
Θα ξεκινήσω με μία παραδοχή, με κάτι σαν εξομολόγηση. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν ένιωσα με τόση ένταση, τόσο δυσκολεμένος όσο γράφοντας αυτές τις αράδες, τις οποίες γράφω για το βιβλίο της αγαπητής Ιφιγένειας Το τραγούδι του λύγκα, και ταυτόχρονα τόσο διευκολυμένος. Κι αυτό γιατί υπάρχει μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στη γραφή της Ιφιγένειας και τη δική μου. Έτσι, ήταν σαν να έπρεπε να μιλήσω για δικά μου γραψίματα. Και να πω ασφαλώς καλά λόγια.
Επιτρέψτε μου να γίνω πιο σαφής. Ο συγγραφέας, και συγκεκριμένα μιλάω για τη συγγραφέα, κατασκευάζει ο ίδιος μια πραγματικότητα, με δάνεια βεβαίως από την πραγματική, τη γύρω πραγματικότητα. Στη συνέχεια, πάλι ο ίδιος την παρακολουθεί. Άλλοτε από μια συγκεκριμένη γωνία και άλλοτε από μία διαρκώς και εναλλασσόμενη αυθαίρετα οπτική γωνία. Και τέλος όλα αυτά τα άκρως υποκειμενικά κοιτάγματα, μιας άκρως υποκειμενικά δομημένης πραγματικότητας, αποπειράται να τα μετατρέψει σε επικοινωνία, και το κάνει αυτό με μία γλώσσα που να εξυπηρετεί όχι τόσο την περιγραφόμενη πραγματικότητα, αλλά να εκφράζει με τη μέγιστη δυνατή αποκαλυπτικότητα τον πιο βαθύ εαυτό του. Το εγώ του εν θεία μανία. Τον συν γραφέα μέσα του, τη γυμνή του ιδιοσυστασία.
Δύσκολα πράγματα δηλαδή, μοιάζουν περισσότερο με στοιχήματα. Με παρτίδες πόκερ με τον μεγαλύτερο χαρτοπαίχτη και βιρτουόζο ταυτόχρονα χαρτοκλέφτη που γεννήθηκε ποτέ, τη γλώσσα. Παρτίδες που βέβαια δεν πρόκειται να κερδίσεις ποτέ, ούτε μία φορά, εκτός εάν σου το επιτρέψει ο ίδιος ο χαρτοπαίκτης, επειδή σε συμπαθεί, επειδή τον καλοπιάνεις, επειδή παίζεις μαζί του με τέτοια πίστη στις δυνάμεις σου, που όμως δεν παραβιάζει τα όρια του σεβασμού, ίσως και του δέους. Σου επιτρέπει δηλαδή να τη κερδίσεις την γλώσσα με τον ίδιο τρόπο που εμείς στα παιχνίδια που παίζουμε με τα παιδιά μας τ’ αφήνουμε να μας νικάνε. Η Ιφιγένεια Σιαφάκα την κέρδισε αυτήν την παρτίδα. Η γλώσσα στάθηκε καλόγνωμη και ευνοϊκή απέναντι της. Της είπε με πασπατεύεις με τέτοιον τρόπο, κατά διαστήματα γίνεσαι τόσο φυσικά τολμηρή, έως τα όρια του βίτσιου, εμφανίζεις μια επιμονή που δηλώνει τουλάχιστον αφοσίωση, που δε γίνεται, δεν το σηκώνει η καρδιά μου να μην σου παραδοθώ.

Enter a caption
Όπως διαπιστώνετε, μιλάω για τη γλώσσα του εν λόγω μυθιστορήματος, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η λογοτεχνία είναι αυτό που η ίδια η λέξη φανερώνει, τέχνη του λόγου. Μου αρέσει κάθε τόσο να επαναλαμβάνω τη γνωστή ιστορία, ανάμεσα σε έναν δόκιμο συγγραφέα και μια αυθεντία, όπου ο πρώτος ρωτάει με παράπονο τον δεύτερο πώς γίνεται ενώ έχει εξαιρετικές ιδέες να μην μπορεί να γράψει ένα μυθιστόρημα. Και τότε ο φτασμένος του απαντάει ότι αυτό δε γίνεται επειδή τα μυθιστορήματα δε γράφονται με ιδέες, γράφονται με λέξεις. Και δεύτερον επειδή θεωρώ ότι η κυρία έχει ιδιαιτερότητα… ίσως η σπουδαιότερη αρετή του Τραγουδιού του λύγκα είναι η γλώσσα του…
Η θεματογραφία ενός συγγραφέα είναι ούτως ή άλλως περιορισμένη. Συζητώντας το πρωί στο τηλέφωνο με την κ. Σιαφάκα, καταλήξαμε ότι ίσως τελικά να περιλαμβάνει μόνο δύο θέματα τον έρωτα και το θάνατο. Και ασφαλώς τον τρόπο που συμπλέκονται, περιπλέκονται και διαπλέκονται μεταξύ τους αυτές οι δύο έννοιες και πραγματικότητες. Άλλωστε το βιβλίο θα το διαβάσετε ή το έχετε ήδη διαβάσει. Θα δείτε για τι πράγμα γίνεται λόγος, δεν έχει νόημα να σας το περιγράψω. Εγώ στη γλώσσα θα περιοριστώ. Και θα περιοριστώ σ΄ αυτή διότι με εντυπωσίασε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Η κ. Ι.Σ. έχει ένα τέτοιο φετιχιστικό πάθος με τις λέξεις, σ΄ ένα τυπωμένο βιβλίο απαίτησε να τις δει με έντονα, με πλάγια στοιχεία, με διαφορετικά μεγέθη γραμματοσειράς, εντός κι εκτός τετραγώνου, με πλήρη στοίχιση, με την κάθετη στο΄πιχιση του ποιητικού λόγου και του τραγουδιού, με μπαροκοειδή διάταξη, συνοδευόμενες από σχεδιάκια, τυπωμένες στις σελίδες ενός κατάλογο ενός εστιατορίου, γραμμένες στο χέρι, σβησμένες με γομολάστιχα, πατικωμένες, διαγραμμένες με απότομες γραμμές, νευρικές, παραληρηματικές, να παίζουν πρώτα με την ίδια την όρασή μας. Και να φανερώνουν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποιον, εν προκειμένω με κάποια, που της αρέσει όταν τα ίδια τα σημαίνοντα υλοποιούνται. Κι αυτό όπως ο Γιώργος ο Σεφέρης, μιλάει για έννοιες όπως η αγάπη, η δίψα και η έκσταση, που μέσα στις θαλασσινές σπηλιές γίνονται πράγματα σκληρά σαν τα κοχύλια, που μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου. Ή μάλλον καλύτερα όταν η ίδια η συγγραφέας συγκροτείται μέσω ακόμη και της οπτικής αποτύπωσης και όχι μόνον του αυτοαποκαλυπτικού φορτίου των λέξεων.
1 Το χαρακτηριστικό των λέξεων της γλώσσας που χρησιμοποιεί η συνάδελφος και φίλη Ιφιγένεια, είναι πρώτα η ανακεφαλαιωτική διάθεσή της, χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά αντίθετα με γοητευτική μαεστρία και χάρη καταδύεται σε όλα σχεδόν τα ιστορικά υποστρώματα της ελληνικής, φτάνοντας ακόμη έως την αττική διάλεκτο και ακόμη πιο πίσω, στην ομηρική. Μην παραλείποντας ωστόσο μέσα σε αυτό το μακροβούτι της να λοξοδρομεί σε , ας πούμε, βλάχικα και σε φράσεις κλισέ, αναβαπτισμένες και αναπαρθενεμένες πάντα, φράσεις του συρμού, του πεζοδρομίου. Η γλώσσα του τραγουδιού του λύγκα είναι μία επιτομή των περιπετειών της γλώσσας.
2 Ως δεύτερο χαρακτηριστικό θα επισημάνω την έννοια του καίριου που συχνά τη σφραγίζει. Αυτό εμφανίζεται συνήθως στα απροσδόκητα ρήματα που συχνά πυκνά χρησιμοποιεί όχι μόνο για να πυροδοτήσει τη δράση, αλλά και μια άλλη πνευματικότερη, θα έλεγα, διαδικασία στο μυαλό και στην καρδιά του έχοντος τις ίδιες αντένες αναγνώστη. Εμφανίζεται και στα απρόσμενα επίθετα και τους απρόσμενους επιθετικούς προσδιορισμούς που επιχειρεί, προκαλώντας έτσι σπινθήρες από την επαφή τους με τα ουσιαστικά. Εμφανίζεται και στα απρόσμενα επιρρήματά της που μεταφέρουν τα δρώμενα και σε ένα άλλο, διαφορετικό επίπεδο. Επίτηδες είπα τη λέξη καίριο εδώ. Η γλώσσα ανακαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων και στη συνέχεια την αποκαλύπτει. Το καίριο, το έγκαιρο της υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι η συγγραφέας με τον τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα, ανακαλύπτει και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της αλήθειας των πραγμάτων που περιγράφει. Γι’ αυτό και προηγουμένως επανέλαβα τη λέξη απρόσμενα κάμποσες φορές. Συχνά σε αναγκάζει να μείνεις ίσως και ενεός μπροστά σε μία φράση, λέγοντας από μέσα σου, Κοίτα, ούτε που μου περνούσε από το μυαλό ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ΚΑΙ έτσι. Να διαθέτουν και τέτοιο επέκεινα. Να μπορούν να ζευγαρώσουν και σε τέτοιες αλλόκοτες πόζες… μπα, σε καλό σας, κυρία μου…


