Μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, πάνω η εικόνα της Βρεφοκρατούσας. Ένας ολόσωμος καθρέφτης. Μια στολή καλοκαιρινή Χωροφυλακής της εποχής [λευκή], κρεμασμένη στον τοίχο, μια λάμπα πετρελαίου, ένα τραπέζι, ένα πιάτο με μια μισοφαγωμένη φέτα ψωμί και λίγα κουκούτσια από ελιές, ένα άδειο ποτήρι, μια καράφα νερό. Δίπλα ένα περίστροφο. Ακούγονται στο βάθος σαν χαλί καλπασμοί αλόγων αναμεμειγμένοι με ήχους πόλης. Ένας άνθρωπος με μια σκελέα κάθεται σ’ ένα κρεβάτι.
[Πλησιάζει και ανάβει τη λάμπα] Το σκέφτομαι συχνά. Από τότε που μου το είπε ο Βασιλάκης σκάζοντας στα γέλια. Εγώ το βρήκα όμως έξυπνο και σοβαρό και τυχερό κυρίως. Κάναμε μια μικρή τρέλα, και πίναμε προς 25 λεπτά τη λεμονάδα μας με πάγο στο καφενείο του Φουλάκη,[i] Αθηνάς και Σοφοκλέους, και ήτανε, μου λέει ο Βασιλάκης, στην άμαξα και κύριοι πολύ των υψηλών και πεντακάθαροι και στολισμένοι, όπως ο Παπούδωφ και ο Αξελός, που, λέει, επέστρεφαν από το Λαύριο. Το φαντάζεσαι, μου λέει, κάνοντας καταβρεχτήρι τη λεμονάδα απ’ το στόμα, με μιας μπαμ και κάτω στον σωστό τον τόπο; Χαχαχα! Από τότε, προσωπικώς, ηγάπησα και περισσότερο τα άλογα. Ξεύρουν να ζουν, ξεύρουν και εν τω έργω να πέφτουν με τάξη προπάντων και ηθικώς! Κι ο θάνατος είναι μια ηθική της τάξεως. [Παύση. Σηκώνεται, χτυπάει προσοχή] «Ορκίζομαι και υπόσχομαι να υπηρετήσω την Α. Μ. Βασιλέα, με πίστιν και ζήλον, να φέρω το ανήκον σέβας προς τους ανωτέρους μου εις όσα αφορώσι την υπηρεσίαν, και να μην κάμω χρήσιν της δοθείσης μοι εξουσίας, εμή μόνον προς διατήρησιν της κοινής ησυχίας και ευταξίας, και εις εκτέλεσιν των νόμων.»[ii]
[Κάθεται και γελάει νευρικά] Σωστά! Ανοίγεις μια τρύπα στην Ομόνοια για γκάζι όπως-όπως, περνάνε τ’ άλογα, κλατς το ένα άλογο γυρνάει το ποδάρι, πέφτει στο χαντάκι, παρασέρνει κλατς, κλατς και το ζευγάρι του… κι όλα κουλουβάχατα, ζα, άμαξα και αθρώποι μες στη μαύρη τρύπα που ’ναι σκαμμένη κάτω απ’ το ψευτοχαντάκι. Κουκουλωμένοι από χώμα. Στο μεγάλο ταξίδι του τούνελ της Ομόνοιας προς τα παραδείσια λιβάδια! [Ανάβει τσιγάρο αφηρημένος] Τους σώσανε, λέει, με τραύματα. Η θεία τού Βασιλάκη, η Φρόσω, δεν ξαναμπήκε σε τέτοιο μέσο από το 1874 και δώθε.[iii]
Εγώ όμως, αντιθέτως, άπαξ και επληροφορήθην το ατύχημα πέρυσι το καλοκαίρι, όλο και μπαίνω πιο συχνά, για διασκέδαση. Χειμώνα καλοκαίρι. Ρίχνω έναν πήδο, καθώς περνάνε από μπροστά μου, κι ανεβαίνω στον ιπποσιδηρόδρομο. Πριν από έξι χρόνια, το ’82,[iv] αν δεν με απατά το ένστικτο και η μνήμη, είναι που αποκτήσαμε αυτά τα πιο πολυτελή φέρετρα μετακίνησης, και το ευχαριστιέμαι! Με σιδηροτροχιές, βαγόνια κι άλογα που σέρνουν και τα δικά τους και τα δικά μας τα κουφάρια, που είναι καθιστά. Αλλά και τα έξω… τους πιτσιρικάδες, λέω, που λιώνονται από δαύτα κάθε λίγο και λιγάκι. [Με θυμό κλιμακούμενο] Ουδεμία τάξις, ουδεμία ασφάλεια! Τι να σου κάνει και η Χωροφυλακή σε τόση αναρχία… Πας καταπάνω στον θάνατο, μικρέ τσογλανίσκε! Καταπάνω! [Παύση, πλησιάζει προς το όπλο] Τα βράδια, καταπάνω μου και η Κατίνα… [χαϊδεύει το όπλο σαν χαμένος] Τι να σου κάνει ο Παπαζησόπουλος, ένοχος και γι’ αυτό ο Παπαζησόπουλος, για όλα ο Παπαζησόπουλος… κι όμως έχω τα καθαρότερα παπούτσια της ενωμοτίας, το ωραιότερο παράστημα, το ομορφότερο μουστάκι. Στο «Άψε σβύσε» της Ομόνοιας! [Πλησιάζει τον καθρέφτη, κοιτάζεται, παίρνει το όπλο και χαϊδεύει το μουστάκι] Ο Μελισσιώτης κάθε που με βλέπει μού δίνει με υποκλίσεις εφημερίδα να διαβάσω και με κερνά καλό τσιγάρο. Κι ύστερα μού φτιάχνει κι αυτή την κλίση, που δεν κάνουν πουθενά αλλού σ’ ένα παχύ μουστάκι. […]
[i] Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει υποσημείωση, οι αναφορές σε καταστήματα οφείλονται σε πληροφοριακό υλικό από αγγελίες της εποχής που απαντούν στο βιβλίο Θανάσης Γιοχάλας, Ζωή Βαΐου, Ο Κίτσος ο λεβέντης και άλλες αγγελίες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2016.
[ii] Όρκος αξιωματικών, υπαξιωματικών και απλών στρατιωτών της χωροφυλακής, αρθ. 17, Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθμός 21, Ναύπλιον 3 Ιουνίου, 1833, Διάταγμα περί σχηματισμού της Χωροφυλακής,
[iii]Περιστατικό ανατροπής άμαξας με ίππους στην Ομόνοια το 1874, που αναστάτωσε την πρωτεύουσα, χωρίς ευτυχώς θύματα. Πηγή διαδικτυακή: Η εφημερίδα «Μικρός Ρωμηός», Οι άτυχοι Αθηναίου που έπεσαν στη «μαύρη τρύπα» της Ομόνοιας
[iv]Θανάσης Γιοχάλας, Τόνια Καφετζάκη, Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, «Συγκοινωνιακά μέσα», Εκδόσεις Εστία, 6η έκδοση, Αθήνα 2019, σελ. 609 κ.ε.
.
Η παρούσα έκδοση είχε ως αφορμή την ανοιχτή πρόσκληση του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το Απονενοημένο Σύνταγμα, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση [1821-2021]. «Το Απονενοημένο Σύνταγμα είναι ένα ανεξάρτητο εγχείρημα ολιστικού χαρακτήρα. Η πρώτη φάση του αφορά μια μακροχρόνια και επώδυνη έρευνα του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε εφημερίδες και έντυπα των δύο προηγούμενων αιώνων, η οποία αποθησαύρισε εκατοντάδες αυτοχειρίες ανά την Ελλάδα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο δελτίο τύπου.
Η έκδοση περιλαμβάνει δύο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ [μονολόγους]. Το πρώτο, Mε πίστιν και ζήλον, της Ιφιγένειας Σιαφάκα, αφορά την αυτοχειρία του χωροφύλακα Χ. Παπαζησόπουλου [1888], ενώ το δεύτερο, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, της Αθηνάς Τιτάκη αφορά την αυτοχειρία του εμπόρου Π. Παπαδημητρίου [1928]. Τα έργα στηρίχθηκαν στο υλικό από τις εφημερίδες της εποχής που παρείχε στις συγγραφείς το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο, καθώς και σε ακόλουθη ιστορική έρευνα των συγγραφέων –όσο αυτή ήταν εφικτή για το θέμα τους–, προκειμένου τα κείμενα να μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της εποχής.
Ως ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ φιλοξενείται σύγχρονη ελληνική ποίηση με θεματική την αυτοχειρία, και δη τον χρόνο της διάπραξής της. Ο αναγνώστης –εκτός από την ποίηση των δύο συγγραφέων– θα διαβάσει ποιήματα των σύγχρονων ποιητριών και ποιητών: A. Mπαλασόπουλου, Δ. Χριστοδούλου, Ν. Ιωάννου, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Θάνογλου, Κ. Λυμπέρη, Φ. Βασιλοπούλου, Ο. Παπαηλίου, Κ. Λουκόπουλου, Σ. Δούμου, Σ. Σταμπόγλη, Χ. Καραντώνη, Κ.Θ. Ριζάκη και Μ. Βαχλιώτη.
Η έκδοση συμπληρώνεται, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με το άρθρο της ψυχαναλύτριας Ντόρας Περτέση «Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης – Οι αυτόχειρες ζωντανεύουν, και καταθέτουν τη μαρτυρία τους».
Ήχοι συνεργείου, δρόμων με άμαξες και παλιά κλάξον. Μουσικό χαλί: «Πες μου ποια μάνα σ’ έκανε», Γιώργος Βιδάλης. Το κεντρικό πανό δείχνει με ομαλές εναλλαγές παλιούς δρόμους της Αθήνας και αμάξια της εποχής. Ένας άντρας με μουστάκι, ντυμένος με φαρδύ μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και τραγιάσκα, κρεμά το γράμμα Η στον βρόχο.
Η ώρα η κακιά ήταν, κι αυτή βλαστημάω. Γιατί από ανθρώπους ξέρω. Κάθε μέρα στους δρόμους πιάνω κουβέντες με τους πελάτες. Όλα τα κινάει το χρήμα, αυτό είναι το συμπέρασμα, ν’ αλλάζει ο παράς χέρια. Δεν έχω παράπονο, βλέπεις δεν ξέρουν όλοι να σοφάρουν. Στην αρχή ήταν δύσκολο, γκάζι, φρένο, ανηφόρες, ζημιές. Δεν βαριέσαι… Καλύτερα απ’ το χαμαλίκι με τα κάρα, τη βρώμα και την καβαλίνα. Τώρα φοράω καθαρό πουκάμισο και βοηθάω τις κυρίες ν’ ανέβουν στην καρότσα. Δεν είμαστε πολλοί στην πιάτσα, καμιά διακοσιαριά αγοραία, έχουν βγει και τα τραμ με τον ηλεκτρισμό και οι καροτσιέρηδες μάς σαμποτάρουν.
Μιλάω για την κακιά μου τύχη γιατί ο συγκεκριμένος θα μπορούσε να διαλέξει κάποιον άλλο, ένα ανοιχτό λαντώ, βρε αδερφέ! Αλλά μια άμαξα δεν θα βόλευε, τώρα που το καλοσκέφτομαι. Με πήρε κούρσα από τη Δεινοκράτους και με μια λέξη διέταξε τον προορισμό κάπως αγριεμένος. Το καλό ήταν πως με πλήρωσε μπροστά, το πάμε με το χιλιόμετρο, κι είπα δώσε τόπο στην οργή… πελάτης είναι ό,τι θέλει κάνει. Κάνα δυο φορές τον κοίταξα από το καθρεφτάκι μήπως και μαλάκωσε να πούμε καμιά κουβέντα αλλά τίποτα, ήταν βαρύς, κομματάκι ανήσυχος. Κοίτα τη δουλειά σου, λέω, και το τιμόνι σου!
Στη Βασιλίσσης Όλγας ακούω βρόντο. Είπα, πάει το λάστιχο. Κατέβηκα να κοιτάξω, κι εκεί που δίνω μια κλοτσιά στην πίσω ρόδα, τι να δω! Ο πελάτης είχε κολλήσει πάνω στο δεξί τζάμι με αίματα κ’ είχε μια τρύπα στο κεφάλι. Κατατρόμαξα, σάστισα! Μισανάσαινε, έβαλα στα γρήγορα μπρός, και γραμμή για τα Μεσόγεια στο Α´ Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Έπιασα σχεδόν τα εβδομήντα χιλιόμετρα που φτάνει το κοντέρ! Θα μπορούσε να γίνει ατύχημα, τα χαμίνια παίζουν πετροπόλεμο, και πετάγονται απρόσεχτα μπροστά στις ρόδες, κόσμος στον χωματόδρομο να κουβαλάει πραμάτειες και ντενεκέδες με νερό. Κάρα, άλογα, σκόνη, οχλοβοή. Οι εντολές της Τροχαίας είναι ξεκάθαρες κι ο νόμος του Βενιζέλου αυστηρός. Ποινή φυλάκισης από έξι μέρες ως τρεις μήνες, έτσι κι αφήσεις άνθρωπο στον τόπο. Ποιος νοιαζόταν! Στο νοσοκομείο οι γιατροί είχαν κακά μαντάτα, ο άνθρωπος ξεψύχησε, και κάλεσαν την Αστυνομία. Τα είπα στον Αστυφύλακα με το νι και με το σίγμα και πήρα τ’ ανάποδα τον δρόμο για το αμαξοστάσιο.
Ονομάζομαι Δ. Χατζημήλας κι οδηγώ το υπ’ αριθμόν 13368 αθηναϊκό ταξί. Είναι ένα γαλλικό πενταθέσιο Berliet VI των δέκα ίππων, κατασκευάστηκε στη Λυών κι έχει δεξιά το τιμόνι. Το αμάξωμά του συναρμολογήθηκε στην «Αθηνά, Ανώνυμος Εταιρία Αυτοκινήτων», ανάμεσα σε πολλά Ford και Adler, κ’ η αλήθεια είναι πως θαυμάζω την ταχύτητα, τη μοντέρνα γραμμή, τα στρογγυλά φανάρια, το ταχύμετρο και τη μίζα του.
.
.
Η παρούσα έκδοση είχε ως αφορμή την ανοιχτή πρόσκληση του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το Απονενοημένο Σύνταγμα, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση [1821-2021]. «Το Απονενοημένο Σύνταγμα είναι ένα ανεξάρτητο εγχείρημα ολιστικού χαρακτήρα. Η πρώτη φάση του αφορά μια μακροχρόνια και επώδυνη έρευνα του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε εφημερίδες και έντυπα των δύο προηγούμενων αιώνων, η οποία αποθησαύρισε εκατοντάδες αυτοχειρίες ανά την Ελλάδα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο δελτίο τύπου. Η έκδοση περιλαμβάνει δύο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ [μονολόγους]. Το πρώτο, Mε πίστιν και ζήλον, της Ιφιγένειας Σιαφάκα, αφορά την αυτοχειρία του χωροφύλακα Χ. Παπαζησόπουλου [1888], ενώ το δεύτερο, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, της Αθηνάς Τιτάκη αφορά την αυτοχειρία του εμπόρου Π. Παπαδημητρίου [1928]. Τα έργα στηρίχθηκαν στο υλικό από τις εφημερίδες της εποχής που παρείχε στις συγγραφείς το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο, καθώς και σε ακόλουθη ιστορική έρευνα των συγγραφέων –όσο αυτή ήταν εφικτή για το θέμα τους–, προκειμένου τα κείμενα να μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της εποχής.
Ως ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ φιλοξενείται σύγχρονη ελληνική ποίηση με θεματική την αυτοχειρία, και δη τον χρόνο της διάπραξής της. Ο αναγνώστης –εκτός από την ποίηση των δύο συγγραφέων– θα διαβάσει ποιήματα των σύγχρονων ποιητριών και ποιητών: A. Mπαλασόπουλου, Δ. Χριστοδούλου, Ν. Ιωάννου, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Θάνογλου, Κ. Λυμπέρη, Φ. Βασιλοπούλου, Ο. Παπαηλίου, Κ. Λουκόπουλου, Σ. Δούμου, Σ. Σταμπόγλη, Χ. Καραντώνη, Κ.Θ. Ριζάκη και Μ. Βαχλιώτη.
Η έκδοση συμπληρώνεται, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με το άρθρο της ψυχαναλύτριας Ντόρας Περτέση «Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης – Οι αυτόχειρες ζωντανεύουν, και καταθέτουν τη μαρτυρία τους».
Λακάν: η αυτοκτονική διάπραξη και το αντικείμενο α μικρό.
Με τη σειρά του ο Λακάν στο 10ο Σεμινάριο, Το άγχος, θα επεξεργαστεί τις παραπάνω φροϊδικές διαφοροποιήσεις (ειδικότερα τη σχέση με το αντικείμενο απώλειας στη μελαγχολία) εμπλουτίζοντάς τες με νέα δεδομένα, εκκινώντας από την αυτοκτονική διάπραξη της Νεαρής Ομοφυλόφιλης – ασθενούς του Φρόιντ. Θα σχολιάσει την πτώση της από τη γέφυρα στις γραμμές του τραίνου, δείχνοντας ένα δομικό χαρακτηριστικό της σχέσης του υποκειμένου προς το αντικείμενο α μικρό.
Το εν λόγω αντικείμενο –αντικείμενο θεμελιακής φαντασίωσης, αντικείμενο αίτιο επιθυμίας, βασικός συντελεστής του διχασμού του υποκειμένου– εκπίπτει στην κυριολεξία και, με τη σειρά του, το υποκείμενο ταυτιζόμενο με αυτό εκπίπτει στις περιπτώσεις αυτοχειρίας.
Πιο ειδικά, γνωρίζουμε ότι το υποκείμενο βρίσκει τη φαντασιακή ενότητα του σώματός του στο στάδιο του καθρέφτη. Πρόκειται για μια κατ’ επίφαση ενότητα του εξ υπαρχής κατακερματισμένου σώματός του. Στο εν λόγω στάδιο, η ενότητα είναι φαντασιακή, γιατί πάντοτε υπάρχει ένα υπόλοιπο που το υποκείμενο δεν μπορεί να επωμισθεί, κάτι που δεν είναι καθρεπτικοποιήσιμο – δηλαδή το αντικείμενο μικρό α, που ο Λακάν εγγράφει ως -φ (φαντασιακό ευνουχισμό). Στη νεύρωση το εν λόγω αντικείμενο είναι χαμένο. Μέσω λοιπόν αυτής της απώλειας, καθίσταται αίτιον επιθυμίας και, κατ’ επέκταση, συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας θεϊκής λεπτομέρειας που ψάχνουμε στον παρτενέρ, για παράδειγμα, το βλέμμα, τη φωνή του κ.λπ.
Αντιθέτως, στην ψύχωση το εν λόγω αντικείμενο δεν έχει χαθεί. Ο ψυχωτικός – παρανοϊκός, σχιζοφρενής, μελαγχολικός– δεν το έχει αποχωριστεί, διότι ο συμβολικός ευνουχισμός δεν έχει λάβει χώρα ένεκα της διάκλεισης του Ονόματος-του-Πατέρα. Επειδή λοιπόν το υποκείμενο δεν έχει αποχωριστεί το εν λόγω αντικείμενο, συναντά δυσκολία να τα βγάλει πέρα με την απώλεια, με το πένθος. Πιο ειδικά, «κουβαλάει στην τσέπη του», όπως έλεγε ο Φρόιντ, τα εν λόγω αντικείμενα, δηλαδή το βλέμμα, τη φωνή, το απέκκριμα κ.λπ. τα οποία, με τη σειρά τους, εμφανίζονται στο πραγματικό, εκτός σημαίνουσας αλυσίδας, είτε υπό μορφή παραληρηματικής και υπερεγωτικής φωνής είτε υπό μορφή καταδιωκτικού βλέμματος.
Ιδού κάτι που παρατηρείται πολύ συχνά στις παραπάνω περιπτώσεις –δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στο θεατρικό της Σιαφάκα όσο και σε αυτό της Τιτάκη έχουμε δύο υποκείμενα που βρίσκονται ενώπιον ενός χωρισμού, μιας εγκατάλειψης, μιας απώλειας.
Έτσι, τόσο η Νεαρή Ομοφυλόφιλη, που κάνει μια σοβαρή απόπειρα όσο και ο Παπαζησόπουλος και ο Παπαδημητρίου διαπράττουν αυτοκτονικά. Μη έχοντας αποδεχτεί την έλλειψη, τον ευνουχισμό, ταυτίζονται με το αντικείμενο α ως τέτοιο, ως αμιγές υπόλειμμα, σκουπίδι, και εκπίπτουν εκτός της συμβολικής σκηνής του Άλλου. Πρόκειται «για μια απόλυτη ταύτιση του υποκειμένου με το α στο οποίο ανάγεται».[1] Σχολιάζοντας μάλιστα το μελαγχολικό υποκείμενο, ο Λακάν θα υπογραμμίσει: «Δεν είναι άνευ λόγου που το μελαγχολικό υποκείμενο έχει μια τέτοια ροπή, και εκπληρωμένη πάντοτε με μια ανησυχητική ταχύτητα, να αιωρείται πέφτοντας από το παράθυρο».[2]
Δεν πρόκειται, κατά συνέπεια, για μια ταύτιση συμβολική. Το υποκείμενο, στην κυριολεξία, δραπετεύει από τη σκηνή, δηλαδή από τη σκηνή του Άλλου, που συγκροτείται ως υποκείμενο του σημαίνοντος και της επιθυμίας, θα σημειώσει ο Λακάν.
[1] J. Lacan, LeSéminairelivreX, L’angoisse, Seuil, Paris, 2004, σ. 131.
Η παρούσα έκδοση είχε ως αφορμή την ανοιχτή πρόσκληση του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το Απονενοημένο Σύνταγμα, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση [1821-2021]. «Το Απονενοημένο Σύνταγμα είναι ένα ανεξάρτητο εγχείρημα ολιστικού χαρακτήρα. Η πρώτη φάση του αφορά μια μακροχρόνια και επώδυνη έρευνα του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε εφημερίδες και έντυπα των δύο προηγούμενων αιώνων, η οποία αποθησαύρισε εκατοντάδες αυτοχειρίες ανά την Ελλάδα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο δελτίο τύπου.Η έκδοση περιλαμβάνει δύο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ [μονολόγους]. Το πρώτο, Mε πίστιν και ζήλον, της Ιφιγένειας Σιαφάκα, αφορά την αυτοχειρία του χωροφύλακα Χ. Παπαζησόπουλου [1888], ενώ το δεύτερο, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, της Αθηνάς Τιτάκη αφορά την αυτοχειρία του εμπόρου Π. Παπαδημητρίου [1928]. Τα έργα στηρίχθηκαν στο υλικό από τις εφημερίδες της εποχής που παρείχε στις συγγραφείς το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο, καθώς και σε ακόλουθη ιστορική έρευνα των συγγραφέων –όσο αυτή ήταν εφικτή για το θέμα τους–, προκειμένου τα κείμενα να μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της εποχής.
Ως ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ φιλοξενείται σύγχρονη ελληνική ποίηση με θεματική την αυτοχειρία, και δη τον χρόνο της διάπραξής της. Ο αναγνώστης –εκτός από την ποίηση των δύο συγγραφέων– θα διαβάσει ποιήματα των σύγχρονων ποιητριών και ποιητών: A. Mπαλασόπουλου, Δ. Χριστοδούλου, Ν. Ιωάννου, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Θάνογλου, Κ. Λυμπέρη, Φ. Βασιλοπούλου, Ο. Παπαηλίου, Κ. Λουκόπουλου, Σ. Δούμου, Σ. Σταμπόγλη, Χ. Καραντώνη, Κ.Θ. Ριζάκη και Μ. Βαχλιώτη.
Η έκδοση συμπληρώνεται, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με το άρθρο της ψυχαναλύτριας Ντόρας Περτέση «Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης – Οι αυτόχειρες ζωντανεύουν, και καταθέτουν τη μαρτυρία τους».
Tι συνέβη στην πραγματικότητα κανένας δεν το γνωρίζει· οι γέροι μπορεί να το έμαθαν (δεν το λέω με βεβαιότητα), ύστερα από την παράξενη επίσκεψη του αγγελιαφόρου με το ημίψηλο: αλλά τίποτα δεν θα μας πληροφορήσει ποιος ήταν ούτε ποιο ήταν το μήνυμά του. Ο Αντώνιος υπήρξε ίσως ευτυχής και Αμερικανός· ή, ως τρόφιμος κατέργου, εξόχως ενδεδυμένος το ριγωτό σκουφί, μοχθούσε στο λιμάνι του Ροσφόρ «όπου οι κατάδικοι πέθαιναν σωρηδόν»· ή υπήρξε και τα δύο, με τη σειρά που προτιμάτε: μπορεί να μπαρκάρισε κάτω από την απειλή του μαστιγίου στο Σαιν-Μαρτέν-ντε-Ρε με προορισμό την Καγιέν της Αμερικής, για να κάνει πραγματικότητα εκεί μακριά την πατρική μυθοπλασία, καθώς και τις σωφρονιστικές προφητείες τις διάσπαρτές μέσα στη Μανόν Λεσκώ, που είχε διαβάσει με πάθος. Μπορεί όμως και να εξαφανίστηκε μέσα στη χυδαία μοναξιά μιας ταπεινής εργασίας, εμποροϋπάλληλος ή γραφιάς σε ένα ξεθωριασμένο δωμάτιο ξενοδοχείου που το φως ξεχνάει να επισκεφτεί, στα περίχωρα της Λιλ ή του Ελ Πάσο· η αχρησιμοποίητη έπαρσή του δεν θα τον έχει εγκαταλείψει. Ή, τέλος, συγγραφέας αποτυχημένος πριν την ώρα του και που κανένας δεν θα διαβάσει τα κακόμοιρα γραφτά του, θα τελειώσει τη ζωή του όπως και ο νεαρός Λουσιέν Σαρντόν, εάν δεν τον είχε σώσει από τον πνιγμό το στιβαρό χέρι του Βωτρέν: δηλαδή πάλι στο κάτεργο.
.
.
Διότι πιστεύω ότι διέθετε σχεδόν τα πάντα για να γίνει ένας ξεροκέφαλος συγγραφέας: τη γεμάτη αγάπη και τραγικά συντομευμένη παιδική ηλικία, τη θηριώδη περηφάνια, έναν ισχυρογνώμονα άγιο προστάτη, μερικά ζηλόφθονα και εκκλησιαστικά αναγνώσματα, τον Μαλαρμέ και τόσους άλλους ως σύγχρονους, τον εξοβελισμό και την άρνηση του πατέρα· και ως συνήθως δεν έλειπε παρά μια τρίχα, δηλαδή μια διαφορετική παιδική ηλικία, πιο αστική ή πιο εύπορη, θρεμμένη με αγγλικά μυθιστορήματα και με εκθέσεις εμπρεσιονιστών, όπου μια καλλονή μητέρα κρατάει μέσα στο γαντοφορεμένο της χέρι το δικό του, ώστε το όνομα του Αντωνίου Πελυσέ να ηχεί στη μνήμη μας παρόμοια με το όνομα του Αρθούρου Ρεμπώ.
Pierre Michon, Βίος Αντωνίου Πελυσέ από το βιβλίο Βίοι ελάσσονες, εκδόσεις Ίνδικτος, 2000
O κόσμος αποτελείται από νερό, γη, αέρα και φωτιά, η δε γη δεν είναι σφαιρική, παρά έχει το σχήμα μπωλ. Είναι το ένα από τα στήθια του ουρανού· το άλλο βρίσκεται στο κέντρο του Γαλαξία. Η γη γεννά τις μύγες, ημερόβια φαντάσματα επιφορτισμένα με τη φύλαξή της όταν κάμνει ζέστη, αφού, όταν πιάσει κρύο, η γη ξηραίνεται, γίνεται κολοκύθα και δεν έχει πλέον χρεία φυλάκων, ενώ κατά το θέρος βγάνει καπνό από τ’ αυτιά και, δίχως τις μύγες που την οδηγούν προς τα ουράνια, τα νέφη θα σέρνονταν πάνω της σαν πατσαβούρες. Όταν ποτίζεται η γη παράγει:
1. To κραγιόν εκ του οποίου εξάγεται το φιλί. Υπάρχουν δύο είδη κραγιόν: το κραγιόν μακρών κυμάτων απ’ όπου προκύπτουν δι’ αποστάξεως οι σημαίες, και το ελαφρύ κραγιόν, που από το άνθος τους γίνεται το φιλί. Το εν λόγω φιλί παράγεται εξ άλλου με δύο διαφορετικούς τρόπους, είτε διά της αποξηράνσεως του κομμένου άνθους κατά την στιγμήν ακριβώς που ανοίγει, είτε διά του αλέσματος του σπόρου, ο οποίος αναδίδει ένα άρωμα εξόχως πτητικό που μετά βίας διατηρείται.
2. Το χαμάμ, που προκύπτει από την ζύμωση της υγρής γης με ξυνόγαλο και κάμνει τέτοιον θόρυβο που έχει σταδιακά περιορισθεί στις ερημικές και μόνον περιοχές.
3. Το βατράχι, που σιγά-σιγά τρώγει τη γη.
4. Το βιολοντσέλο, που χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα για τη θεραπεία της αρθρίτιδος, και που, όταν τριφτεί σε σκόνη, έχει μεγάλη ζήτηση για την πλύση φίνων εσωρούχων, καθ’ ότι δεν αλλοιώνει τα χρώματα.
5. Τα γυαλιά μυωπίας, που τα παράγουμε χαυνώνοντας τη γη μες σε κοχλάζον αφέψημα κινέζικου τεΐου και κατόπιν σιγοβράζοντας το όλο μείγμα σε μπαιν μαρί.
Από την υγρή γη παράγονται επίσης πολλά ακόμη πράγματα, όπως η πυξίδα, το λουκάνικο, ο μποξέρ, το σπίρτο, ή πρόταση κ.ά. τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη από τις γιαγιάδες μας, αλλά που πλέον δεν εντοπίζονται παρά μόνον σε παλαιοπωλεία.
Benjamin Péret, Η γη, από το αφήγημα Τα τέσσερα στοιχεία, μτφρ: Σωτήρης Λιόντος, Νίκος Σταμπάκης, περιοδικό Κλήδονας, τχ 1, Σεπτέμβριος 2006
Καλά που τελειώσαν όλα, κι έσκυβε, ως μέσα βρέχοντας τα χέρια σκύβει, και στη λεκάνη που καλά καθρέφτιζε, μη με λησμόνει, τέλειωσαν, κι ο χρόνος θέλω, και με το πείσμα λιθοξόου που καλεί το μαύρο του λιθάρι ν’ ανατείλει, παλεύει ακόμη, πολεμά τη φοβερή χλωρίδα που τον έτρεφε, σώμα που εγνώρισε, τα δάχτυλα βυθίζοντας στις εσοχές, στις κόχες που θρασομανούν τα αιμοφόρα, σπαράζοντας, τα δάχτυλά του, άνθη αρπαχτικά μιας αραπιάς ευδαίμονος, τις κρατερές ταξιανθίες των νευρώνων, όργανα μιας λιποθυμιάς που διαρκεί, τις χλωρασίες, με ιαματική μανία ξεριζώνοντας, τις μαλακές τους απολήξεις, κι αναρριχάται, και συλλαβιστά συλλάβιζε τα λόγια θεραπείας σκοτεινής, μιας ξέφρενης υπνοβασίας που τον κάρφωνε στο ίδιο πάντοτε σημείο, ψηλά ψηλά οι ετησίες των νεφρών, στον πάτο σαρκοβόρο βάμμα προμηνώντας άλλα, τα κατιόντα εκεί που ησύχαζε η καρδιά, οστάρια μαρμάρινης λεκάνης που καθρέφτιζε, κυρτώνοντας τα δάχτυλά του ανασύρει τους φυλλοφόρους οφθαλμούς, τους έλικες, θρύμματα υμένες που τον παίδευαν, θρόμβους, κλωστές, γλυκύτατες κλωστίτσες των ονείρων, κι από το βάραθρο του εγκεφάλου σιγαλιά, όπου για πάντα έχουν καταφύγει τα φαντάσματα, όπου κοπάζοντας για πάντα το λευκό τους φύσημα, και αναψάχνει, και τραβά, ασπαίροντα σαν τη φιάλη που τα περιείχε, ωραία κομμάτια στάζοντας στην έρημη ανωνυμία, ταριχευτής και κρημνοβάτης, πυλωρός, ως τις πολύφυλλες εσχατιές των ανδρογόνων, ως το λημέρι της αρκούδας που τον τρέλαινε, ούτε ανατόμος ούτε νεκρομάντης, μόνο δραγάτης που σε κήπο αφύλαχτο ξεφάντωνε, και σαλεμένος απ’ την εκθαμβωτική ζωοτομία, στον μελανό του αιμοστάτη δέεται, σαν πρώτα, και στα αίματα φιλοκαλεί.
Τζένη Μαστοράκη, Ωραία κομμάτια στάζοντας, από τη συλλογή Μ’ ένα στεφάνι φως, εκδόσεις Κέδρος, 1989