RSS

Monthly Archives: December 2017

Αimé Césaire, Ουρλιαχτά

.

Χαίρετε πουλιά που σχίζετε και διασκορπίζετε τον κύκλο των ερωδιών
και τη γονυκλισία του παραιτημένου κεφαλιού τους
μες σε μια θήκη απ’ άσπρο αφρό

Χαίρετε πουλιά π’ ανοίγετε με ραμφισμούς την αληθινή κοιλιά του έλους
και το στήθος του άρχοντα του ηλιογέρματος

Χαίρε κραυγή βραχνή
δαδί ρητίνης
όπου θολώνουνε τα χνάρια
των βρόχινων ψειρών και των άσπρων ποντικιών

Ουρλιάζοντας τρελά σας χαιρετώ με τα ουρλιαχτά μου πιο άσπρα κι απ’
το θάνατο

Θα’ ρθει ο καιρός μου που χαιρετώ
μέγας τεράστιος
απλός
που κάθε λέξη κάθε κίνηση θα λάμπει
πάνω στην όψη σου γίδας ξανθιάς
που βόσκει στον εξαγριωτικό κάδο του χεριού μου

Κι εκεί εκεί
καλή βδέλλα
εκεί του χρόνου η απαρχή
εκεί του χρόνου η λήξη

και τ’ ορθό μεγαλείο του πρωταρχικού ματιού

Μετάφραση: Nίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακας: Andrea-Kowch

 

 

Tags:

Malcolm de Chazal, Σκέψεις

ΣΚΕΨΕΙΣ

Η τρέλα ρίχνει όλα τα χαρακτηριστικά της όψης από τη μια πλευρά του προσώπου. Όλοι οι τρελοί έχουν ύφος μονόφθαλμου.

Τα μάτια που φαρδαίνουμε με μακιγιάζ φαρδαίνουν τους ώμους. Τα χείλη που φαρδαίνουμε κατά τον ίδιον τρόπο στενεύουν τους γοφούς.

Φυσικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος του προσώπου; Η μύτη και τ’ αυτιά.

Ψυχικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος του προσώπου; Τα μάτια και το στόμα.

Το κίτρινο είναι ο παγκόσμιος κορσές των χρωμάτων. Όταν η φύση θέλει να εμποδίσει ένα χρώμα να «ξεχειλίσει» το περισφίγγει με κίτρινο—πράγμα που μας εξηγεί γιατί οι άνθρωποι έχουν επιλέξει το κίτρινο, προτιμώντας το απ’ οποιοδήποτε άλλο χρώμα, ως σύμβολο της καραντίνας.

Το νερό είναι το ταμπούρλο του ανέμου.

Η αυτοκτονία είναι η αιμομιξία του εγώ.

Το νερό έχει χέρια, μπράτσα, αλλ’ όχι και καρπούς.

 

Το σεξ είναι ένας λαβύρινθος που κανείς δεν έχει ιδεί τον Μινώταυρό του. Αυτή η μάταιη αναζήτηση της ολοκληρωτικής σαρκικής ικανοποίησης στον έρωτα εξηγεί την παρουσία στα όνειρά μας κείνων των άγριων ταύρων που μας κυνηγούν δίχως ποτέ να μας φτάνουν—αντιστροφή ρόλων τόσο οικεία στα όνειρα.

Είναι πιο εύκολο να έχεις παρθένο γέλιο παρά παρθένο χαμόγελο, αφού το γέλιο είναι διανοητικό και το χαμόγελο σεξουαλικό.

Μελάνη της κόρης του ματιού, μελανοδοχείο της ίριδος, στυπόχαρτο του ασπραδιού, γραφείο του προσώπου, καρέκλα του στόματος, δωμάτιο του κορμιού, σπίτι της ψυχής. Η γραφή είναι μια ολική αντανάκλαση του ανθρώπινου όντος.

Ταραγμένα κύματα: το νερό έχει χάσει όλη τη σάρκα του, και δεν είναι πια παρά ένας σωρός από εξαγριωμένα κόκαλα, τένοντες και μύες. Καταρράχτης: τένοντες και μύες έχουν φύγει˙ το νερό εφ’ εξής δεν είναι παρά σκελετός που προσπαθεί ν’ αποδράσει μες από γυάλινο φέρετρο

Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακες: Anne Moore

 

Tags:

Mary Low, Η νύχτα είναι παντοτινή

V

Κι όμως θα μπορούσαμε να ‘χαμε ξαναζήσει
φτάνοντας μαζί τα στάδια
της αποσύνθεσής μας˙
προσφέροντας κι οι δυο στη γη
τα υπολείμματα του ιερού αλατιού μας
και το νερό που ευλογούσε τα κύτταρά μας˙
για να ξανάρθουμε την άνοιξη αναμεσίς στα ρόδα.
Μα συ άρχισες μοναχός την αλχημεία μας,
αφήνοντάς με έγκλειστη του αίματός μου,
αφήνοντάς με κοιμισμένη στο ίχνος του μάγουλού σου
ακόμη χλιαρό στο μαξιλάρι,
κι είναι κιόλας αργά

Ίσως σε μι’ άλλη διάσταση
—στερνή ελπίδα,
στερνή προσευχή,
στερνή κίνηση του πόθου που γονατίζει στο θάνατο—
θα ξαναϊδωθούμε πέρα απ’ όλα τα εμπόδια,
μες στο άγνωστο δίχως μορφή μήτε όνομα.
Θα το μπορούσαν θαρρείς τα σκορπισμένα μας άτομα;
Θ’ αναγνωρίζαν θαρρείς την αλλοτινή μας προέλευση;
Α, είμαι βέβαιη πως η ύλη θα έκραζε,
πως τα τυφλά κύτταρα θα φώτιζαν τ’ αστέρια,
πως ο χρόνος
πως ο χώρος
πως το άπειρο θα ηττούνταν από μας,
μες στη φωτιά των φωτιών μας,
από το φοίνικα των τεφρών μας!

Ω καρδιά κοιμισμένη, βουβή, γιομάτη χώμα,
πότε θα ζήσουμε
την επόμενη φορά;

Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακας: Albert Marquet

 

 

Tags:

Σταύρος Σταυρόπουλος, So long Marianne

XXVIII

Όλα μου τα ποιήματα
Είναι φτιαγμένα
Από την απουσία σου
Φοβάμαι να τινάξω τα φύλλα τους
Μην ξαφνικά εμφανιστείς
Και παγώσεις πάνω μου
Σαν εκτυφλωτικό χιόνι
Όλο τον υπόλοιπο κόσμο

Που έκρυψα στο ταβάνι μου
Για σένα

Πίνακας: Konstantin Kacev

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες

Αχ, όλα αυτά είναι μια γλυκιά ανάσα στη ζωή μας! Yποψιάζομαι βέβαια πως έχετε βρει τον τρόπο, επειδή για τίποτε δεν σας καίγεται καρφάκι, να αποκαλύπτεσθε άμεμπτος ως διευθυντής ταχυδρομείου παρά τις βλεμματικές σας ξιφασκίες. Επικαλείστε μια μικρή ποσότητα σαγήνης, που επιτείνει το πλάγιό σας βλέμμα, όταν το κρύβετε στον ανασηκωμένο γούνινο γιακά σας – θυμίζετε, λένε τα κουτσομπολιά, είτε πολιτικούς είτε χολιγουντιανούς αστέρες. Η Μάιρα Φέρλαντ, που έχει σχέση με μια κοντινή ξαδέλφη σας, επιβεβαιώνει μια φωτογραφία σας σε τρία τέταρτα, που, αν δεν ήταν βγαλμένη στο βουνό, θα λέγαμε ότι ήσαστε υποψήφιος βουλευτής. Τεντωμένος, αγέρωχος, μ’ ένα πικρό χαμόγελο ατένιζε το μέλλον ο Φρανκ Σλάις, είπε. Φορούσε ένα μπλέιζερ και είχε ένα μικρό σπυρί στο δεξιό του μάγουλο, σημάδι που τον έκανε ανθρώπινο και φυσικό. Να φανταστείτε ότι η Έρικα Λίβερσον βρίσκει πως μοιάζετε στον Ίλαϊ Γουάλας, στον άσχημο εκείνης της ταινίας σπαγγέτι με τον καλό και τον κακό.

Iφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες, μθστρ., Σμίλη 2017

Φωτό: Umberto Verdoliva

 

;

;

 

Σταύρος Σταυρόπουλος, So long, Μarianne

.

Σε παντρεύτηκα αργά σιωπηλά σωτήρια
Παντρεύτηκα τα οστά σου που έκαιγαν
Την κόλαση του μυαλού σου
Πήρα την οδύνη που έπεφτε απ’ το δέρμα σου
Σε μπάλες χιονιού
Και τη ζέστανα μαλακά
Με την ανάσα μου

Παντρεύτηκα τις ρωγμές των μελών σου
Την άνοιξη εκείνων των γενναίων μαλλιών
Το κίτρινο καμπαναριό της ψυχής
Που σιγούσε
Και την τρύπα που είχε ανοίξει ο χρόνος
Μέσα σου

Έφτασα αμίλητος έως τα νύχια
Τα άναψα
Και πέρασα εκεί
Στα μικρά σου χάλκινα δάχτυλα
Δύο εκκωφαντικές βέρες

Η μία έγραφε σήμερα
Η άλλη αύριο
Εσύ μου είπες ποτέ

Και κατάλαβα ότι ήταν για πάντα

Σταύρος Σταυρόπουλος, So long, Μarianne, Σμίλη 2017

Artwork: Isabelle Cochereau

.

 

 

Αναστασία Λιλή, Ανάμνηση

Μας κάλεσε στη γιορτή της η καινούργια συμμαθήτρια στην Α΄ Γυμνασίου. Της Παναγίας της Πορτοκαλούσας. Νεοκλασικό σπίτι, ψηλοτάβανο με πολλά φωτιστικά, ευρύχωρο με αέρα άλλης εποχής. Καθίσαμε γύρω, δεν θυμάμαι τίποτα σαφώς από τον χώρο, μόνο το τεράστιο χαλί. Ξαπλωμένο νωχελικά στη μέση της σάλας, μάλλον φλέρταρε τους κουραμπιέδες που μας κέρασαν, κι ο δικός μου υπέκυψε και διέσχισε λάγνα και με χάρη, αφήνοντας όλη την εξωτερική λευκή του γλύκα πάνω στην πολύχρωμη διαγώνια ραχοκοκαλιά του… Όσο ντράπηκα, άλλο τόσο γελάσαμε παρέα με τα άλλα κορίτσια. Προεόρτιος και φευγάτος ο κουραμπιές της Μαρίας, ακόμα με κάνει και χαμογελώ σαν περνώ από το πατρικό της.

Πίνακας: Daria Petrilli

 

Tags:

Kυριακή Αν. Λυμπέρη, Το βούτυρο

Τα υλικά απλωμένα στο τραπέζι. Οι κινήσεις μηχανικές. Για χάρη των παιδιών. Έρχονται Χριστούγεννα, θα τα περάσουν όλοι μαζί. Τα φρόντιζε η γιαγιά, μέχρι να νιώσει καλύτερα. Θυμάται τα ματάκια τους που έλαμπαν, καθώς έμπαινε στη σάλα κρατώντας την πιατέλα με τους κουραμπιέδες. Βέβαια τότε ήταν κι αυτός εκεί. «Πώς καταφέρνεις, αγάπη μου, να μας τυλίγεις στην άχνη σου!» Αλλά πλέον, όταν τον βλέπει, «θα σε πονέσω», λέει, «όπως με πόνεσες εσύ, θα σε σκοτώσω, θα σε… ». Όμως ο κούκος του ρολογιού που λαλεί, διαλύει ξαφνικά τα φαντάσματα και τότε βουλιάζει η γροθιά της στο βούτυρο.

Πίνακας: Afarin Sajedi

 

Tags:

Ασημίνα Λαμπράκου, Όποτε

«Ο Δεκέμβρης είναι μήνας των επιστροφών»,  έλεγε. « Ποιος μπαίνει σ’ αυτόν δίχως μνήμες;» ρωτούσε αμέσως. Γι αυτό δεν μπορούσε ποτέ να φτιάξει κουραμπιέδες. Γιατί, μόλις  που τέλειωνε η ερώτηση, υψώνοντας το χέρι να μετρήσει αν ήταν έτοιμη η ζύμη να ξεκινήσει το πλάσιμο, τα υλικά όλα έπαιρναν πίσω το δρόμο των δαχτύλων κι έπιαναν μυαλό, καρδιά, χολή, όλα, γεμίζοντάς την. Ζύμη αφράτη γινόταν η ίδια έτσι, κι έτσι την έβρισκαν οι άνθρωποι και την έπλαθαν στα σχήματά τους. Μονάχα τα νύχια των χεριών άφηναν άθικτα. Ίδια αμύγδαλα. Με μια μικρή κάμπια από ροδόνερο χλωμή να την βρίσκει άνοιξη, όποτε.

Artwork:Jamie Baldridge

 

 

Tags:

Έλσα Χώνια (9 ετών), Το μικρό ξωτικό

Λάμπουν τ’ άστρα μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ο Άγιος Βασίλης φορτώνει τα τελευταία δώρα στο έλκηθρό του. 3,2,1 έφυγε, πάει να παραδώσει τα δώρα! Φυσικά, έχει προετοιμαστεί να γεμίσει και το στομάχι του με γάλα και κουραμπιέδες μοσχομύριστους, που θα αφήσουν οι μικροί φίλοι του για να τον ευχαριστήσουν. Πρώτη στάση, στο σπίτι του μικρού Μάριου. Οι λιχουδιές τον περιμένουν δίπλα στο τζάκι. Μα ποιος έφαγε τον κουραμπιέ μου;; Το μικρό ξωτικό, ο βοηθός του, ίσα που πρόλαβε να σκουπίσει την άχνη από τα χείλη του. Αχ, σκέτη γλύκα αυτή η σκανταλιά !

 Πίνακας: Romualdas Petrauskas

 

Tags: