RSS

Monthly Archives: November 2013

Image

Ολβία Παπαηλίου, Sodade

tomasz alen kopera paintings13

H νοσταλγία γι’ αυτό που είναι, για κείνο που δεν έγινε: για έναν τόπο μες στο χρόνο, και τους ανθρώπους που τον κατοικούσανε — το χρόνο, που σα σπίτι άνοιγε τα πορτοπαράθυρα, σα μάνα που ’χε ανοιχτή την αγκαλιά του. Πράσινες οι εκτάσεις των υγρών βοσκοτοπιών, ήτανε κάποτε ο οίκος μου — και άλλοτε η άμμος κι η αλμύρα. Κι αυτά που αγάπησα, σχοίνα και πικροδάφνες (τις διπλές), πιο πριν γαρδένιες, γιασεμιά: και τη γαζία κάποιου τραγουδιού τη γνώρισα μιμόζα στις Μυκήνες. Τις πιο ωραίες αγκαλιές που αξιώθηκα, του γέλιου και του πόθου και της τρυφερής στοργής, της πιο παιχνιδιασμένης ειρωνείας.  Όλα μου τα βιβλία, που με βελούδινες σελίδες μου ματώνανε τις άκρες των δαχτύλων. Τις γνωριμίες με πνεύματα ζωντανά, ανθρώπων πεθαμένων. Αυτά που θα μπορούσαν να υπάρχουν, μα δεν έγιναν. Κι αυτά που γίναν, γιατί δε γινότανε αλλιώς. Όλα τα χρώματα, τις αποχρώσεις άχραντου μυστηρίου του γκρίζου: της σχολικής της φούστας και της καταιγίδας που πλησίαζε, και το λιωμένο το ατσάλι του νερού τριών φραγμάτων στην κατηφοριά του Bradfield.

.

.

Όλες μου οι Σοδάδες, ένα λιοπύρι που φαντάστηκα να σκαπανεύει την ψυχή, ώρες που είχα σαν ενθυμηθεί  — τις ξένες αναμνήσεις: Πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές — η μοναχή καλόγρια κεντιέται από αγάπη. «Να θυμάσαι χωρίς πίκρα, να λατρεύεις δίχως πόνο, και όταν ερωτεύεσαι να λείπει η παραπανίσια η χαρά». Ανάμεσα στις προσευχές βρίσκεται και η φώτιση, ο δρόμος της καμήλας. Μηδέν Άγαν. Κι αν την παρατηρήσετε, εκεί που καθαρίζει την αυλή απ’ τα πεσμένα φύλλα — πώς τρίβει λίγη αρμπαρόριζα (να μυριστεί, μην άνθισε χαμένη). Πώς ξεχωρίζει μια λεκάνη όσπρια, εδώ καρποί, εκεί μαυρομικρές πετρούλες. Οι Σοδάδες, μηχανισμός άρνησης του θανάτου: θα σ’ αγαπώ σα να ’σαι πεθαμένος — έτσι δε σε χάνω.

Tomasz Alen Kopera 5

Θα σ’ αγαπώ χωρίς να ντροπευτώ τη θλίψη — και στους αιώνες πάντα θ’ ανασταίνεσαι. Θα σ’ αγαπώ όταν δεν σ’ αγαπώ, και όποτε μ’ αφήσεις, γιατί δε διάλεξα ποτέ μου να σε βρω ή να σε χάσω, ήσουνα ο μονόδρομος που θα με πήγαινε σ’ όλους τους προορισμούς, βασιλική μου οδός η Via Negativa. Με τέτοιες σκέψεις και σχεδόν διαλογισμούς, πώς σούρνονται τα γκρίζα της τα ράσα εργασίας στα πατώματα της πέτρας — σα σοβαρή και μετρημένη μαγειρεύει, παίζει τη μητέρα, τη νοικοκυρά. Τι κι αν το βράδυ, οι φακές, οι θρεπτικές του σιδήρου — απ’ τους καημούς της θα μπορούσανε να φαρμακώσουνε το τάγμα; Μα το καλοκρυμμένο, μιθριδατικό τους μυστικό — ετούτες οι Πορτογαλίδες μοναχές έχουν εμβαπτιστεί μες στις Σοδάδες, της ξενιτειάς, της λησμονιάς, της πίκρας, της ορφάνιας — τις έχουνε καρφιτσωμένες σαν παράσημα ανδρείας, νοσταλγές ανδρειωμένες του υπαρκτού και του ανύπαρκτου και κείνου που ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρξει, ως και του παντελώς αδύνατου — της Via Negativa: Στην Κβαντοφυσική, στο Σουρεαλιστικό Μυστικισμό, στη Μεταφυσική — ζωή απεριόριστη: πες ότι σ’ έζησα. Σαν την αυγή της μέρας, σαν τον ανοιγμένο ουρανό — και σαν Ανάληψη.

Tomasz Alen Kopera

Ολβία Παπαηλίου, Μόνιμο ύδωρ∙ ζωντανό νερό (Aqua permanens) σελ. 194-195, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2013

Από τις σημειώσεις του βιβλίου, σελ. 230 (αποσπασματικά και περιληπτικά)

Sodade: πορτογαλική λέξη. Αίσθηση βαθιά βιωμένης μελαγχολίας και νοσταλγίας για κάτι πολύτιμο που έχει χαθεί ή κάποιον πολυαγαπημένο που απουσιάζει. Επίσης η Sodade μπορεί να αφορά σε κάτι που έχει ήδη χαθεί ή περάσει ή σε πράγματα που πρόκειται μελλοντικά να περάσουν και να χαθούν. Είναι ένα είδος μελλοντικής νοσταλγίας που βιώνεται πριν από το γεγονός.

Via Negativa: Όρος της αρνητικής ή αποφατικής θεολογίας (παράδειγμα θεωρίας της Αρνητικής Οδού εκφράζεται στη διδασκαλία του θεολόγου του 9ου αι. Johannes Scotus Eriugena)

Πορτογαλίδες μοναχές: Eπιστολές που αποδίδονται στην Φραγκισκανή μοναχή Μαριάνα Αλκοφοράντο, 1628-1685 (Γράμματα μιας Πορτογαλίδας μοναχής), γνώρισαν τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, με αποτέλεσμα η λ. portugaise (Πορτογαλίδα), να γίνει ταυτόσημη με το «παθιασμένη ερωτική επιστολή»

Tomasz Alen Koperaj12

Πίνακες: Tomasz Αlen Kopera

 

 

 

 
Image

Αντώνης Φωστιέρης Κατοικίδιο δάσος

 

.

Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος
Αυτά τα έπιπλα που ακούτε ν’ ανασαίνουν
Φυλάνε ακόμα ενστικτώδη φτερωτά
Μες στα φυλλώματα. Κι αν τρίζουνε
Κάθε που μπαίνει νέος επισκέπτης
Θα ’ναι που νιώθουνε κρυμμένο το τσεκούρι
Να τροχίζεται. Σε ανώδυνο χαμόγελο
Αβροφροσύνης τούτη τη φορά.
Τις νύχτες αλαφιάζονται
Και το χοντρό τους νύχι από ρίζα
Χώνεται
Στο βράχο του τσιμέντου. Οι κλώνοι τους
Ρημάζουν τα ταβάνια – να οι ρωγμές
Του ξύλου που μουγκρίζει. Αφήστε τα∙
Κι αν το τικ τακ του σκουληκιού υποδύεται
Το χτύπο της καρδιάς τους
Αυτά ονειρεύονται το ηρωικό λαμπάδιασμα
Να ’ρθει επιτέλους να χωρίσει πνεύμα
Από κορμί
– Λάμψη και κάρβουνο.

Αντώνης Φωστιέρης, από τη συλλογή το Θα και το να του θανάτου, 1987

Artwork: Richard Tuschman

 

Tags:

Image

Έφη Γιαννοπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης: Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: H ανάδειξη μιας λογοτεχνικής «φουρνιάς» (2o μέρος)

Έφη Γιαννοπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης: Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: H ανάδειξη μιας λογοτεχνικής «φουρνιάς» (2o μέρος)

Στη δεκαετία του 1990 αλλά και του 2000 νέα λογοτεχνικά περιοδικά αναδεικνύουν και καθιερώνουν μια γενιά πεζογράφων δίνοντας έμφαση σε κριτήρια όπως η νεότητα, η εμπορική επιτυχία και η αδιαμεσολάβητη αφήγηση της σύγχρονης πραγματικότητας. Οι εκπρόσωποί της κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο μέχρι σήμερα υπό την ιδιότητα του συγγραφέα.

Tο Μάιο του 2004, το περιοδικό να ένα μήλο, το οποίο διηύθυνε η δημοσιογράφος Λώρη Κέζα, διοργάνωσε στην Πάρο, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Διήγηση, μια διήμερη συνάντηση συγγραφέων με θέμα συζήτησης την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, το μυθιστόρημα του Τζ. Κούτσι, βραβευμένου την προηγούμενη χρονιά με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στη συζήτηση, η οποία έγινε στο «Σπίτι της λογοτεχνίας», τον ξενώνα φιλοξενίας μεταφραστών και λογοτεχνών που ίδρυσαν από κοινού το ΕΚΕΜΕΛ και ο τότε δήμαρχος Πάρου Γιάννης Ραγκούσης, συμμετείχε «ο ανθός της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας», σύμφωνα με τον Πέτρο Τατσόπουλο, που είχε καλύψει το θέμα για λογαριασμό των Νέων. Η συζήτηση εκείνη και το άρθρο του Τατσόπουλου είναι από πολλές απόψεις αξιομνημόνευτα. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα από τις εκδόσεις Διήγηση σε μετάφραση του ίδιου του εκδότη. Ήταν μια από τις πιο κωμικά κακές μεταφράσεις των τελευταίων ετώνapple («ο κύβος του Ρουβίκωνα» έγραφε ο μεταφραστής, αποδίδοντας τον κύβο του Ρούμπικ, σε ένα από τα δεκάδες παραδείγματα μεταφραστικής αστοχίας) και αργότερα αναθεωρήθηκε ριζικά. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είναι ένα λόγιο και δύσκολο μυθιστόρημα, γεμάτο ενδολογοτεχνικές αναφορές και παραπομπές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Το λογοτεχνικό επίτευγμα του Κούτσι είναι ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να συγκροτήσει μυθοπλασία μέσα από έναν απόλυτα επιστημονικό δοκιμιακό λόγο για το κακό, την ενοχή, το χρόνο, το γήρας, την ίδια τη γραφή. Με το λογοτεχνικό αυτό σχέδιο ωστόσο δεν συμφώνησαν οι περισσότεροι από τους λογοτέχνες της Πάρου. «Είναι ένα βιβλίο αυτοαναφορικό, ένα παιχνίδι του Κούτσι με τη δική του περσόνα. Είναι εχθρικός προς τον αναγνώστη ο χωρισμός σε τόσο μεγάλα κεφάλαια» επισήμαινε ο Αύγουστος Κορτώ. «Στο βιβλίο επικρατούν συντριπτικά οι σελίδες στοχασμού επί των αφηγηματικών, των σελίδων δράσης», τόνιζε ο Χρήστος Χωμενίδης. Η Ελένη Ζαχαριάδου πάλι πίστευε, επικρίνοντας τον Κούτσι, πως «εάν ήταν όλοι οι ήρωές μου κακοί, μπορεί όντως να ασκούσα ολέθρια επίδραση στον αναγνώστη». Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως η αντιπαραβολή των λογοτεχνικών μεθόδων των ελλήνων πεζογράφων από τη μια και του Κούτσι από την άλλη είναι σχετικά ασύμμετρη. Εντούτοις, οι απόψεις τους για την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, όπως τις μετέφερε και τις σχολίασε ο Π. Τατσόπουλος, είναι ενδεικτικές μιας λογοτεχνικής στάσης, την οποία στο προηγούμενο τεύχος του UNFOLLOW αποκαλέσαμε ηθογραφική, ισχυριζόμενοι πως συνδέεται δομικά με την οξύτητα και την ηθικολογία που χαρακτηρίζει τον σημερινό δημόσιο πολιτικό λόγο των ίδιων λογοτεχνών. Πρόκειται για μια αδυναμία επαναπλαισίωσης, ένα συστατικό αντιδιανοουμενισμό, που αρνείται στο έργο τέχνης τη δυνατότητα να ορίσει εκείνο τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής του. Υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να είναι επιτυχημένο, ευανάγνωστο από το ευρύτερο δυνατό κοινό, καταξιωμένο από συστήματα πολιτικής, οικονομικής, ηθικής κυριαρχίας. apples-

Παραδόξως, η συνάντηση δεν άφησε κανένα ίχνος στο περιοδικό που τη διοργάνωσε ή μάλλον άφησε ένα ελάχιστο: ο Κώστας Κατσουλάρης, συνεργάτης τόσο του μήλου όσο και των εκδόσεων Διήγηση, σε ένα κείμενο με τίτλο «Πατροκτόνοι χωρίς πατέρα» κατηγόρησε τη νέα λογοτεχνική γενιά για απουσία θεωρητικής συγκρότησης και επισήμανε τον κίνδυνο να μείνει ορφανή χωρίς να αναζητήσει ποτέ τον πατέρα της, παραθέτοντας μάλιστα τέτοιους δυνητικούς αλλά και ματαιωμένους λογοτεχνικούς Λαΐους, από τον Σαίξπηρ ως τον Προυστ και βέβαια τον ίδιο τον Κούτσι. Προφανώς η συνάντηση είχε διαψεύσει τις προσδοκίες των διοργανωτών της και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήταν ήδη συνεργάτες του περιοδικού δεν άφηνε περιθώρια για σαφέστερες αναφορές. Σε κάθε περίπτωση το να ένα μήλο ήταν ένα περιοδικό που αποτύπωσε και συνόψισε τα χαρακτηριστικά της αστικής αυτής ηθογραφίας, αν και βέβαια στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν και συγγραφείς εντελώς διαφορετικής πνοής και προσανατολισμού όπως ο Χ. Χρυσόπουλος, ο Β. Χατζηγιαννίδης, ο Χ. Αστερίου ή ο Ν. Βλαντής: απουσία κριτικού και δοκιμιακού λόγου, προσήλωση σε μια κατά το μάλλον ή ήττον γραμμική εξιστόρηση με έμφαση στην περιπέτεια, την παραδοξολογία και την ανατροπή, υποτυπώδης ιστορικός και πολιτικός στοχασμός. Τα σημειώματα εξάλλου της εκδότριας δείχνουν με διάφορους τρόπους τη γενική αυτή ιδέα για τη λογοτεχνία που υπηρετούσε το περιοδικό. Ένα κείμενο π.χ. της Άντζελας Δημητρακάκη για το βραζιλιάνικο μοντερνιστικό «μανιφέστο της ανθρωποφαγίας» δημοσιεύεται με την έμμεση προειδοποίηση στο εκδοτικό σημείωμα: «Αν κάποιο μελέτημα με τις [4!] υποσημειώσεις του φαίνεται βαρύ…». Σε επίπεδο ορολογίας, το περιοδικό εγκαταλείπει (και μάλλον σωστά) τον όρο «γενιά» για να τον αντικαταστήσει με τη «φουρνιά», η «κριτική» γίνεται «άποψη» ή «εντυπώσεις», τα κείμενα δηλώνονται συχνά με όρους όπως «ιστορία», «περιπέτεια», «αληθογράφημα». Η απουσία κριτικών σημειωμάτων σε κάποιο τεύχος προαναγγέλλεται από τη Λώρη Κέζα με τη φράση «τα ξίφη μπήκαν στις θήκες». apples 4Νόμιμη, προφανώς, η ρήξη με την παραδοσιακή ορολογία της θεωρίας της λογοτεχνίας ενισχύει την άποψη ωστόσο ότι η ομάδα του περιοδικού θεωρεί τη λογοτεχνία κατά κύριο λόγο ως αδιαμεσολάβητη αφήγηση της πραγματικότητας και την κριτική ως προσωπική αντιπαράθεση. Το να ένα μήλο στην ουσία θέλησε να γίνει το λογοτεχνικό περιοδικό μιας ιδεολογικής και γραμματολογικής θέσης που αρνήθηκε τη λογοτεχνικότητα στη λογοτεχνία. Ίσως γι’ αυτό η έκδοσή του να μην άφησε κάποιο ανεξίτηλο στίγμα. Μια δεκαετία ωστόσο νωρίτερα, ένα άλλο περιοδικό, τα Ρεύματα, επιτελεί μια λειτουργία αντίστοιχη με το να ένα μήλο. Στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1996, δημοσιεύει το αποτέλεσμα μιας έρευνας για τους «καλύτερους νέους έλληνες συγγραφείς». Στο εξώφυλλο ο χάρτης της Ελλάδας, η ελληνική σημαία και μια νεαρή κραδαίνουσα πένα αντί λόγχης. Οι επτά καλύτεροι νέοι συγγραφείς αναδεικνύονται με ψηφοφορία μεταξύ 50 ομοτέχνων τους που έχουν εκδώσει τουλάχιστον ένα βιβλίο και που το 1996 δεν έχουν ξεπεράσει το 40ό έτος της ηλικίας τους. Ευτράπελη συνέπεια, ο Σωτήρης Δημητρίου, συγγραφέας μιας ποιητικής συλλογής και μιας συλλογής διηγημάτων, καλείται ως μέλος της κριτικής επιτροπής να αξιολογήσει συγγραφείς μόλις ένα ως τρία χρόνια νεότερούς του και με πολύ μεγαλύτερο συγγραφικό έργο. Οι επτά νικητές είναι οι: Α. Ασωνίτης, Θ. Γρηγοριάδης, Β. Ραπτόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Σ. Τριανταφύλλου, Μ. Φάις και Χ. Χωμενίδης.

Ο Ντίνος Σιώτης, εκδότης του περιοδικού, προτείνει στον αναγνώστη να κρατήσει το τεύχος και να το ανοίξει το 2011 για να διαπιστώσει κατά πόσον δικαιώθηκε η εν λόγω έρευνα. Τα σημειώματά μας, με ένα χρόνο καθυστέρηση, επιχειρούν να απαντήσουν κατά κάποιον τρόπο σ’ αυτό το ερώτημα. Όχι εάν οι εν λόγω συγγραφείς δικαίωσαν την έρευνα, αλλά ποια λογοτεχνία κυριάρχησε κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα.apple 6 Γιατί στην πραγματικότητα, εάν εξαιρέσουμε ορισμένους θύλακες, ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις λογοτεχνών ή παρέες γύρω από έντυπα και άλλους πόλους συγκρότησης, η λογοτεχνία που κυριάρχησε, η λογοτεχνία που «εκπροσώπησε» τη λογοτεχνία σε πεδία εκτός του λογοτεχνικού, στις τηλεοπτικές συζητήσεις αίφνης, στις στήλες των freepress, στα καλοκαιρινά αφιερώματα των εντύπων και στις δεξιώσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, υπηρέτησε έναν συγκεκριμένο αναπαραστατικό τρόπο: γραμμικό, εχθρικό προς τον αναστοχασμό για τη γραφή, καχύποπτο προς τις ανθρωπιστικές και τις μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές, αδύναμο να αρθρώσει μια αφηγηματική ή κοινωνική πολυφωνία. Κατορθώνοντας ωστόσο να διεκδικήσει και να κατοχυρώσει μια προνομιακή θέση στον δημόσιο λόγο: δεν είναι συμπτωματικό βέβαια που οι συγγραφείς οι οποίοι σήμερα μιλούν από την αναγνωρίσιμη θέση του συγγραφέα είναι όσοι ανήκουν σε αυτό τον αναπαραστατικό τρόπο. Οι υπόλοιποι είναι εγκλωβισμένοι σε μια αμήχανη απεύθυνση εντός ενός οικείου και ασφαλούς πεδίου. Είναι από την άλλη σαφές πλέον πως μια νέα γενιά λογοτεχνών έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της, μια γενιά που βρίσκεται από πολλές απόψεις στον αντίποδα της προηγούμενης. Με δεδηλωμένη πρόθεση ανάμιξης των ειδών, με κλίση προς την αφαίρεση παρά προς την αφήγηση, με οξύ πολιτικό και υπαρξιακό λόγο, με αναζήτηση της αναγνώρισης εντός του καλλιτεχνικού πεδίου και απαξίωσης των παραδοσιακών μέσων φαίνεται να διαθέτει εργαλεία καταλληλότερα για τη διαχείριση και τη διατύπωση της σημερινής συγκυρίας.

To κείμενο δημοσιεύτηκε στο Unfollow 13

http://unfollow.com.gr/index.php/home/item/160-unfollow-13.html

http://rednotebook.gr/details.php?id=8597

Το 1ο μέρος εδώ

Έφη Γιαννοπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης, (1o άρθρο) Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: από την ηθογραφία στην ηθικολογία (Περιοδικό Unfollow)

.

.

 

 

 
Image

Νίκος Α. Κοκάντζης, Τζιοκόντα

joanna chrobak

Είχε μιαν ακόρεστη ανάγκη να παίρνει και να δίνει, με σώμα και μυαλό, έλιωνε ολόκληρη μένοντας ακατανίκητη αθώα. Όταν φτάναμε, σχεδόν τρέχοντας, λαχανιασμένοι, τη γωνιά μας ή το δέντρο μας, ή χανόμασταν μέσα στην καλύβα και στεριώναμε την πόρτα με μια σανίδα που είχαμε βρει ώστε να μην μπορεί να την ανοίξει κανείς εύκολα στα ξαφνικά, άρπαζε το κεφάλι μου με τα χέρια της και τα στόματά μας ψάχνανε άγρια να βρούνε το ένα το άλλο, τα σώματά μας πιεζόντανε από τη μέση και κάτω, μικρά λάγνα κουνήματα που μας κάνανε να νιώθουμε λιποθυμία. Κι ύστερα απότομα, σχεδόν επιθετικά, αρχίζαμε να ψάχνουμε ο ένας τον άλλον, της σήκωνα το φουστάνι με ανυπάκουο χέρι, εκείνη μου ξεκούμπωνε το παντελόνι, καμιά φορά σπάζοντας και κανένα κουμπί πάνω στη βία της. Αυτή η πρώτη μας επαφή σχεδόν πάντα τέλειωνε για μένα πριν καλά καλά προλάβει να ελευθερώσει το κορμί μου από τα ρούχα μου. Μου ήτανε αρκετό να καταλάβω το χέρι της να γλιστράει προς τα κει για να εκμηδενιστώ ολόκληρος. Είχε παραδεχτεί πολύ κεφάτα αυτή την κατάσταση και με πείραζε κιόλας. Όμως αμέσως μετά από μένα ήτανε η δική της σειρά κι αυτό ήτανε και για μένα σημαντικό, ανάγκη μου έντονη να αισθανθώ τη χαρά της να συνεχίζει και να συμπληρώνει τη δική μου.

.

joanna chrobak

.

Κι έτσι, μόλις ησύχαζα για λίγες στιγμές (τις μοναδικές εκείνες στιγμές που ακολουθούνε το τελείωμα, όταν η δύναμή μου είχε χυθεί από μέσα μου και ήμουνα σαν ένα μικρό παιδί κι εκείνη μπορούσε να μου κάνει οτιδήποτε, ακόμη και να με σκοτώσει κι εγώ να το δεχτώ χωρίς αντίσταση καμιά, κι όμως το μόνο που έκανε, μ’ εκείνη την ενστικτώδη γυναικεία σοφία της, ήτανε να μου κρατάει το κεφάλι και να το χαϊδεύει, φιλώντας με στο λαιμό στα μάγουλα στο μέτωπο και: «έλα, αγάπη μου, έλα να, καλά, αγάπη μου, σ’ αγαπώ» φιλώντας με, χαϊδεύοντας το κεφάλι μου, τρυφερά και γλυκά, κι οι σπασμοί μου αραιώνανε και χαλάρωνα κι αφηνόμουνα στη δύναμή της και την προστασία της), μόλις συνερχόμουνα και ξανάνιωθα άντρας κι έτοιμος να της δώσω αυτό που τώρα εκείνη περίμενε δικαιωματικά από μένα, την πίεζα επάνω μου με πια προστατευτική κατακτητικότητα που την καταλάβαινε αμέσως, ήξερε το νόημά της κι έτσι ανταποκρινότανε αμέσως, με πρόθυμη ετοιμότητα, αυτή τώρα το παιδί στα χέρια μου και η γυναίκα και η ερωμένη, αναλωμένη αναλωμένη από την ίδια της την αγάπη. (…)

Joanna Chrobak 47Yπήρχανε στιγμές που (όπως κρυβόμασταν μέσα στην καλύβα ή ακουμπούσαμε στο μεγάλο δέντρο ή καθόμασταν στο τοιχάκι, ακούγοντας την ουρά του σκύλου μας να χτυπάει ή τη θάλασσα ή τον άνεμο, με το φουστανάκι της σηκωμένο και το κορμί μου σφηνωμένο ανάμεσα στους μηρούς της ή κρατημένο από τα χέρια της που είχανε αποχτήσει πια μια ιδιαίτερη πείρα πώς να το χαϊδεύουνε, τα στόματά μας άγρια κολλημένα μαζί, οι γλώσσες μας να παλεύουνε η μια με την άλλη, τα δάχτυλά μου να την εξερευνούνε κάτω από το ρούχο της, οι δυο μας σχεδόν κανιβαλικοί μες στην αναλωτική μας επιθυμία του ενός για τον άλλο, τρέμοντας, λαχανιάζοντας, ώσπου ερχότανε το τέλος για δεύτερη και τρίτη φορά, κοινό πια και ταυτόχρονο και για τους δυο μας, μια παραφροσύνη μοιρασμένης χαράς, η τελική επικοινωνία, η ίδια η ουσία του σώματός μας) αισθανόμουνα τα φυσικά όρια του εαυτού μου να διαλύονται και να ξαπλώνονται και να την περιτυλίγουνε, να την αφομοιώνουνε όπως η αμοιβάδα την τροφή της, να την παίρνω τελείως μέσα μου, να την κάνω ένα με μένα— κι έτσι οριστικά κι ανέκκλητα δική μου. Καμιά φορά φοβούμαι μήπως κάποτε έρθει η ώρα που το μυαλό μου θ’ αρχίσει να ξεχνάει τις λεπτομέρειες. Με τρομάζει απέραντα αυτή η σκέψη. Θέλω να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου το καθετί που συνέβηκε ανάμεσά μας, κάθε παραμικρή στιγμή  — κάθε φορά που μου ’πε «σ’ αγαπώ», κάθε φορά που μ’ άγγιξε μ’ εκείνον τον τρόπο που μόνο εκείνη, από το ένστικτό της, ήξερε. Να θυμούμαι όχι μόνο όσα ειπωθήκανε μα κι όλες τις σιωπές μας. Οι άνθρωποι πεθαίνουνε μόνο όταν τους ξεχάσουμε. Αυτή πρέπει να μείνει ζωντανή όσο ζω κι εγώ — και πέρα από μένα. Ζωντανή έτσι όπως τη γνώρισα καθώς άνθισε κάτω από τα μάτια μου, τα χέρια μου, τα φιλιά μου.

.

Νίκος Α. Κοκάντζης, Τζιοκόντα, σελ. 64-67 (αποσπασματικά), Εκδόσεις Κέδρος, 1996

.

Πίνακες: Joanna Chrobak

.

.

.

.

Σημείωση: O Νίκος Κοκάντζης ανήκει στην κατηγορία των «συγγραφέων του ενός βιβλίου». Η ιστορία του είναι αυτοβιογραφική, πράγμα που δηλώνεται  και εξαρχής στο βιβλίο. Αλλά τι κι αν έγραψε μόνον αυτό; H Tζιοκόντα κατείχε και θα κατέχει υψηλή θέση στην ελληνική λογοτεχνία. Ένα βιβλίο κι ένας συγγραφέας του ενός βιβλίου, κάποτε, βαραίνουν πολύ περισσότερο στις συνειδήσεις, από «βιβλία» πολυγραφότατων «συγγραφέων» παρόμοιων ερωτικών ιστοριών ή ιστορίων που εννοείται ότι ανιχνεύουν το ερωτικό και σεξουαλικό κομμάτι, οι οποίοι δεν καταφέρνουν, ωστόσο, να μας πείσουν ούτε για το ταλέντο τους ούτε για την «αγαθότητα» της γραφής τους. KokantzisΟ Κοκάντζης έχει το πλεονέκτημα να είναι άκρως ερωτικός με αισθητική, χωρίς να γίνεται χυδαίος ή πορνογράφος, διότι υπήρξε έντιμος πρωτίστως απέναντι σε ό, τι ένιωσε, στον τρόπο που το επεξεργάστηκε ύστερα από 30 χρόνια, και παντελώς αδιάφορος επιπλέον στο να αγγίξει μία «πιασάρικη ιστορία», για να δρέψει τις γελοίες δάφνες της εμπορικότητας. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις  στην Ελλάδα που ένα βιβλίο κάνει εκδόσεις, γιατί απλώς είναι έντιμο, αυθεντικό και αληθινό, και όχι απλώς πραγματικό. Το σώμα για τον Κοκάντζη είναι ιερό σε όλες τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις του. Δεν είναι ασφαλώς Εμπειρίκος, για να βάζει στο παιχνίδι μια γλώσσα που διαρρηγνύει τους παρθενικούς υμένες της λαλιάς και να ανυψώνει με υπερρεαλιστικά σχήματα το ρεαλισμό της ανθρώπινης ψυχής.Έχει όμως το σπάνιο ταλέντο να διηγείται ισορροπημένα σε φόρμα και περιεχόμενο μιαν ιστορία. Από την άλλη έχει την ευγένεια της ψυχής, τη γνώση (ψυχίατρος γαρ) το ήθος κι εκείνες τις αξίες,  για να γνωρίζει τα όρια και τις ισορροπίες ανάμεσα στην πορνογραφία, στο καλοφτιαγμένο ερωτογράφημα και στην ερωτική ιστορία. Δεν είναι μονοδιάστατος, ερμηνεύει τον έρωτα, αιτιολογεί τις συγγραφικές του επιλογές, αγγίζοντας με αισθητική και αμεσότητα τις πιο λεπτές χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Το ήθος και η αισθητική στη γραφή του αντικατοπτρίζει και το ήθος του γράφοντος, και  μάλιστα όταν αφενός η σεξουαλικότητα δεν συνιστά συνειδητά ή ασυνείδητα ταμπού στο σύστημα αξιών και αφετέρου δεν προσπαθεί κανείς να διαρρήξει ανοιχτές θύρες με χοντροκομμένες, ωμές και αντιαισθητικές περιγραφές και αποφάνσεις του δρόμου, οι οποίες επιπλέον δεν στηρίζονται και δεν υποστηρίζονται από κανένα γνωσιολογικό υπόβαθρο.

.

Τhessaloniki,

.

Η εμπειρία ή η παρατήρηση από μόνη της και κάποτε η προσπάθεια αντιγραφής άλλων ικανών και ταλαντούχων συγγραφέων δεν είναι ικανά να δώσουν λογοτεχνία.  Η Τζιοκόντα, κατά την άποψή μου, για όλους τους παραπάνω λόγους συνιστά υπόδειγμα και ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους που φιλοξενεί η ελληνική λογοτεχνία. Εάν δεν είσαι Εμπειρίκος, τουλάχιστον πρέπει να έχεις την ευαισθησία, την αισθητική και την πέννα του Κοκάντζη, για να κάνεις λογοτεχνία και όχι «εξυπνακίστικες» προσεγγίσεις αγγίζοντας τα σεξουαλικά όργανα των ηρώων σου.

.

.

 

 

Tags:

Image

Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη Χίμαιρα

Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη Χίμαιρα

Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τ’ αγιάζι σιγοπνέει μέσα στην κάμαρα, φτάνει αδύναμο ως το κρεβάτι και δροσίζει τ΄ ολόγυμνο κορμί της. Ανακουφίστηκε, την έπιασε κάτι σαν αποκάρωμα∙ κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν ήταν ύπνος αυτός. Ήταν μια κακή νάρκη, ένα λάφιασμα. Κάθε τόσο τα όνειρα την ανατάραζαν, τη στριφογύριζαν στο κρεβάτι με μοχθηρία, ώσπου το κορμί της κουράστηκε να παλεύει με τους ίσκιους. Απόμεινε μπρουμυτισμένη. Ο νυχτερινός αγέρας γίνηκε χίλια χέρια, μύρια πονηρά δάχτυλα που τη χάιδευαν στο ριζάφτι, στο μάκρος της ραχοκοκαλιάς, με περίτεχνα παιχνιδίσματα, να χαλαρώσουν το σφίξιμο των μερών της. Αυτό της άρεσε. Χαμογέλασε, μες στον ύπνο της∙ και χάθηκε σ’ ένα γκρεμό, σ’ ένα πέσιμο απέραντο, ιλιγγιακό. Στο βάθος του γκρεμού ήταν ένας άντρας. Δεν τον είδε∙ δεν πρόφτασε να τον δει. Ώσπου να γυρίσει, αυτός είχε κιόλας έρθει από πίσω της∙ την άρπαξε στα δυνατά της χέρια, κόλλησε το κορμί του στο κορμί της και την έσφιξε τόσο, που η ανάσα της κόπηκε σε λόξυγκα ηδονής.

Sonia Marialuce Possentini 59 Είδε κι άλλα όνειρα, πολλά, ανακατωμένα και παράλογα. Μόλις τα ’βλεπε, αμέσως τα ξεχνούσε. Περνούσαν, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μια ανόητη κι ανιαρή κινηματογραφική ταινία, που δεν εντυπώνει την παραμικρή εικόνα στη μνήμη. Μα κάθε τόσο ο άντρας του γκρεμού ξαναγύριζε. Πεταγόταν αναπάντεχα, τη στιγμή που ούτε υποψιαζόταν την παρουσία του. Ερχόταν πάντοτε από πίσω της, μουλωχτός και θεληματικός, για να την αγκαλιάσει με δύναμη κυρίαρχη και να τη ρίξει σ’ ηδονική εξουθένωση. Αυτό γίνηκε πολλές φορές, αμέτρητες, κι ολοένα μέσα στον ακαθόριστο συρφετό των ονειρικών εικόνων. Ήρθε όμως η στιγμή που όλος αυτός ο μπερδεμένος όγκος των ονείρων άρχισε να παίρνει μορφή πιο συγκεκριμένη.

Βρισκόταν, λέει, κάτω στο λιμάνι. Είναι νύχτα, φυσάει νοτιάς χλιαρός, ψιλοβρέχει. Στέκεται, λέει, στον ντόκο και κοιτάζει ένα βαπόρι, που σιγολικνίζεται πάνω στα θολά νερά. Είν’ ένα βαπόρι σκοτεινό κι ακαθόριστο, κάτι σα θεριό κόσμου φανταστικού, με φτερούγες αναδιπλωμένες και ράμφος γρυπό. Ουρλιάζει, λέει, τα βαπόρι, σαν να του ξερίζωναν τα σπλάχνα. Πάνω στη γέφυρα ο Μηνάς στέκεται ακίνητος, στητός, με θειαφένια μορφή και μάτια θολά∙ μάτια από γυαλί άψυχο, που δεν κοιτούν πουθενά. Sonia MariaLuce Possentini 30Τα μακριά κέρινα δάχτυλά του είναι γαντζωμένα στην κουπαστή. Είναι αλύγιστα, κοκαλωμένα, σαν δάχτυλα ανθρώπου που πριν ξεψυχήσει αρπάζεται απ’ τα ξέφτια της ζωής του κόσμου τούτου. Η Μαρίνα απλώνει τα χέρια προς τον Μηνά. « Mη φύγεις! Μη φύγεις!» θέλει να του πει. Μα όσο κι αν προσπαθεί, φωνή δεν βγαίνει από το στόμα της. (…) Στέκεται, κοιτάζει ολόγυρα∙ και βλέπει την Αννούλα να βρίσκεται πλάι της. Φοράει το γαλάζιο φορεματάκι με τ’ ασημένια φτερά, το καπέλο με το χρυσό ράμφος. Είναι μια μικρή Χίμαιρα, που χαμογελάει βαριεστημένα. Και να, η μικρή Χίμαιρα προχωρεί στην άκρη της προκυμαίας∙ να, μ’ ένα ελαφρό πήδημα πέφτει στο νερό. «Αννούλα! Παιδί μου! Θα πνιγείς! » θέλει να φωνάξει. Θέλει, μα δεν μπορεί. Θέλει να τρέξει, να σώσει την κόρη της. Θέλει, μα δεν μπορεί. Η φωνή της είναι παγωμένη, τα πόδια της μαρμαρωμένα. Αλλά για ποιο λόγο να τρέξει; H Αννούλα έπεσε στη θάλασσα δίχως να βουλιάξει. Περπατάει πάνω στο νερό, όπως θα περπατούσε πάνω στο χώμα.

.

Μ. Καραγάτσης,  Η μεγάλη Χίμαιρα, σελ. 284-286 (αποσπασματικά), Εκδόσεις της Εστίας, 33η έκδοση, 2004

.

.

Πίνακες : Sonia Marialuce Possentini

 

Tags:

Image

Kωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, Η συνάντηση

desert

Χωμένος στο βαθύ πανωφόρι του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και τα πόδια κολλημένα στο ύψος  των γονάτων ο Ιωσήφ Κρέιν υποκρίνεται πως κοιτά έξω απ’ το παράθυρο. «Είναι όπως η έρημος», σκέφτεται, και η εικόνα στο μυαλό του έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την οργιώδη βλάστηση του αρχαίου δάσους που διανύουν, όλα είναι όπως η έρημος με τους αμέτρητους αεικίνητους αμμόλοφούς της, που στα μάτια του αδαή περιηγητή μοιάζουν όμοιοι και νεκροί. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα αφελής ή ανόητος για να το πιστέψει, και ο ίδιος υπήρξε δέσμιος αυτών των δύο κακών για μεγάλο χρονικό διάστημα — μεγαλύτερο απ’ αυτό των περισσότερων ανθρώπων που είχε συναντήσει. DESERT 4bgΣήμερα, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα γνωρίζει το μυστικό της ερήμου. Δεν είναι ο πανόπτης άνεμος που χρησιμοποιεί τους αμμόλοφους για να κάνει αισθητό το θρίαμβό του, για να πλανέψει το μυαλό και να το αναγκάσει να υποταχθεί στο κενό της ανυπαρξίας ή στη ματαιότητα των ψευδαισθήσεων, αλλά είναι οι αμμόλοφοι εκείνοι που τον χρησιμοποιούν για την ατέρμονη μετακίνησή τους, τη συνεχή έκταση του βασιλείου τους, την επίτευξη του στόχου τους, την απόκρυψη κάθε ίχνους ζωής. Οι περισσότεροι αναζητούν στην άβυσσο του ωκεανού τα μυστικά της μητρικής δύναμης αυτού του κόσμου. Άλλοι στέκουν άφωνοι στην καταστροφική βουή του ανεμοστρόβιλου, μερικοί αρκούνται στις βίαιες μεταμορφώσεις των ποταμών λάβας που ξερνά η γη από τα έγκατά της και κάποιοι ευφάνταστοι κοιτούν πάνω ψηλά από τον ουρανό στους σιωπηλούς πλανήτες. Πόσο φρικτά αστοχούν. Γι’ αυτόν υπάρχει μόνον η έρημος. Η μόνη πραγματική δύναμη αυτού του κόσμου κρύβεται κάτω από το ξανθό δέρμα της. Εκεί που ο ωκεανός επιστρατεύει το γιγάντιο κύμα ή το ύπουλο ρεύμα, η έρημος σιωπά και περιμένει. Εκμεταλλεύεται την ορμή του ανεμοστρόβιλου και έπειτα τον ειρωνεύεται, γιατί αυτό που καταφέρνει εκείνος περιστασιακά εκείνη το έκανε από πάντα. Το πλήθος των κυττάρων της περιγελά τον αριθμό των άστρων και των πλανητών που διακόπτουν τη σκοτεινιά του βραδινού ουρανού. Οι ασύλληπτες για κάθε νου αποστάσεις που μας χωρίζουν από εκείνους τους άγνωστους τόπους χάνουν το νόημά τους απέναντι στην τερατώδη απόσταση μεταξύ δύο κόκκων άμμου που βρίσκονται στα άκρα του δικού της σύμπαντος.DESERT 3 Η απεραντοσύνη της, αρχέγονη, αυτόνομη, σχεδόν μαγική, περικλείει με σοφία κάθε τμήμα της σαν ευγενικός δεσπότης τους υπηκόους του. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο, τόσο παράλογα διασπαρμένο που να συναντήσει ένα τόσο συμπαγές και ανίκητο σύνολο και αυτή είναι η απόδειξη της μεγαλοφυΐας της. Αόριστη, ανάγλυφη, σκληρή, απρόβλεπτη, μυστηριώδης, διάφανη, φωτεινή, μοναδική. Να μερικοί χαρακτηρισμοί πλούσιοι σε νόημα που θα μπορούσαν, και από μόνοι τους ακόμη, να περιγράψουν έναν ολόκληρο κόσμο, αλλά δεν αρκούν όλοι μαζί, για να αναπαραστήσουν τη σοφία έστω ενός κόκκου άμμου από τη μεγάλη έρημο. Το να είσαι διάσπαρτος είναι διαφορετικό από το να είσαι κατακερματισμένος. Αυτός μας διδάσκει η ακεραιότητά της. Η σπουδαιότητα της στοιχειώδους κατανόησης αυτού του μηνύματος ισοδυναμεί με εκείνη των αυριανών επιτευγμάτων της επιστήμης του Αρχιμήδη. Όποιος το επιθυμεί πραγματικά είναι ελεύθερος να δοκιμάσει την τύχη του. Προσοχή όμως, ισχύει και εδώ ο νόμος των Βαβυλωνίων: η άγνοια οδηγεί a priori στην ενοχή».

.

Kωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, Η συνάντηση, σελ. 68-71, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2001

.

.

 

 

Tags:

Image

Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου

ron kostoff 91

.

Στην αμμουδιά, στρώσαμε κουβέρτα, πολύ κοντά στο κύμα ήθελε η Αφροδίτη. Την απιθώσαμε, είχε κρυάκι και φρεσκαδούρα, και όλες μας ανατριχιασμένες. Το κύμα επιτσίλιζε την Αφροδίτη, όμως αυτηνής το δέρμα δεν ανταποκρινόταν, δεν σήκωνε ανατριχίλα. Ήταν σαν αδέσποτη ιδιοκτησία, μία αποσκευή που την κουβάλησαν για να την παραλάβει το πρωινό πλοίο της γραμμής και δεν την επήρε. Και απ’ αυτό εγώ κατάλαβα πως η Αφροδίτη πεθαίνει, που δεν την ανατρίχιαζε. Αδίκως τινάζονταν καταπάνω της οι πιτσιλιές και η αρμύρα του κύματος, καμία ανταπόκριση από την Αφροδίτη. Μόνο χαμογελούσε ξεθωριασμένα. Εστρώσαμε εμείς και φάγαμε σταφίδα και δύο κυδώνια ψημένα με πετιμέζι∙ η Αφροδίτη δεν πεινούσε καθόλου, κράταγε δυο σπυριά σταφίδα στη χούφτα της, δεν πεινάει εδώ κι ένα μήνα είπε η μάνα της. Το μόνο καλό από τη συχνή γεύση του αίματος στο στόμα της: που της έφυγε κάθε πείνα. Εμείς οι άλλες εφάγαμε. Η Αφροδίτη μόνο κοίταζε τη θάλασσα και κρατούσε τα δύο σπυριά σταφίδα και λιαζόταν και κοίταζε τη θάλασσα και εκάλυψε με την κουβέρτα τα πόδια της που είχαν γίνει παιδικά, και τ’ απομεσήμερο εφώναξε ξαφνικά ζήτω, μία φορά. Και μετά εσιώπησε.

Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου, σελ. 54-55, 46η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001

Πίνακας: Ron Kostoff

.

.

.

 

Tags:

Στέλλα Δούμου, Ακεψιμά κι Αειθαλά

igor-morski-narrations

Κι όλα στάζουν καθρέφτες
που σημαίνει μετάληψη
σε χρόνο προσποίησης.

Στέλλα Δούμου, Ακεψιμά κι Αειθαλά.

http://doumoustella.wordpress.com/

.

 
Image

Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας

Maurice Blancot, Ο χώρος της λογοτεχνίας

Κάθε φορά που η σκέψη προσκρούει σ΄ έναν κύκλο αυτό σημαίνει πως αγγίζει κάτι το αρχέγονο από το οποίο ξεκινά και το οποίο δεν μπορεί να ξεπεράσει παρά μόνο για να ξαναγυρίσει σ΄ αυτό. Ίσως μπορέσουμε να προσεγγίσουμε αυτή την αρχέγονη κίνηση εάν αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο φωτίζονται αυτές οι διατυπώσεις σβήνοντας τις λέξεις “ειρηνικά” και “ευχαριστημένος”. Με την αλλαγή αυτή ο συγγραφέας γίνεται αυτός που γράφει για να μπορεί να πεθάνει και είναι αυτός  που αντλεί τη δύναμή του για το γράψιμο από μια προειλημμένη σχέση με το θάνατο. Η αντίφαση παραμένει, φωτίζεται όμως διαφορετικά. Όπως ο ποιητής δεν υπάρχει παρά μόνον ενώπιον του ποιήματος και σαν να έπεται του ποιήματος, μολονότι είναι απαραίτητο να υπάρχει πρώτα ένας ποιητής για να υπάρξει το ποίημα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μπορούμε να προαισθανθούμε ότι, όταν ο Κάφκα κατευθύνεται προς τη δύναμή του να πεθάνει μέσα από το έργο που γράφει, αυτό σημαίνει πως το έργο είναι αυτό καθεαυτό μια εμπειρία του θανάτου την οποία φαίνεται πως πρέπει να διαθέτει εκ των προτέρων για να καταφέρει να φτάσει στο έργο και, με το έργο, στο θάνατο.

.

Edite Grinberga (20)

.

Μπορούμε όμως επίσης να προαισθανθούμε και πως η κίνηση που, μέσα στο έργο, είναι προσέγγιση, χώρος και χρήση του θανάτου, δεν είναι τελείως η ίδια εκείνη κίνηση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει το συγγραφέα στη δυνατότητα του να πεθάνει. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε πως οι τόσο παράξενες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο συγγραφέα και στο έργο, αυτές οι σχέσεις που κάνουν το έργο να εξαρτάται απ’ αυτόν που δεν είναι δυνατός (posssible) παρά μόνο μέσα στους κόλπους του έργου, πως μια τέτοια ανωμαλία προέρχεται απ’ αυτή την εμπειρία η οποία συνταράσσει τα δεδομένα σχήματα του χρόνου, ξεκινά όμως από κάτι πολύ βαθύτερο, από το διφορούμενο χαρακτήρα της, από τη διπλή της όψη, πράγμα το οποίο ο Κάφκα διατυπώνει με υπερβολική απλότητα στις φράσεις που του αποδίδουμε Να γράφω για να μπορώ να πεθάνω —Να πεθάνω για να μπορώ να γράφω. Πρόκειται για λέξεις που μας κλείνουν μέσα στην κυκλική απαίτησή τους, που μας υποχρεώνουν, ξεκινώντας απ’ αυτό που θέλουμε να βρούμε, να μην αναζητούμε παρά μόνο το σημείο εκκίνησης, να μετατρέπουμε έτσι αυτό το σημείο σε κάτι το οποίο δεν προσεγγίζουμε παρά μόνο απομακρυνόμενοι απ’ αυτό, αλλά πρόκειται και για λέξεις που επιτρέπουν και την ελπίδα τούτη: εκεί όπου εξαγγέλλεται το ατέρμονο, εκεί υπάρχει η ελπίδα να συλλάβουμε, να κάνουμε να αναβλύσει το τέρμα.

Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας, σελ. 126-127,

μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Εξάντας, 1994

Πίνακες: Εdite Grinberga

.

.

.

 

 
Image

Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Βέρστια

Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Βέρστια

 

Φοράς, γλυκέ μου, κουρέλια

Που ’ταν κάποτε σα σάρκα τρυφερή.

Όλα τα χάλασα, τα έσκισα —

Απέμειναν μόνον δυο φτερά.

.

Με τη μεγαλοπρέπειά σου ντύσε με,

Σώσε με κι ελέησόν με.

Και τα σάπια ράκη τα φτωχά

Στο ιεροφυλάκιο πήγαινέ τα.

13 Μαΐου 1918

.

Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Βέρστια, σελ. 42,

μτφρ.: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, Εκδόσεις Ενδυμίων, 2013

.

Πίνακας: Εdite Grinberga

 

Tags: