λευκή μυρίζει βανίλια και δαμάσκηνο
Χαμογελάει και ανατέλλει η ροδαλή έως
Τα στήθη της δύο πορτοκάλια πορφυρά
Με ένα κεράσι στο σημείο του ανθού
Τη φιλάει και εκείνη,
του δίνει τη γλώσσα της χορευτικά
Την δαγκώνει στο λαιμό κι αναστενάζει
Τη φιλάει και τη γλείφει καθώς
Στο τρυφερό πηγάδι της κατηφορίζει
Χρυσίζει το μέτωπό της και το κορμί της
Σε τόξο αρμονικό τον μαγνητίζει,
Και κείνος το δροσερό μουνί φιλάει
Κι αχόρταγα τη μύτη του βυθάει
Την εύγεστη ουσία της καθώς τρυγάει,
Τεντώνεται, άρπας χορδή και αναστενάζει
Με τους χυμούς της τον μεθάει
κι αυτός σε οίστρο θαμπό ηδονίζεται
σκληρός και αλύπητος, αγρίμι κι απολίτιστος
Να τη τρυπήσει θέλει ,
όλη η παιδεία του και ο πολιτισμός
σε ένα σημείο, Ηomo erectus
.
.
Xυμάει μέσα της και το γλυκό μουνί της
Τον δαγκώνει, χίλιες γλυκές γλώσσες
τον φιλούν και τον κραδαίνουν ,
τη φιλάει και τη δαγκώνει στα πλευρά
βυθίζεται και ανασηκώνεται
λαχταράει και ξεψυχάει,
γλύκα που λιγώνει,
με μια κίνηση επιτακτική την γυρίζει
είναι τώρα ένα σερνικό και ένα θηλυκό
που διάπυροι λιώνουν στις σπηλιές του Κρο Μανιόν
φωτιά, ηδονή, ανταύγειες πορφυρές
σκιές και δέος ανάμικτα σε άναρθρες κραυγές
το κορμί της έχει γίνει μαλακό σα πλαστελίνη
αντιδρά στο παλλόμενο μέσα της
υνί του, με σπασμούς χορεύοντας ταμ ταμ
χαϊδεύοντας σε μια τελετουργία
εκρηκτική την κλειτορίδα της,
η όσφρηση του γεμάτη είναι από γλυκιά βανίλια
και η όραση του θολή απ’ το γυμνό κορμί,
τι θάνατος για μια στιγμή,
.
.
κουνάει τρυφερά τους γλουτούς της και όπως είναι
διπλωμένη σε μια εκμαυλιστική θεατρικότητα υποταγής
στο έλεος του πόθου του την πλημμυρίζει
με το ποτάμι της άρρητης του ηδονής,
για ένα του δευτερολέπτου δισεκατομμυριοστό
μικρό, στριμωγμένο σε μια του ορμέμφυτου γωνία,
έχοντας στο παρόν παραμείνει
προνόησε προφύλαξη να φέρει.
Την επόμενη στιγμή είναι δύο συναινούντες ενήλικοι.
Αυτός ανάβει τσιγάρο και πυκνά φυσά τον καπνό
Αυτάρεσκα, Εκείνη αναδεύει το αίσθημα της.
.
.