Πίνακας: Chris Lewis
H παρούσα ανάρτηση παρουσιάζει τη ροή ολόκληρης της βραδιάς στον πολυχώρο του ΑΙΤΙΟΝ στις 29 Μαρτίου, αφιερωμένη στην ποίηση της Στέλλας Δούμου.
Προσευχή Θεέ της γραφής, φύλαγέ με από ουρανούς που δεν τελειώνουν από τον Κάιν των λέξεων από τους κύκλους του νερού που εξαντλούνται στο εγώ από τις μητέρες των δασών και τους πατέρες από τα μικρά ζαχαρωτά σπιτάκια που μέσα τους θάβομαι ζωντανή, γιατί δεν τολμώ να σπάσω την πόρτα σοκολάτα (η προτιμώ να τη φάω, όπως άλλωστε και το τελευταίο ποίημα που ξέχασα πως έγραψα )
Στις Χαμηλές Οκτάβες οι ποιητικοί τόνοι είναι χαμηλοί, ίσα που ακούγονται. Το ποίημα αναρριχάται σχεδόν ψιθυριστά, σαν να κάνει μία συνειδητή προσπάθεια να μην ενοχλήσει με την παρουσία του (άραγε ποιον;) αλλά να σταθεί διακριτικό σε ολόκληρο το ενδολεκτικό τοπίο που πλάθεται με αυστηρό σχεδιασμό έως το τέλος του. Τέλος όμως πάντα δυνατό, που ακινητοποιεί τον αναγνώστη, επισφραγίζοντας τη συνολική εντύπωση του ποιήματος και που τον αναγκάζει, ίσως και σοκαρισμένο, να το ξαναδιαβάσει. Ωστόσο, ο λεκτικός στόμφος απουσιάζει, υπό την έννοια ότι οι λέξεις που επιλέγονται για να στηθούν οι φράσεις είναι απλές, καθημερινές. Το αποτέλεσμα όμως της σύνθεσης δεν είναι απλό, διότι το ποίημα γράφεται στα ενδιάμεσα των λέξεων σε αυτήν την περίπτωση. Ας προσέξουμε, επί παραδείγματι, τους παρακάτω στίχους. Καμιά φορά έπλεκε δαντέλες αρχαιότητας/ το καταλάβαινα από τον τρόπο/ που τα μάτια του γίνονταν/ δυο μωβ πεταλούδες.Και ας ακούσουμε προσεκτικά ολόκληρο το ποίημα εν συνεχεία.
Μικρή Φωλιά Περιθωρίου
Μια λαμαρίνα νύχτας έκοψε το λαιμό αυτού του μοναχικού άνδρα. Ιώδια βροχής θαρρώ πως χειροτέρεψαν τα πράγματα. Από τον κομμένο του λαιμό έτρεχε πολύ φεγγάρι που είχε μέσα του διαπυηθεί τόσα ψεύτικα χρόνια σ’ αυτή τη μικρή φωλιά περιθωρίου. Καμιά φορά έπλεκε δαντέλες αρχαιότητας, το καταλάβαινα από τον τρόπο που τα μάτια του γίνονταν δυο μωβ πεταλούδες. Είχε ξεχάσει πια και να μιλάει ανθρώπινα. Πότε-πότε του διάβαζα ποιήματα. Όχι πως ένιωθε. Έτσι. «Ράψε με μέσα στον θάνατο σ’ ένα ποίημα Θέλω να πεθάνω απ’ τα χείλη σου» μου είπε την τελευταία φορά. Μα, νόμισα πως δεν το εννοούσε.Όσο και να ακούγεται περίεργο, δίνω ένα παράδειγμα, οι δαντέλες αρχαιότητας θα σας δώσουν νόημα στο ενδιάμεσό τους, στην παύση που ο νους οφείλει να κάνει για να συνδυάσει την τρυφερότητα, το ρομαντισμό και την ευελιξία του νήματος της δαντέλας, με το παγωμένο μάρμαρο, όπου υπαινίσσεται η λέξη αρχαιότητα…
Μυρτώ Πισπινή, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Στέλλα Δούμου
Ο έρωτας και ο θάνατος είναι εδώ και μάλιστα, αν βλέπαμε τοπολογικά την φράση, ακριβώς εκεί όπου του πρέπει. Στο κενό. Ίσως η ποίηση της Στέλλας Δούμου να μας καλεί και σε πολλαπλές αναγνώσεις, για να αντιληφθούμε τον τόπο στον οποίο βουτά η λέξη για να ανασύρει κάτι πολύ πιο βαθύ, κάτι αόρατο, αλλά και κάτι υπαρκτό συνάμα, στο οποίο κανείς έχει τελικά να αναγνωρίσει την προβληματική του υπαρξισμού και την αγωνία που τη συνοδεύει. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στην Προσευχή
Θεέ της γραφής, φύλαγέ με (…) από τα μικρά ζαχαρωτά σπιτάκια που μέσα τους θάβομαι ζωντανή, γιατί δεν τολμώ να σπάσω την πόρτα σοκολάτα (ή προτιμώ να τη φάω, όπως άλλωστε και το τελευταίο ποίημα που ξέχασα πως έγραψα)Η Στέλλα Δούμου τρώει ποιήματα «προτιμώ να τη φάω όπως άλλωστε και το τελευταίο ποίημα που ξέχασα πως έγραψα», λέει. Βρισκόμαστε ενώπιον μίας απρόσμενης μεταφοράς, που ανατρέπει όλη εκείνη τη φαινομενικά ρεαλιστική εικόνα… τα ζα :haro:τά σ:pita:κια. Θεωρείτε ότι η φράση «ζαχαρωτά σπιτάκια » είναι απλή. Για ακούστε την καλά. Ακούτε τη γλύκα και τον θάνατο; Tο χάρο μέσα στο ζαχαρωτό; Προσέξτε πώς ξεδιπλώνεται με εξαιρετική μαεστρία η ερμηνεία της φράσης από την ίδια την ποιήτρια, φράσης που στην ουσία προοικονομεί την επoμένη: τα μικρά ζαχαρωτά σπιτάκια /που μέσα τους θάβομαι ζωντανή. Και για να θαφτεί ένας άνθρωπος ζωντανός σε κάτι τόσο μικρό, πρέπει κι ο ίδιος να γίνει πολύ, μα πάρα πολύ μικρός, θα έλεγα έμβρυο, αναδιπλωμένο, γυρισμένο σαν μικρή πιτούλα, στριμωγμένο. Για να δούμε και μία άλλη εκδοχή στην ποίηση της Στέλλας, όπου γίνεται λόγος γι’ αυτό το… στρίμωγμα.
Βαλίτσα
Πού μας καλεί να πάμε εδώ η ποίηση της Στέλλας Δούμου; Πού μας παρασέρνει; Στην ανθρώπινη μοίρα και μήτρα ταυτόχρονα, που είναι θηλυκή, γλυκιά, αλλά και τρομακτική, ασφυκτική επίσης μέσα στον υπερπροστατευτισμό της και στην εξαρτησιακή σχέση που μας απαγορεύει να γίνουμε υποκείμενα.
Το καμένο δάσος (Koκκινοσκουφίτσα)
Στο καμένο δάσος το αίμα των δέντρων ανάποδα κυλάει Η κοκκινοσκουφίτσα θα πιεί απ αυτό, μα ήδη πια έχει ξεχάσει το παραμύθι που την ήθελε αθώα.Η συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στην ασφάλεια και στην ελευθερία είναι το κέντρο της υπαρξιακής αγωνίας κάθε ανθρώπου, αυτού του αρχέγονου άγχους, του αποπνικτικού ψυχικού κλίματος, που ο Κάφκα το έχει δώσει σε όλο το μεγαλείο του, κυρίως στη Δίκη, όπου ο ήρωάς του βρίσκεται μπροστά σε πόρτες που δε γνωρίζει τι κρύβουν πίσω τους, μου έρχεται και ο Χόλουμπ στον νου με την Πόρτα του… κι εκείνη την προσταγή του Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα…δεν τολμώ να σπάσω την πόρτα σοκολάτα, μας λέει η Στέλλα Δούμου. Kαι ας μην μπερδεύουμε τη θρασυδειλία, την ψευτομαγκιά και την ελευθεριότητα με την ελευθερία. Αυτήν τη βίαιη έξοδο προς τα έξω, η οποία είναι συνονόματη του ο θάνατός σου η ζωή μου. Η ελευθερία είναι επικίνδυνη, διότι έχει ρίσκο, το ρίσκο του βαδίζειν ελεύθερος, που σημαίνει μόνος, παντελώς μόνος, οπότε κάθε ίχνος ανταγωνιστικότητας εκεί εξαφανίζεται. Και η Στέλλα Δούμου αυτή την ανθρώπινη δυσκολία του βαδίσματος του «ανθρώπινου εμβρύου προς τον έξω κόσμο» μας τη δηλώνει με αμεσότητα, ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Δέστε την πόρτα σοκολata. Γιατί η πόρτα να μην είναι από ένα ζαχαρωτό νεράντζι, από ένα καφουρντισμένο αμύγδαλο, πώς ξαφνικά στην εικόνα των ζαχαρωτών εμφανίζεται η σοκολάτα; Προσωπικά, όταν ήμουν μικρή θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει «Έλα, θα πάμε άτα τώρα…». Δεν τολμά όμως να βαδίσει με αυτόν τον επιθετικό τρόπο προς τα έξω. Πώς απαντάει λοιπόν στον εγκλωβισμό; Τι κάνει; Μένει εκεί στο ποίημα να κλαίει και να κλαίγεται υστερικά; Kαι τι νόημα θα είχε να δημοσιευτεί και να κοινοποιηθεί μια κλάψα, που λίγο πολύ είναι κοινός τόπος για όλους τους ανθρώπους; Τι αξία μπορεί να έχει ένα ποίημα όταν με τη στάση του απέναντι στον κόσμο τον καλεί σε μια μίζερη και προπαντός τυπωμένη ακινητοποίηση;
Πίνακας: Edward Hopper
Θα σε περιμένω εκεί
Θα σε περιμένω εκεί που δυο ουράνια τόξα θα κόβουν τις φλέβες τ’ ουρανού. Εκεί θα σε περιμένω. Να κρατάς κούπα να πιούμε από τις δυο προδοσίες την πικρότερη. Με ασημένιο κώδικα θα συνεννοηθούμε. Έλα. Και θα μιλήσουμε κοφτά. Σαν σφαγείς. Kαι μόλις έρθει το ρούμι, θα γελάσουμε, ο ένας φορώντας το σώμα του άλλου. Μετά, θ’ ανοίξουμε σεμνά τους τάφους μας.
Το χρέος της ποίησης είναι διαφορετικό και μάλιστα υψηλό, αν δει κανείς το πρώτο πρόσωπο, αυτό το εγώ που ο ποιητής φέρνει στην επιφάνεια για να μας μιλήσει. Αυτό το εγώ πρέπει να είναι σπουδαίο, σχεδόν μοναδικό, φάρος, ένα μεταλλαγμένο υποκείμενο μέσα από τη φρίκη των παθών του. Θα μου πείτε ότι υπάρχουν πολλοί αυτόχειρες ποιητές. Ναι, αλλά πολλοί από αυτούς έχουν κάνει δυναμικές εξόδους, τουλάχιστον στο ποίημα. Διότι είχαν και ταλέντο πέρα από κατάθλιψη.
Ο πόνος από μόνος του δεν είναι ποίηση, είναι προσωπικό ημερολόγιο, που καθένας έχει το δικαίωμα να γράψει, αλλά και να κριθεί αυστηρά όταν το δημοσιεύσει. Μην τα μπερδεύουμε αυτά, το ταλέντο πάντα βγάζει προς τα έξω ένα μετουσιωμένο οδυνηρό βίωμα. Ξέρει πού πατάει, γι’ αυτό και δεν είναι φλύαρο επίσης. Δεν κάνει κύκλους, με μια δυο λέξεις έχει χτυπήσει την ουσία.
Τι μας προτείνει λοιπόν η Στέλλα Δούμου, πώς απεγκλωβίζεται εκείνη; Με μία κίνηση προς τα έσω, προς τον εαυτό, τρώει τη σοκολάτα, ενσωματώνει δηλαδή εσωτερικά αυτήν την έννοια της ελευθερίας… οι πιστεύοντες τρώνε αίμα και σώμα Κυρίου… οι ποιητές όμως σοκολάτες. Όπως και να το κάνουμε είναι μετουσιωμένο, λιγότερο κανιβαλικό. Πόσο μάλλον όταν η Στέλλα Δούμου τρώει ποιήματα, όπως ακριβώς τη σοκολατένια πόρτα της. Το ποίημα λοιπόν ως σύμβολο μιας εσωτερικής ελευθερίας, το οποίο βεβαίως ξεχνάει ότι το έγραψε. Γιατί άραγε ; Από σεμνότητα, διότι το ποίημα είναι μονάχα η οδός προς μία εσωτερική κατάβαση και όχι προς μια εξωτερική και επιθετική, ανταγωνιστική σχέση με τον κόσμο, σχέση επιβολής ή, αν θέλετε, κοινωνικής καταξίωσης.
Πίνακας: Josua Flint
Ερμίνα Μαυρομιχάλη
Έσπασε τα δάχτυλά της σε γραφομηχανές, να γράφει έρωτες για να ποιηθούν. Κάποιοι, πολύ αργότερα, είπαν πως έγραψε ποιήματα για έρωτες… Ειδήμονες. Όλα τα κάνουν θέαμα.{νόθο παιδί της Ερμίνας ντ’ Επέστροφα και του Μικέλε-Μάουρο Εσκολάστικο,ναυτικού, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Πέθανε σε νεαρή ηλικία, όταν αποφάσισε πως ήταν μπάσταρδη κι αγράμματη για να την αγαπήσουν και να πλαγιάσουν μαζί της. Πριν πεθάνει, έμπηξε μέσα σε μια γραφομηχανή όσα γράμματα της ήρθαν στο μυαλό.}
Φωτογραφία: Francesco Viscuso
Αυτή ακριβώς η στάση διαπνέει ολόκληρη την ποίησή της, στις Χαμηλές Οκτάβες οι τόνοι είναι χαμηλοί, σε άλλες ποιητικές συλλογές γίνονται πιο έντονοι, κάπου περισσότερο προστακτικοί ή περισσότερο δυναμικοί και ορμητικοί κατά την κατασκευή του στίχου. Σε κάθε περίπτωση όμως, σε δεύτερο επίπεδο, γίνεται αντιληπτή αυτή η παιδική αθωότητα της θέασης του κόσμου, η οποία στο ένα μάτι επενδύεται με θάνατο, στον άλλο με έρωτα και στο μεσοδιάστημα αυτής της φονικής τραμπάλας τα πάντα εξορκίζονται με ένα εξωφρενικό και τολμηρό αναποδογύρισμα αυτής της πραγματικότητας από την κατασκευή εικόνων υψηλής αισθητικής και νοηματικής αξίας που εξισορροπούν το δυσβάσταχτο.
Και η Στέλλα Δούμου αυτήν την ισορροπία ανάμεσα στο αθέατο του τρομακτικού αλλά υπαρκτού ταυτόχρονα μας την μετουσιώνει ποιητικά αναβαθμίζοντας την τραγική ανθρώπινη μοίρα, φέρνοντάς την δηλαδή στο φως, διότι αυτό είναι το χρέος κάθε δημιουργήματος, μέσα από αποκαλυπτικές και ιδιαίτερες εικόνες που λειτουργούν διττά: τραβούν το πέπλο της φρίκης με λεπτότητα. Θα έλεγα λοιπόν ότι η ποίησή της είναι τραγικά όμορφη, όπως άλλωστε και η ίδια η ανθρώπινη φύση.
Αν δεν ματώσεις
Παραμερίζοντας τα εμβλήματα των κορυδαλλών ξεχνώντας κι αυτήν ακόμα την τάση του ουρανού να χωνεύει τ’ άστρα, αδειάζει όλα τα βύσσινα από τις πληγές σε χάρτινες ομπρέλες. Έτσι έκανε από πάντα. Κι έβαφε χείλη, νύχια κι αυτό το σκοτεινό φεγγάρι που έκρυβε ανάμεσα στα πόδια της. Δεν είναι που αφήνει πίσω της κλάσματα απ’ όσα δεν έζησε. Ούτε που τα φτερά την απέρριψαν. Είναι που τυφλή θα προκύπτει ολοένα λιγότερη κι ας τρίβεται επάνω στο καταπίστευμα αυγερινών κατοπτρισμών. Νύχτα με παρθενορραφή γλειμμένη με όλα τα χρώματα από σπινθηρίζουσες αυλαίες. Έτσι, για να φθίνει κι άλλο η όρασή της. Καταπίνει τώρα μικρά κουφέτα από σπασμένα γυαλιά κι ας την έλεγαν έξυπνη. «αν δεν ματώσεις τη γλώσσα, κορίτσι μου, κανείς δεν σε πιστεύει».
Πέραν τούτων, στην ποίησή της συνυπάρχουν αναπάντεχα περάσματα, απαλά και υπόγεια ρεύματα που εκτοξεύουν το ποίημα και όλο το νόημα του, που υποτίθεται πως κοιμάται, θα λέγαμε γλυκά, πίσω από την προσποιητή ρεαλιστική αθωότητα της περιγραφής.Τα ποιήματα της Στέλλας Δούμου προσποιούνται απουσία, υπάρχει ένα τάχα δεν… όπως κι εκείνο το νεκροζώντανο κορίτσι σ « τα μικρά ζαχαρωτά σπιτάκια», ένα είναι και ένα μη είναι. Αυτό το τάχα δεν… αφήνει χώρο στον αναγνώστη να τοποθετηθεί στο ποίημα, να ταυτιστεί και ο ίδιος ως μη γνώστης ή να αναπλάσει μέσα από αυτό μιαν άλλη δική του πραγματικότητα.
Πίνακας: Mark Ryden
Η Ταπισερί των Καταραμένων
Θέλω να σας μιλήσω για τ’ αγαπημένα μου χρώματα. Aυτά που έσταξαν από το αίμα του τελευταίου αηδονιού του Παραδείσου. Ήταν λιποτάκτης των ροδώνων, γι’ αυτό το κόκκινο που έτρεξε δεν ήταν ακανθώδες, ήταν εκλεπτυσμένο, μα άνευρο χωρίς την βαρύτητα του βελούδου. Είχε λιποτακτήσει κι από τον ουρανό, γι’ αυτό και τα κυανά το απαρνήθηκαν, κρύβοντας όλα τα υπεριώδη τους . Τόσο που ο ουρανός ξερνούσε αυλαίες από νόθο πράσινο που το ακολουθούσαν κι αψέντια στα νερά, σιγά σιγά το τρέλαναν. Μέχρι που σφάχτηκε από Έρωτα για τον Θεό των ανείπωτων χρωμάτων. .. Σφάχτηκε με το ράμφος του σε μια σπηλιά, στα βάθη της Κιργιζίας . Kι ήμουν ο μόνος μάρτυράς του. Μάζεψα το παράξενο αίμα του κι έβαψα τα μάτια μου. Από τότε, πίνω πολύ, κοιμάμαι λίγο και διαβάζω μόνο στον Κιργιζιανό κώδικα τυφλών.
Άλλωστε ένα καλό ποίημα οφείλει να είναι εν μέρει αποκαλυπτικό στις λεπτομέρειες αλλά πλήρες νοήματος στα υπόγεια ρεύματα που καθορίζουν και τη φύση του. Η ποίηση της Στέλλας Δούμου, σε ένα πρώτο επίπεδο, μας ξεγελάει, καθώς δίνει την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί αποκλειστικά εκείνα τα τερτίπια του ρεαλισμού. Δεν σταματάει όμως εκεί. Είναι μεγάλο προτέρημα το πέρασμα από το απτό καθημερινό πράγμα, που χρησιμεύει στην κατασκευή της εικόνας, στην ιδέα με τη χρήση της τολμηρής μεταφοράς, και στην αποκωδικοποίηση μέσα από μικρές αποφθεγματικές, θα λέγαμε, φράσεις. Είναι και δύσκολο εγχείρημα στο μικρό χώρο του ποιήματος. Ένα μικρό παραπάτημα μπορεί να καταλήξει σε μεγαλοστομία, παραλήρημα ή στυφή περιγραφή, διαλύοντας ολόκληρο το αρχιτεκτόνημα.
Είναι μεγάλο προτέρημα στη γραφή η έναρξη με τη χρήση των υλικών της απτής πραγματικότητας που πατούν στην εικόνα, για να φτιαχτεί ένας δεύτερος κόσμος, που δίνει την εντύπωση μιας σουρεαλιστικής επανεύρεσης με το πρωταρχικό του αντικείμενο ή μιας κατασκευής τοπίων που θυμίζουν αυτά του μαγικού ρεαλισμού. Τι κάνει ακριβώς η Στέλλα Δούμου; Tα πάντα, αλλά κυρίως προσλαμβάνει τον κόσμο εκστασιακά, ερωτικά και διά μέσου των αισθήσεων. Μπαίνει στα πράγματα, τα πράγματα είναι αυτή και αυτή είναι τα πράγματα.
Δεν διάλεξα, λοιπόν, τυχαία εκείνους τους στίχους με τα ζαχαρωτά σπιτάκια. Εκεί ξεκάθαρα δηλώνεται η ποιητική πρόθεση, ο τόπος από τον οποίο γράφει αλλά και ο τρόπος θέασης της ποίησης. Για να την παρακολουθήσει κανείς, έχει να αφεθεί στη ροή του λόγου και να γίνει αυτό που εκείνη προτείνει για τα πράγματα. Ο τρόπος αυτής της ποίησης ενατενίζει το άπειρο, το ανείπωτο, το αχανές. Ο τόπος της είναι άτοπος και ο χρόνος της άχρονος. Ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται ως έναυσμα ο μύθος, το παραμύθι, ένα γνωστό πρόσωπο από τον κόσμο του θεάματος, ένας πίνακας, το υλικό αυτό δεν γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με τον γνωστό τρόπο που η όποια παράδοση ή η όποια φήμη μας το παραδίδει. Γίνεται κάτι άλλο, μεταλλάσσεται, παραδίδεται καινούργιο, παίρνει διαφορετική διάσταση. Και αξίζει τον κόπο να το παρακολουθήσετε.
Πινόκιο
Γι’ αυτό η ποίηση της Στέλλας Δούμου είναι μεγάλη ποίηση, που θα αφήσει τους σπόρους της στα ελληνικά γράμματα. Το πότε θα αναγνωριστεί από το ευρύ κοινό είναι άγνωστο. Ο χρόνος θα τα αποκαλύψει όλα… Είναι ποίηση αληθινή, αυθεντική, σεμνή και ανθρώπινη. Και έντονα θηλυκή επίσης, υπό την έννοια εκείνης της συμπαντικής χοάνης όπου η γνώση, που έτσι κι αλλιώς είναι γένους θηλυκού, εκκολάπτει τη μία και μοναδική αλήθεια. Και η Στέλλα Δούμου είναι πραγματική γυναίκα.Ο πίνακας
Ποιήματα διάβασαν η ηθοποιός Μυρτώ Πισπινή, η Μαργαρίτα Βαμβακάρη και η Στέλλα Δούμου. Η Ιφιγένεια Σιαφάκα διάβασε τον Πινόκιο.
Στο πιάνο ήταν ο Θάνος Μαργέτης, ο οποίος συνόδευσε την ονειρική φωνή της Μαριτίνας Ταμπακοπούλου στα τραγούδια που πλαισιώνουν την ανάρτηση αυτή. Ιδιαίτερα θερμές ευχαριστίες στην Μαριτίνα Ταμπακοπούλου, η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά και μόνο σε μεγάλες σκηνές της Ελλάδας και του εξωτερικού, και η φιλία της οποίας τίμησε τη Στέλλα Δούμου και όλους εμάς που είχαμε τη μεγάλη τύχη να απολαύσουμε στο ΑΙΤΙΟΝ ένα πραγματικά τεράστιο ταλέντο με θεϊκή φωνή και ερμηνεία.
