.
Διψώ σαν το ποτάμι που στέρεψε.
Πέτρες αμετακίνητες ανάμεσα στα πόδια τα χέρια σου,
φράζουν την πηγή που ζητάω.
Ύπουλος, προσπαθώ να τα τραβήξω χρησιμοποιώντας αστεία,
ή ορμητικός άλλοτε, ακριβώς σαν το ποτάμι που κάποτε ήμουν.
Γελάς. Δύο ποτήρια που σπάζουν
σε ερημική παραλία τα γέλια σου.
Ύστερα πια θυμώνεις.
Μια ντουφεκιά πέρα μακριά στα χωράφια,
Πέφτει με πάταγο η φωνή σου.
Αν είχα πεθάνει, δεν θα με είχες γνωρίσει.
Αν δεν είχες ξεχάσει τα σπίρτα σου εκείνο το απόγευμα
στο σταθμό ή στο τραίνο, επίσης δεν θα με είχες γνωρίσει.
Και αν δεν είχες φύγει από το σπίτι μας στη συνέχεια,
για πάντα εκείνο το βράδυ,
φορώντας βιαστικά χωρίς εσώρουχα το φουστάνι,
δεν θα ήμουν τώρα ο άνεμος που από ζήλεια γκρεμίζει.
Έτσι είναι λοιπόν οι άντρες. Άλλος βουνό κι άλλος μαχαίρι.
Κι όλα εδώ τελειώνουν.
Και τα απρόοπτα είναι για να γίνονται.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Η μνήμη παλιώνει, από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί, Ποιήματα 1968-2010, Εκδόσεις Κέδρος, 2014
Πίνακας: Rafał Olbiński
vequinox
27/02/2016 at 01:15
Reblogged this on Manolis.