.
Βασανισμένα κόκκαλα οι αγρότες
τσίπουρο πίνουν και φαρμάκια
οι ροζιασμένες τους καρδιές∙
σκληρότερες απ’ το υνί σκίζουν το χρόνο
όπως σε κέρματα ο ιδρώτας πέφτει
στο τρύπιο στήθος χάνεται.
Ώρες βαθειές
μ’ ένα αλεξίπτωτο η σιωπή
καθώς τα δέντρα
σηκώνανε τα χέρια ως την απελπισία.
Μάτια φεγγάρια ραγισμένα
ρίξαν φωτιά στους δρόμους
οι κοπέλλες διώχνουνε τ’ αναστεναγμού το σκοτεινό πουλί.
.
.
Και ’γω που καίω τις συμφορές στην πίπα μου
κοιτάζω
ρέμα γαλάζιο στους καπνούς
ψηλά ν’ ανηφορίζει
όπως ενώνονται οι καημοί σ’ ένα συλλαλητήριο
όπως πηγάζουν τα όνειρα
από τα βάθη του κορμιού και χύνονται προς τ’ άστρα.
Κοιτάζω
και στα μάτια μου ένα μαγνάδι ρίγος πέφτει ο ουρανός.
Κάτω από τα μαύρα χώματα κλώθει η σπορά το φως.
Κωστής Παπακόγκος, Νύχτα της Θεσσαλίας, σελ. 15 (Σταγόνες) από τη συλλογή Νότος (μ’ ένα γράμμα του Ν. Δ. Καρούζου), Αθήνα 1966, Όνειρος.
Πίνακας: Vincent Van Gogh