.
Monthly Archives: December 2021
Καλλιόπη Αναστασάκη, Με πέδικλα
.
Τα παλιά τα χρόνια, άκουγαν παραμύθια και οι μεγάλοι. Ήταν Αύγουστος του 1932 όταν, πριν χρονίσει ακόμη, τη βούτηξαν στην κολυμπήθρα για να τη μερέψει ο Χριστός, και την είπαν Ουρανία. Δύσκολα χρόνια, αλλά η μάνα της, η Αναστασία, κέρασε λουκούμι και σπιτική λεμονάδα όλο το κάλεσμα, παρότι ήταν «κόρη» και όχι «παιδί». Η Αναστασία, κόρη της Βαγγελιώς, παπαδοπαίδι και εγγόνι παπά, έκανε συχνά του κεφαλιού της. «Βρε κοιτάξτε τη δουλειά σας, που θα μου πείτε εσείς τι θα κάνω. Τα ράσα θαρρείτε ότι κάνουν τον παπά;», έλεγε όταν τη ζόριζαν οι φαρμακόγλωσσες. Μούντζωνε προς τα πίσω, έφτυνε στον κόρφο της κι έπιανε και το βρακί της για το κακό το μάτι. Στο μωρό έδωσε το όνομα της πεθεράς της. Η Ουρανία μεγαλώνοντας έμοιαζε στη γιαγιά της και στο φέρσιμο και στην ομορφιά. Μεγάλωνε και ομόρφαινε τόσο, που η Αναστασία κάποιες φορές σκιαζόταν κι άλλες ζήλευε το ίδιο το παιδί της. Όλο «μη» και «όχι» ήταν, και τιμωρίες και χαστούκια που έτσουζαν τη μικρή Ουρανία. Τα πισινά του παιδιού ήταν σημαδεμένα από το βαρύ μητρικό χέρι. Η Ουρανία ήταν η «ζωηρή» της οικογένειας, σε αντίθεση με την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της, την Αφροδίτη. Το έβλεπες στα μάτια των αγοριών που την κρυφοκοιτάζανε από νωρίς. «Κακό πράγμα να ’σαι και όμορφη και ζωηρή. Κι αν είσαι κι έξυπνη, κούνια που σε κούναγε κακομοίρα μου», ήταν η επωδός της Αναστασίας. «Είναι δύσκολοι καιροί. Άμα σου βγει τ’ όνομα, δεν έχεις δρόμο να διαβείς», υποστήριζε η μικρομάνα της Ουρανίας. Όμως εκείνη μεγάλωνε κι έβαζε βαμβάκι στ’ αφτιά κι έκανε του κεφαλιού της. Πού την έχανες πού την έβρισκες ή να περπατά στις απόμερες αμμουδιές του νησιού και να την ψάχνουνε όταν σκοτείνιαζε ή χωνόταν στη μεγάλη βιβλιοθήκη του παπά-Χρήστου να χάνεται στις φυλλάδες και στα ιερά βιβλία του παππού της. Δεν θα ’χε περάσει τα πέντε της χρόνια κι όμως άφηνε παράμερα το παιδομάνι του σπιτιού για να κάμει τα δικά της.
Όταν επέστρεφε από τις ερημιές, για να γλιτώσει το ξύλο από τη μάνα της, τρύπωνε σ’ εκείνο το δωμάτιο που φάνταζε, στα παιδικά της μάτια, παραμυθένιο κι ας ήταν μια σοφίτα και τίποτα παραπάνω. Αυτό το στενό, ανήλιο δωμάτιο, αυτό που περίσσευε από τις ανάγκες της οικογένειας και που φιλοξενούσε τον πατέρα του σπιτιού, που ήταν και παπάς και αγρότης και δάσκαλος, ήταν το καταφύγιο της Ουρανίας. Ακούραστα συντρόφευε τις σκέψεις και τις ατέλειωτες ερωτήσεις της. Η Ουρανία λάτρευε τα βιβλία πριν καν μάθει να διαβάζει. Ξεφύλλιζε τις σελίδες τους με ευλάβεια κι έφτιαχνε τις δικές της ιστορίες με τους χάρτινους φίλους της. Όταν έμαθε να διαβάζει, συλλάβισε τ’ όνομά της σ’ ένα απ’ αυτά τα βιβλία και κράτησε τις σημειώσεις της σε δικό της τετράδιο, παριστάνοντας τη δασκάλα, την κυρία. Τα άλλα παιδιά δεν της έδιναν και τόση σημασία, όταν παίρνοντας εκείνο το ύφος μεγάλης, προσπαθούσε να τους εντυπωσιάσει και να τους πάρει τον «αέρα» στις παιδικές συντροφιές.
Κάποια μέρα, σε ένα από τα βιβλία του παππού της η μικρή βιβλιοφάγος διάβασε ότι η Ουρανία στη Μυθολογία ήταν κόρη του Δία και της Μνημοσύνης. Εντυπωσιάστηκε και μεγαλοπιάστηκε. Διάβασε την ιστορία, την οποία και θεώρησε από εκείνη τη στιγμή, δική της ενώ με ευκολία και χάρη συμπλήρωσε τα δικά της μυθοπλαστικά στοιχεία, παραλλάζοντάς την ελαφρά. Υποστήριξε ότι τάχα η Ουρανία ήταν και κόρη του Ουρανού και ότι αυτή η σπουδαία γυναίκα είχε δύο πατεράδες. Το γιατί η παιδική της σκέψη έφτασε εκεί, κανείς δεν το κατάλαβε. Διάβασε ότι η μυθική Ουρανία είχε δύο γιους, τον Υμέναιο, από τον άντρα της τον Διόνυσο, και τον Λίνο, από τον άλλο άντρα της, τον Απόλλωνα. Τα έμαθε απ’ έξω τα ονόματα των παιδιών και των αντρών, και της άρεσε που γνώρισε τη συνονόματή της να είναι παντρεμένη δύο φορές με δύο σπουδαίους άντρες. «Δύο φορές θα παντρευτώ κι εγώ», έλεγε σοβαρή στη μάνα της, κι η Αναστασία τη λοξοκοίταζε αυστηρά και της έδειχνε την παλάμη της ως απάντηση στα λεγόμενά της. Το σπίτι της μυθικής Ουρανίας ήτανε ολόκληρος ο Ουρανός κι ήξερε να μαντεύει το μέλλον και να ερμηνεύει το παρελθόν. Η μικρή Ουρανία όλα αυτά τα βρήκε στο βαρύ μαύρο βιβλίο που έγραφε απ’ έξω «Οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου», που ο παππούς ο Χρήστος το φύλαγε στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης του. Κι όπως τα έγραφε το βιβλίο, έτσι τα έμαθε και η Ουρανία, και τα έλεγε σαν ποίημα όταν τη ρωτούσαν για το όνομά της.
Καλλιόπη Αναστασάκη, Με πέδικλα, μυθιστόρημα, εκδόσεις γραφομηχανή, 2021
Artwork: Brad Kunkle
.
Σάμουελ Μπέκετ, Μακριά ένα πουλί
.
Γη σπαρμένη με ερείπια, εκείνος την περπάτησε όλη τη νύχτα, εγώ τα παράτησα, να κρατιέμαι σφιχτά απ’ τους φράχτες, ανάμεσα στο δρόμο και το χαντάκι, στο λιγοστό χορτάρι, μικρά αργά βήματα, ήχος κανείς, σταματώντας ξανά και ξανά, ας πούμε κάθε δέκα βήματα, μικρά διστακτικά βήματα, για να μη λαχανιάσει, έπειτα ν’ ακούσει, γη σπαρμένη με ερείπια, εγώ τα παράτησα πριν από τη γέννηση, δεν γίνεται αλλιώς, έπρεπε όμως να υπάρξει γέννηση, ήταν εκείνος, εγώ ήμουν εντός, τώρα εκείνος σταματά ξανά, ας πούμε για εκατοστή φορά αυτήν τη νύχτα, τούτο δείχνει και την απόσταση που έχει διανύσει, είναι η τελευταία, σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του, εγώ είμαι εντός, εκείνος ήταν που έκλαιγε γοερά, εκείνος που είδε το φως, εγώ δεν έκλαψα γοερά, εγώ δεν είδα το φως, το ένα πάνω στ’ άλλο τα χέρια ζυγιάζονται στο μπαστούνι, το κεφάλι ζυγιάζεται στα χέρια, έχει βρει ξανά την αναπνοή του, μπορεί ν’ ακούσει τώρα, ο κορμός οριζόντιος, τα πόδια ανοιχτά, πεσμένα στα γόνατα, το ίδιο παλιό παλτό, άκαμπτες οι άκρες προβάλλουν από πίσω, η μέρα χαράζει, δεν έχει παρά να σηκώσει τα μάτια του, να ανοίξει τα μάτια του, να σηκώσει τα μάτια του, γίνεται ένα με τον φράχτη, μακριά ένα πουλί, ένα λεπτό μετά γραπώνεται και το βάζει στα πόδια, ήταν εκείνος που είχε ζωή, εγώ δεν είχα ζωή, μια ζωή που δεν άξιζε, εξαιτίας μου, αδύνατο να είχα μυαλό κι εγώ έχω, κάποιος με μαντεύει, μας μαντεύει, εκεί κατέληξε εκείνος, κατέληξε στο τέλος, τον βλέπω με τον νου μου, εκεί να μας μαντεύει, χέρια και κεφάλι ένα μικρός σωρός, οι ώρες περνούν,
εκείνος είναι ακίνητος, αναζητά μια φωνή για μένα, είναι αδύνατο να είχα φωνή, και δεν έχω καμιά, θα βρει εκείνος για μένα, δεν θα μου ταιριάζει, θα εξυπηρετεί την ανάγκη, τη δική του ανάγκη, αλλά αρκετά γι’ αυτόν, εκείνη η εικόνα, ο μικρός σωρός από χέρια και κεφάλι, ο οριζόντιος κορμός, οι αγκώνες που προεξέχουν, τα μάτια κλειστά, και το πρόσωπο ανέκφραστο ν’ ακούει, τα μάτια κρυμμένα κι όλο το πρόσωπο κρυμμένο, εκείνη η εικόνα και τίποτ’ άλλο, να μην αλλάζει ποτέ, γη σπαρμένη με ερείπια, η νύχτα χάνεται, εκείνος το ’χει βάλει στα πόδια, θα οδηγηθεί στον θάνατο, εξαιτίας μου, θα τον ζήσω μαζί του, θα ζήσω τον θάνατό του, το τέλος της ζωής του κι έπειτα τον θάνατό του, βήμα βήμα, τώρα, πώς θα τα βγάλει πέρα, είναι αδύνατο να το γνωρίζω, θα το γνωρίζω, βήμα βήμα, είναι που θα πεθάνει, εγώ δεν θα πεθάνω, δεν θα απομείνει τίποτα από κείνον παρά μόνο κόκαλα, εγώ θα είμαι εντός, τίποτα παρά μόνο λίγα πετραδάκια, εγώ θα είμαι εντός, δεν γίνεται αλλιώς, γη σπαρμένη με ερείπια, εκείνος το ’βαλε στα πόδια μέσα από τον φράχτη, όχι άλλες στάσεις πια, δεν θα ξαναπεί ποτέ εγώ,
εξαιτίας μου, δεν θα μιλήσει σε κανέναν, κανείς δεν θα του μιλήσει, δεν θα μιλήσει στον εαυτό του, δεν έχει απομείνει τίποτα στο κεφάλι του, θα το γεμίζω εγώ με ό,τι χρειάζεται, ό,τι χρειάζεται για να τελειώνει, για να μη λέει πλέον εγώ, για να μην ανοίγει πλέον το στόμα, σύγχυση μνήμης και θρήνου, των αγαπημένων και της ανέφικτης νιότης, κρατώντας γερά το μπαστούνι στη μέση, σκοντάφτει σκυφτός πάνω απ’ τους αγρούς, για μια ζωή δική μου προσπάθησα, μάταια, ποτέ καμιά παρά μόνο η δική του, χωρίς να αξίζει τίποτα, εξαιτίας μου, εκείνος είπε ότι δεν ήταν ζωή, ήταν, ακόμα είναι, η ίδια, εγώ είμαι εντός, ο ίδιος, θα βάλω πρόσωπα στο κεφάλι του, ονόματα, τόπους, θα τα ανακατέψω όλα μαζί, όλα όσα χρειάζεται για να τελειώνει, φαντάσματα για να τους ξεφύγει, τελευταία φαντάσματα για να τους ξεφύγει και να τα καταδιώκει, θα μπερδέψει τη μητέρα του με πόρνες, τον πατέρα του μ’ έναν εργάτη δρόμων ονόματι Balfe, θα του δώσω ένα γέρικο κοπρόσκυλο, ένα ψωριάρικο κοπρόσκυλο, που να μπορεί να αγαπήσει ξανά, να χάσει ξανά, γη σπαρμένη με ερείπια, μικρά βήματα πανικού.
Τίτλος πρωτοτύπου: Samuel Beckett, «Αfar a bird» από το The complete short prose 1929-1989
Σάμουελ Μπέκετ, Μακριά ένα πουλί, από το βιβλίο, Κρατιέμαι σφιχτά απ’ τους φράχτες, 7 διηγήματα, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου, 2020
Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, Τα ορφανεμένα
.
Γελάς, λευκός αχός που φέγγει μέσα στο σκοτάδι,
και βρίσκω τόπο να σταθώ στα σκοτεινά του Άδη.
Πτώματα που ακούν φωνές και απόκριση δεν δίνουν
από τον πάτο έρχονται στα όνειρα και στήνουν
τα βράδια τους τα φωτεινά που ήταν ερωτευμένα
κι αφήνουν λίγο να τα δω που είναι ορφανεμένα.
Σοφία Βαρβέρη, Τα ορφανεμένα, από τη συλλογή Φαγώσιμα,
προσεχώς από τις εκδόσεις Έναστρον [2022]
Πίνακας: Antrew Wyeth
Βασίλης Λαλιώτης, Γαλάζια περίοδος
.
Οι άγγελοι εν τω μεταξύ ανεβάζουνε
ψυχές αθώων πιασμένες απ’ τους ώμους
μες σε γαλάζια φλόγα οξυγονοκόλλησης
και κάποτε με δάκρυα φίλων που σηκώνουν
νεκρούς αγαπημένους στον καθρέφτη τους.
Ενώ ποιητής είναι και συνεχίζει εκείνος που οι λέξεις του
αληθεύουν στο γαλάζιο της μάντρας των θυμάτων.
Βασίλης Λαλιώτης, από τη συλλογή Γαλάζια περίοδος, Ενδυμίων 2021
Πίνακας: Αndrew Wyeth
.
.
Κάθριν Μάνσφηλντ, Η υπηρέτρια
.
Έντεκα η ώρα. Χτύπημα στην πόρτα. …Ελπίζω να μη σας ενόχλησα κυρία. Δεν κοιμόσαστε, έτσι δεν είναι; Μα τώρα μόλις σέρβιρα το τσάι στην κυρά μου και περίσσεψε ένα φλυτζάνι τόσο ωραίο τσάι που σκέφτηκα , ίσως… Κάθε άλλο κυρία. Πάντα το τελευταίο που κάνω είναι να της ετοιμάσω ένα φλυτζάνι τσάι . Το πίνει στο κρεβάτι μετά την προσευχή για να ζεσταθεί. Βάζω το τσαγερό στη φωτιά κι όταν εκείνη γονατίζει του λέω: «Τώρα εσύ δε χρειάζεται να βιαστείς να πεις τη δική σου προσευχή». Μα αυτό πάντα βράζει προτού η κυρά μου φτάσει στα μισά. Βλέπετε, κυρία, γνωρίζουμε τόσο κόσμο και πρέπει να προσευχηθούμε για όλους. Η κυρά μου κρατά μια λίστα με ονόματα σ΄ ένα μικρό κόκκινο βιβλίο. Ω, Θεέ μου! Κάθε φορά που κάποιος καινούριος θα ’ρθει να μας δει, η κυρά μου μού λέει μετά: «Έλεν, δώσε μου το κόκκινο βιβλιαράκι», και εγώ τρελαίνομαι, πραγματικά. «Να, ακόμα ένας», σκέφτομαι, «που θα την κρατάει ξάγρυπνη βρέξει χιονίσει». Και δεν βάζει, ξέρετε κυρία, μαξιλάρι˙ γονατίζει πάνω στο σκληρό χαλί. Την ξέρω καλά και με εκνευρίζει πολύ που τη βλέπω έτσι. Προσπάθησα να τη ξεγελάσω˙ έβαλα χάμω το πουπουλένιο πάπλωμα. Την πρώτη όμως φορά που το έκανα – ω! μου ’ριξε ένα βλέμμα – σαν αγίας, κυρία. «Είχε ο Κύριός μας πουπουλένιο στρώμα, Έλεν;» είπε. Μα εγώ, που ήμουν νεότερη τότε, ένιωσα την ανάγκη να της πω: «Όχι, αλλά ο Κύριός μας δεν είχε την ηλικία σας και δεν ήξερε πώς είναι να έχει κανείς το λουμπάγκο σας». Χυδαίο, ε; Μα είναι τόσο καλή, ξέρετε, κυρία. Τώρα που την τακτοποίησα στο κρεβάτι και την είδα ξαπλωμένη με τα χέρια έξω απ’ το σεντόνι και το κεφάλι της στο μαξιλάρι –τόσο όμορφη– δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ: «Τώρα μοιάζεις σαν την αγαπημένη σου μητέρα όταν την ετοίμασα νεκρή».
.
.







