Δεν είχε γλιτωμό κι αποσταμό αληθινά ποτέ της, αφού οι πεθαμένοι της επέστρεφαν συχνά και την ταράζανε. Ακόμα κι ο ύπνος δεν ήταν καταφυγή για κείνην. Κι αν ένιωθε στο ξύπνιο τα άλλοτε τη μυρωδιά τους κι άλλοτε το βλέμμα τους κι αν στιγμές τρόμαζε από μιαν αίσθηση φευγαλέα κάποιου χαδιού, ενός αγγίγματος ανεπαίσθητου από το πουθενά κι αν άκουγε μέσα στην ησυχία να ψιθυρίζουν τ’ όνομά της κι αν ήταν έτσι οι μέρες της φοβισμένες μ’ αιφνίδια ενοχλήματα από τον κόσμο των πνευμάτων, όταν έκλεινε τα μάτια της έρχονταν τότε απροειδοποίητα σαν ζωντανοί οι νεκροί γονείς της κι άλλοτε ο αδερφός της σαν αληθινός κι όχι σαν πλάσμα ονείρου.
Τους έβλεπε ότι γύριζαν λες κι ήταν ο θάνατός τους μια δύσκολη αρρώστια που πέρασε πια και περπατούσαν πάλι όπως παλιά στο σπίτι, τριγύριζαν στα δωμάτιά τους, με σάρκα και οστά ξανά ενδεδυμένοι. Καθόταν ο πατέρας της αποστεωμένος στην κεφαλή του τραπεζιού, μάσαγε αργά αργά λίγο φαγάκι και κοίταγε την κόρη του με λυπημένα μάτια. Ο αδερφός της ένιβε από τα χώματα της ταφής το νιο του πρόσωπο κι απ’ το τρεχούμενο νερό έπινε κι έσβηνε τη δίψα που τον στέγνωνε για χρόνια. Κι η μάνα της συνήθως ερχόταν κι αναπαυόταν στη θέση που αγάπαγε κι έπιανε ν’ αποσώνει ένα εργόχειρο.
Κι απ’ όσα κληρονόμησε πολλά τα ξεπούλησε. Στην αρχή από τ’ αντικείμενα όσα της φορτώνονταν δεμένα με τις μνήμες τους κι έπειτα τα καμπίσια κτήματά τους. Τα ξεφορτώθηκε ασυλλόγιστα λες και της έφταιγαν αυτά, λες κι ήταν δικό τους βάρος κι όχι των θανάτων πάνω στο στήθος της και στη ζωή της. Κάποια πράγματα τα χάρισε, τα πιο πολλά όμως τα πούλησε όσο όσο σε πονηρούς παλαιοπώλες, ανθρώπους που μυρίζονται το θάνατο κι όμοια με όρνια μαζεύονται τριγύρω. Κειμήλια προγονικά, το αυτοκίνητο του αδερφού της πρώτα κι έπειτα τα ρούχα του, την ακριβή τους τραπεζαρία, από την προίκα της δυο σεντούκια γεμάτα υφάσματα και κεντίδια, όλα μεταξωτά και λινά, το μεγάλο μπρούντζινο φωτιστικό που δεν έλαμψε ποτέ σε γιορτή παρά μονάχα σε κηδείες. Κι έτσι από τη μια μέρα στην άλλη άδειασε σχεδόν το σπίτι από την ψυχή του και ντύθηκε το νοσηρό, το νοερό και το προσωρινό η καθημερινότητά τους.
.
.
Απόσταζαν το λοιπόν οι μέρες τούτης της δύσκολης ζωής στο δοχείο της ψυχής της, μα ήτανε και το σώμα της, κι ας το ’χε αποτάξει. Όταν υπερτερούσε η όρεξη της σάρκας κι όταν τράβαγε από μόνο του κατά τη γυναικεία φύση του, εκείνη δεν είχε εξουσία πάνω του καμιά κι ούτε μπόραγε να τ’ αγνοήσει. Είναι ασύμβατος ο πυρετός της σάρκας με την αναπηρία της ψυχής. Κι είναι ανεξέλεγκτες οι ορμόνες που ορίζουν τις πράξεις του σώματος, όμοιες σε κάθε σώμα, όταν παραδέρνει ακυβέρνητο δίχως τη δύναμη της ψυχής του μες στην αντάρα, μες στην ασχήμια και την ομορφιά των ζωικών του ορμών. Κι η Ερημιά ποτέ της δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε τούτον τον κανόνα.
Άφηνε συχνά στην άκρη την άρνηση της ψυχής της, δίχως δύναμη ν’ αντιταχθεί και δίχως καθόλου αιδώ, για χάρη του κορμιού της, Ξάπλωνε γυμνή, άνοιγε τα πόδια της και χαϊδευόταν. Άναβε, κοντανάσαινε και στέναζε μόνη της με τα δικά της χάδια μέχρι που σπάραζε σύγκορμη κι ύστερα, όταν χανόταν τούτη η σύντομη χαρά, αντί να γαληνέψει, γέμιζε τύψεις, ντροπή και αηδία και γύριζε γρήγορα στην άγρια πραγματικότητά της. Κι όταν κάποτε βαριόταν τον εαυτό της και για καιρό ο κορεσμός την κράταγε σε αποχή ακόμα κι αυτό το λίγο, τότε έρχονταν στον ύπνο της φανταστικοί άντρες, τη βίαζαν, έπεφτε εκείνη πάνω τους και τους απομυζούσε. Άλλοτε πάλι η έλλειψη ζάλιζε το μυαλό της, χαλούσε το στομάχι της, μα λάβδανο δεν τη γιάτρευε. Έκλαιγε πολλές φορές κι αλάφρωμα δεν είχε. Πλενόταν αδιάλειπτα μήπως καταλαγιάσει το καύμα του κόλπου της κι όχι σπάνια λιποθυμούσε μες στο άδειο σπίτι. Πιο κοντά στους πεθαμένους απ’ ό,τι στους ανθρώπους, συζούσε φιλιωμένη με τα φαντάσματα και τις σκιές κι ούτε να το διανοηθεί πως θα μπορούσε να βρεθεί με αληθινό άντρα. Είχε σφηνωθεί μες στο μυαλό της πως μόλις τολμούσε να βάλει κάποιον άλλο εκτός από το θάνατο στο πλευρό της, ο θάνατος θα τη ζήλευε και θα της τον έπαιρνε από κοντά της. Με τέτοια ζωή έφτασε στα σαράντα, τα πάτησε και την πάτησαν βαριά κι εκείνα. Ώσπου μια μέρα σκίρτησε μέσα της απρόσμενα το ακίνητο, ορθώθηκε ανήμερο θηρίο ο έρωτας κι έφεξε στη μεγάλη της νύχτα το φως του άντρα που, σαν να ήτανε γραφτό, βρέθηκε εμπρός της. Ήρθε την ίδια ώρα που εκείνη ήταν πια έρμαιο των παθών της και δεν είχε άλλη επιλογή εκτός από το να παραδώσει δίχως όρους τη δύσθυμη ψυχή της στην εξουσία του έρωτα και στη δύναμη του κορμιού της.
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ερώτων και αοράτων, σελ. 26-30, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2007