H νοσταλγία γι’ αυτό που είναι, για κείνο που δεν έγινε: για έναν τόπο μες στο χρόνο, και τους ανθρώπους που τον κατοικούσανε — το χρόνο, που σα σπίτι άνοιγε τα πορτοπαράθυρα, σα μάνα που ’χε ανοιχτή την αγκαλιά του. Πράσινες οι εκτάσεις των υγρών βοσκοτοπιών, ήτανε κάποτε ο οίκος μου — και άλλοτε η άμμος κι η αλμύρα. Κι αυτά που αγάπησα, σχοίνα και πικροδάφνες (τις διπλές), πιο πριν γαρδένιες, γιασεμιά: και τη γαζία κάποιου τραγουδιού τη γνώρισα μιμόζα στις Μυκήνες. Τις πιο ωραίες αγκαλιές που αξιώθηκα, του γέλιου και του πόθου και της τρυφερής στοργής, της πιο παιχνιδιασμένης ειρωνείας. Όλα μου τα βιβλία, που με βελούδινες σελίδες μου ματώνανε τις άκρες των δαχτύλων. Τις γνωριμίες με πνεύματα ζωντανά, ανθρώπων πεθαμένων. Αυτά που θα μπορούσαν να υπάρχουν, μα δεν έγιναν. Κι αυτά που γίναν, γιατί δε γινότανε αλλιώς. Όλα τα χρώματα, τις αποχρώσεις άχραντου μυστηρίου του γκρίζου: της σχολικής της φούστας και της καταιγίδας που πλησίαζε, και το λιωμένο το ατσάλι του νερού τριών φραγμάτων στην κατηφοριά του Bradfield.
.
.
Όλες μου οι Σοδάδες, ένα λιοπύρι που φαντάστηκα να σκαπανεύει την ψυχή, ώρες που είχα σαν ενθυμηθεί — τις ξένες αναμνήσεις: Πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές — η μοναχή καλόγρια κεντιέται από αγάπη. «Να θυμάσαι χωρίς πίκρα, να λατρεύεις δίχως πόνο, και όταν ερωτεύεσαι να λείπει η παραπανίσια η χαρά». Ανάμεσα στις προσευχές βρίσκεται και η φώτιση, ο δρόμος της καμήλας. Μηδέν Άγαν. Κι αν την παρατηρήσετε, εκεί που καθαρίζει την αυλή απ’ τα πεσμένα φύλλα — πώς τρίβει λίγη αρμπαρόριζα (να μυριστεί, μην άνθισε χαμένη). Πώς ξεχωρίζει μια λεκάνη όσπρια, εδώ καρποί, εκεί μαυρομικρές πετρούλες. Οι Σοδάδες, μηχανισμός άρνησης του θανάτου: θα σ’ αγαπώ σα να ’σαι πεθαμένος — έτσι δε σε χάνω.
Θα σ’ αγαπώ χωρίς να ντροπευτώ τη θλίψη — και στους αιώνες πάντα θ’ ανασταίνεσαι. Θα σ’ αγαπώ όταν δεν σ’ αγαπώ, και όποτε μ’ αφήσεις, γιατί δε διάλεξα ποτέ μου να σε βρω ή να σε χάσω, ήσουνα ο μονόδρομος που θα με πήγαινε σ’ όλους τους προορισμούς, βασιλική μου οδός η Via Negativa. Με τέτοιες σκέψεις και σχεδόν διαλογισμούς, πώς σούρνονται τα γκρίζα της τα ράσα εργασίας στα πατώματα της πέτρας — σα σοβαρή και μετρημένη μαγειρεύει, παίζει τη μητέρα, τη νοικοκυρά. Τι κι αν το βράδυ, οι φακές, οι θρεπτικές του σιδήρου — απ’ τους καημούς της θα μπορούσανε να φαρμακώσουνε το τάγμα; Μα το καλοκρυμμένο, μιθριδατικό τους μυστικό — ετούτες οι Πορτογαλίδες μοναχές έχουν εμβαπτιστεί μες στις Σοδάδες, της ξενιτειάς, της λησμονιάς, της πίκρας, της ορφάνιας — τις έχουνε καρφιτσωμένες σαν παράσημα ανδρείας, νοσταλγές ανδρειωμένες του υπαρκτού και του ανύπαρκτου και κείνου που ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρξει, ως και του παντελώς αδύνατου — της Via Negativa: Στην Κβαντοφυσική, στο Σουρεαλιστικό Μυστικισμό, στη Μεταφυσική — ζωή απεριόριστη: πες ότι σ’ έζησα. Σαν την αυγή της μέρας, σαν τον ανοιγμένο ουρανό — και σαν Ανάληψη.
Ολβία Παπαηλίου, Μόνιμο ύδωρ∙ ζωντανό νερό (Aqua permanens) σελ. 194-195, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2013
Από τις σημειώσεις του βιβλίου, σελ. 230 (αποσπασματικά και περιληπτικά)
Sodade: πορτογαλική λέξη. Αίσθηση βαθιά βιωμένης μελαγχολίας και νοσταλγίας για κάτι πολύτιμο που έχει χαθεί ή κάποιον πολυαγαπημένο που απουσιάζει. Επίσης η Sodade μπορεί να αφορά σε κάτι που έχει ήδη χαθεί ή περάσει ή σε πράγματα που πρόκειται μελλοντικά να περάσουν και να χαθούν. Είναι ένα είδος μελλοντικής νοσταλγίας που βιώνεται πριν από το γεγονός.
Via Negativa: Όρος της αρνητικής ή αποφατικής θεολογίας (παράδειγμα θεωρίας της Αρνητικής Οδού εκφράζεται στη διδασκαλία του θεολόγου του 9ου αι. Johannes Scotus Eriugena)
Πορτογαλίδες μοναχές: Eπιστολές που αποδίδονται στην Φραγκισκανή μοναχή Μαριάνα Αλκοφοράντο, 1628-1685 (Γράμματα μιας Πορτογαλίδας μοναχής), γνώρισαν τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, με αποτέλεσμα η λ. portugaise (Πορτογαλίδα), να γίνει ταυτόσημη με το «παθιασμένη ερωτική επιστολή»
Πίνακες: Tomasz Αlen Kopera