RSS

Daily Archives: 25/04/2014

Πόλυ Χατζημανωλάκη, Γραφή και Ράμμα

Oι βασιλοπούλες έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στα ραφτόπουλα, έλεγε ο παππούς του Γιωργή, ο αρχιμάστορας των αφηγήσεων, εκείνος που γύρισε όλον τον κόσμο μέσα σε ένα και μοναδικό ταξίδι, τις διηγήσεις της μάμμης του. Του αφηγούνταν όταν του μάθαινε να πλέκει. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις έγινε.

Leigh KitchingΣτις βασιλοπούλες λοιπόν αρέσει να τ’ ακούν να τραγουδούν την ώρα που τους ράβουν τα φορέματα. Τα κάλλη, η ομορφιά της κοπέλας τρυπώνουν την ώρα που το πανί διπλώνει, στις βελονιές, στα κεντίδια και στις πτυχές του φορέματος, όταν κόβεται και ράβεται για να πάρει το σχήμα του σώματος. Το χρυσάφι και το μαργαριτάρι, το πλούμισμα φωτίζουν ακόμα περισσότερο τα θέλγητρά της, όταν το ρούχο είναι τραγουδισμένο.

Γι’ αυτό όλες οι βασιλοπούλες είναι όμορφες.

Ο μικρός Γιωργής σκεφτόταν πότε θά ’ρθει η σειρά του να πει το κόκκινη κλωστή δεμένη, και να γράψει κι αυτός την ιστορία της βασιλοπούλας που θα τον καλούσε δίχως ραφή και ράμμα.

Πίνακες: Leigh Kitching

Πόλυ Χατζημανωλάκη, Γραφή και Ράμμα, σελ. 50, από τη συλλογή Το Αλφαβητάρι των Πουλιών, Εκδόσεις Εύμαρος 2014

,

,

 

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, H κλεψιά

Στη βρύση ήταν μαζεμένα τα παλληκάρια του χωριού. Ξεχώριζαν ο Αρμένης, γεροδεμένος επιστάτης, στο εργοστάσιο δούλευε. Ήταν και ο Αλέκος ο Σπάργιας, δυο μέτρα άντρας.
«Μπαξίσι, μπαξίσι!» φώναξαν όλα τα παλληκάρια.
Ο γαμπρός αιφνιδιάστηκε. Δεν ήταν δυνατόν να φύγει νύφη από το χωριό χωρίς μπαξίσι. Έπεσαν όμως σε σφιχτό γαμπρό και σέρτικο. Αρβανίτης, όνομα και πράμα. Όσο ήταν νοικοκυραίοι άλλο τόσο σφιχτοί ήταν.
«Δεν έχει μπαξίσι», είπε ο γαμπρός, και τράβηξε το γκέμι για να φύγει.
Οι νέοι μπήκαν μπροστά στο άλογο. Είχε μαζευτεί κόσμος. Οι ντόπιοι, γνωρίζοντας το έθιμο, πήγαν για τις διαπραγματεύσεις. Ο γαμπρός κρατούσε απάντηση το καμουτσίκι. Σφύριξε το καμουτσίκι, και έπεσε στη πλάτη του αλόγου. Χλιμίντρισε και σηκώθηκε στα δύο πόδια. Τα παλληκάρια το κρατούσαν γερά. Το καμουτσίκι ξανασηκώθηκε και αυλάκωσε το πρόσωπο του Αλέκου. Κατά λάθος, επίτηδες, δεν ξέρω, αλλά ο Αλέκος σκούπιζε το αίμα που ανάβλυζε από το πρόσωπο. Με ένα σάλτο ανέβηκε στο κάρο και κατέβασε τον γαμπρό. (Γάμος)

Το γλέντι και το κέφι αμείωτο. Ο Χατζής ήθελε να κάνει πρόποση. Έκανε να σηκωθεί, μα παραπάτησε. Το κρασί χύθηκε όλο στο γαμπριάτικο κουστούμι.
«Πρόσεχε, ρε μπατζανάκ, το γαμπριάτικο κουστούμι… αν δε μπορείς, να μη πίνεις». Ο Χατζής σηκώθηκε αμίλητος και προχώρησε προς το καφενείο.
«Έλα, βρε Χατζή, μη θυμώνεις!»
«Άσ’ τον να ξεθυμάνει, θα ξανάρθει!», φώναξε ο γαμπρός.
Σε λίγο η Αναστασία φώναξε «φωτιά, φωτιά!». Μπροστά από το καφενείο έβγαινε καπνός και ακουγόταν φασαρία. Έτρεξαν όλοι και βρέθηκαν σε ένα περίεργο θέαμα. Ο Χατζής είχε φύγει σιωπηλός, άνοιξε το καφενείο του, πήρε ένα πετόνι πετρέλαιο και βγήκε. Άνοιξε το γραμμόφωνο και έβαλε το τραγούδι «νε ολούρ». Το άνοιξε, τέρμα στο καλντερίμι στη παλιά βρύση, έβγαλε το καινούργιο του σακάκι, έβγαλε το παντελόνι του, έμεινε με το κοντοβράκι, έριξε απάνω πετρέλαιο και τα’ βαλε φωτιά. Οι φλόγες ξεπήδησαν και καπνός γέμισε τη γειτονιά. Κι αυτός μερακλωμένος, πειραγμένος, με το κοντοβράκι, έβαλε το «νε ολούρ» και χόρευε γύρω γύρω από το καμένο του κοστούμι. (Μετά τον γάμο)

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, «H κλεψιά», Διηγήματα, σελ. 19, σελ. 24, αποσπάσματα από τα διηγήματα Γάμος και Μετά τον γάμο,  Εκδόσεις Θερμαϊκός, 2014

.

GAMOS 5

.

.