RSS

Daily Archives: 22/04/2013

Image

Ακούστηκε… (e- περιοδικό bibliothèque)

Ακούστηκε...

http://bibliotheque.gr/?p=19718

Στης  δύσης.30 ακριβώς, ώρας φτιαγμένης από το χώμα των νεκρών, κι εγγυημένα τρίτης Παρασκευής του μήνα Σεπτεμβρίου, του έτους χίλια και εννιακόσια και κάτι νούμερα υπέρ αναπαύσεως των καιρών, λίγο πριν κλείσει η εβδομάδα το κουτί των τετριμμένων φρυγανιών με μαρμελάδα τριαντάφυλλο, μέσα σε  γυάλινο διαφανές βαζάκι φτιαγμένο με το χέρι και λίγους κόκκους από άμμο στη θέση του αμύγδαλου «Φίλα με, Ρόζα!»  ακούστηκε.biblio

Εκείνες τις ημέρες είχε μικρά από αέρα ανακατέματα η θάλασσα, κι έτσι κριτσάνιζε  αρχαίες ιστορίες από άμμο στα σωθικά τη γλύκας από φύλλα τριαντάφυλλο. Μέσα σε κόκκινο σιρόπι  μια γλύκα λίγωνε ό,τι σπασμένο γύρω απ’ το μεδούλι κι αναρριγούσε μνήμες σ’ επιτύμβια σωμάτων μέσα σ’ άλλα. Κι εκείνη η μαρμελάδα τριαντάφυλλο έφθασε, ναι, αλήθεια, σαν ένα μαντάτο σωτηρίας από το Μοναστήρι στης δύσης και τριάντα, όταν η ώρα τύλιγε το χώμα της πλαγιάς, μαύρο, σε κόκκινη σινδόνη, κι άφηνε μπλάβα χειροποίητη κουβέρτα σ’ ένα  ερωτικό τρεμούλιασμα  στη θάλασσα επάνω. Ήταν η ώρα που σώματα πάντα αναχωρούν απ’ τα δερμάτινα σαρκία να συναντήσουν άλλα σώματα, και αναρριγούν μια ζέστα κι ένα αλάφρωμα, όπως τα βρέφη τρυφερά και ροδαλά αναστενάζουν θνησιγενή απόλαυση από γάλα. Έτσι μόνον η αθωότητα αρμέγει θάνατο να διατελέσει βρέφος εν ζωή.

Εκείνη λοιπόν την ώρα, την ώρα των εκλεκτών πενθών της ομορφιάς, κατέφθασε ένας νάνος μοναχός από το Μοναστήρι —  λευκό, στεντόρειο, λυγερό, με μιαν υποψία εγκατάλειψης που φανερώνουν οι ασβεστωμένοι τοίχοι στην πλαγιά,  κουρνιάζει μόνον ησυχία για πτερόεσσες ψυχές και κόρακες και οσμές από θυμάρια και φουρνιστό ψωμί και μνήμες που γίνονται σκιές πάνω στους τοίχους, αγαπημένα όλα όπως το μαύρο γάλα που άφθονο ακόμη ρέει από τα σωθικά του Τσέλαν.  Εκεί σ’ αυτό το μοναστήρι παρασκευάζεται  η μαρμελάδα τριαντάφυλλο, πάνω σ’ αυτόν το βράχο, που λιώνει με βάρος μες στη θάλασσα όλος εγκαύματα από φως την αγριάδα και το κτήνος του ανθρώπου: το βάθος δεν υπόσχεται ανάνηψη, μόνον επιστροφή από άλλον δρόμο ακόμη πιο βαθύ, σ’ άλογα σταυροδρόμια παραλόγου.biblio

Μ’ ένα, λοιπόν, ιμάτιο λευκό, κουτσός, ξυπόλητος, με πόδια που καλπάζανε ανισόρροπα στο χώμα, με πρόσωπο ολόλευκο σαν μνήμα, μπλε γουρλωμένα μάτια —εξείχαν σαν δυο κατάρτια σταυρωτά αποκαθήλωσης Κυρίου—  και μ’ ένα κόκκινο σημάδι που χώριζε τα φρύδια, κατέφθασε  ο μοναχός ο νάνος, ο τραυλός σε όλα τα τροπάρια, γνωστός στους πάντες με το ωραίο παρατσούκλι το χαρμόσυνο το «Πεθαμένο Χελιδόνι», που περπατάει (γελάγανε τα κτήνη) στη θάλασσα επάνω.

Η ξύλινη πόρτα της καλύβας ήταν ανοιχτή. Μία μικρή λάμπα μόνον αναμμένη. Έσουρε λίγο τα χαλασμένα πόδια του σαν να τα σκούπιζε στην άμμο, σταμάτησε, γέρνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός, σαν να έψαχνε βόμβο μύγας μες στην ησυχία. Είδε, κρατώντας την ανάσα.  Αριστερά μία ψάθινη καρέκλα, μ’ ένα αμάνικο φόρεμα λευκό και κόκκινο γιακά κι ένα κουτί γαλάζιο όπου πετούσαν χελιδόνια. Από αυτά που βάζουν τα καπέλα ή τίποτε αν δεν υπάρχουν πια καπέλα ή κουτουλάνε όλα τ’ αποφόρια από μνήμες, σακατεμένα απ’ την απόγνωση. Είδε, λοιπόν,  κι έκανε α! και μία σκοτωμένη κατσαρίδα που την φλερτάρανε μυρμήγκια πάνω στον φραμπαλά του φουστανιού. Γυναίκα! σκέφτηκε ο έρμος κι έσφιξε στο στέρνο τη φρέσκια μαρμελάδα, σαν να έκανε δέηση, προφέροντας λόγια τραυλά, τρεμουλιαστά, ζεστά που λένε στα τρισάγια. Δεξιά μία κρεμάστρα με ένα μαύρο παντελόνι, ένα λευκό βρακί βαμβακερό, μία αμάνικη φανέλα, ένα κασκέτο. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός όπως όταν φαντάζει απίστευτο ό,τι μακελεμένο από τα μάτια. Κι ένιωσε να τον καίει ανάμεσα στα φρύδια το σημάδι. Είχε σταθεί πια στο κέντρο της καλύβας — πάνω στο μαύρο χώμα μία σαγιονάρα πλαστική κι ένα χάρτινο χελιδόνι από αυτά που φτιάχνουν τα παιδάκια στο σχολείο.  Δικό μου είναι! σκέφτηκε. Απέναντι ένα ρολόι τοίχου, μέσα σ’ ένα τετράγωνο κουτί, σαν και αυτά που φύλαγαν στο παρελθόν τα τρόφιμα με σήτα. Σταματημένο, γιατί απουσιάζανε οι δείκτες. Στο κέντρο ένα κρεβάτι απ’ όπου  «Φίλα με, Ρόζα!» ακούστηκε, στης  δύσης και τριάντα ακριβώς λίγο πριν κλείσει η εβδομάδα κι ανοίξει το φθινόπωρο βεντάλιες για τους αέρηδες που επρόκειτο να εισβάλουν στο νησί.

Αυτό.
Ακούστηκε…

biblio

Έτσι απλά, τόσο απαλά με τη λεπίδα του αναπόφευκτου «φίλα με, Ρόζα!». Σαν την προστακτική μιας νοσταλγίας ακάματης. Ο Φερδινάρδος αυνανιζόταν στο κρεβάτι. Και κοίταζε ίσα στο κόκκινο σημάδι το Πεθαμένο Χελιδόνι. «Φίλα με, Ρόζα!» του ξανάπε, ετούτη τη φορά σαν να έγραφε με κόκκινο κραγιόν κάτι επάνω σε σελίδα, που είναι ταγμένη κι άγραφη ακόμα να διηγείται ιστορίες, «φίλα με, Ρόζα!» στο ιδρωμένο μέτωπο ρίγησαν δύο ατίθασες ρυτίδες απαρίθμησης  θαυμάτων και ύστερα δυνάμωσε ο ήχος στο κρεβάτι, «κι άλλο, Ρόζα, ω κι άλλο…» πετάρισε η σελίδα, τσακίστηκε στα τζάμια, πότισε μ’ έναν σπινθήρα ενέργειας ως και το χώμα της παράγκας  «Ρόζα, ω…»  Το Πεθαμένο Χελιδόνι άρχισε να τρέμει, και εκτοξεύτηκε έξω από τα τζάμια η σελίδα κι άρχισε να σφαδάζει ηδονή μία μποτίλια γάλα από γυαλί δίπλα στο κρεβάτι, που είχε καθίσει κι άγγιζε ένα αδιάφορο τραπέζι,  «Ρόζα, ω… φίλα με, Ρόζα, ω…»  το Πεθαμένο Χελιδόνι έκανε το σταυρό του τρεις φορές, «κι άλλο, Ρόζα, ω κι άλλο…»  τραύλισε κάτι,   κι άρχισε να φτερουγίζει με το κουτσό του βήμα, κραδαίνοντας τα μέλη σαν μια σπασμένη  μαριονέτα πανικόβλητη «Ρόζα, ω… φίλα με, Ρόζα, ω…»  το Πεθαμένο Χελιδόνι έβγαζε μικρούλικα λυγμούλια όσο ακουμπούσε  το χέρι του στο χέρι του Φερδινάρδου που χαιρόταν. Με τ’ άλλο κράταγε γερά τη μαρμελάδα τριαντάφυλλο, ώσπου η ανάσα του Φερδινάρδου έγινε βαριά, μία βραχνή ίνα ήχου με βάθος ήττας επικής «Ρ ό ζ α  ω…!»  όταν το Πεθαμένο Χελιδόνι τον φίλησε υπέροχα στο στόμα, τραυλίζοντας στο δρόμο για τα χείλη ένα γλυκούλικο τρισάγιο Ιούδα «μα… μαμ.. μανού…λα, μη μ’ α… φή…νεις!»

Αυτό.
Ακούστηκε…
Αυτό.
Ακούστηκε κι αυτό…

artwork : Kenichi Hoshine

Σημείωση: το παρόν κείμενο είχε γραφεί και αποσταλεί σε διαγωνισμό διηγήματος, με τον όρο να συμπεριληφθούν οι επόμενες λέξεις σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό: Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα.

Δεν έλαβε βραβείο, αλλά ουδόλως μπορεί να ενδιαφέρει το γεγονός ως τέτοιο. Έρωτα δεν μπορούμε να κάνουμε σε όλον τον κόσμο με τη γραφή μας και ούτε μπορεί να είναι και τέτοιου τύπου οι προθέσεις μας. Τουναντίον… Κάποιοι μπορούν να θεωρήσουν ότι δε συνιστά διήγημα επίσης. Κι αυτό δεν μας ενοχλεί.  Η αναφορά γίνεται, για να υπάρχει συνέπεια, ως προς το σκέλος που στάθηκε αφορμή για να γραφεί το κείμενο.


 

Tags: ,